Ιστότοπος Κιατίπη

Kiatipis Website

Λεξικό Φιλοσοφικών όρων

Glossary of Philosophical Terms

 

Λογική

Τυπική και Διαλεκτική

      Η επιστήμη των μορφών και των νόμων της νόησης. Ολόκληρη η ιστορία της εξέλιξης της λογικής ως επιστήμης διαμορφώθηκε μέσα από την πάλη μεταξύ του υλισμού και του ιδεαλισμού.

      Η ιδεαλιστική λογική ξεχωρίζει τις μορφές και τους νόμους της νόησης από τον αντικειμενικό κόσμο, ο οποίος υπάρχει ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση. Ο άνθρωπος καθορίζει αυθαίρετα τους νόμους και τους κανόνες της σκέψης, στηριζόμενος σε έμφυτες ιδιότητές του, χωρίς τελικά να τον ενδιαφέρει αν αυτοί συμφωνούν ή όχι με την αντικειμενική πραγματικότητα.

      Η υλιστική διαλεκτική λογική θεωρεί τα πράγματα και τους νόμους της νόησης σαν αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Σκοπός, επομένως, της ανθρώπινης γνώσης είναι, κατά τη διαλεκτική λογική, να αντανακλά πιστά την αντικειμενική πραγματικότητα και να εισδύει στους νόμους που την διέπουν, γιατί διαφορετικά δε θα ήταν δυνατή καμία συνειδητή πρακτική δραστηριότητα. Έτσι η υλιστική διαλεκτική λογική βοηθά τον άνθρωπο να γνωρίσει τη φύση και τους αντικειμενικούς νόμους που τη διέπουν και στη συνέχεια να τους χρησιμοποιήσει για το συμφέρον του. Γενικά η λογική αντιπροσωπεύει τον απολογισμό και το συμπέρασμα που βγαίνει από την ιστορία της γνώσης του κόσμου. Οι νόμοι της δε είναι οι αντανακλάσεις του αντικειμενικού κόσμου στη συνείδηση του ανθρώπου.

      Στην αρχαία Ελλάδα η επιστήμη της λογικής αποτελούσε ήδη μία ιδιαίτερη μέθοδο πολεμικής, που αντιπαρέθετε αντίθετες γνώμες. Στη φιλοσοφία του Ηράκλειτου παρουσιάστηκαν, με την πιο μεγάλη διαύγεια, τα σπέρματα της διαλεκτικής λογικής. Γιατί ο Ηράκλειτος είδε τη θεμελιώδη δομή της πραγματικότητας και την αιτία του "γίγνεσθαί" της στην αντίθεση και την αντίφαση. Σ' αυτό οδηγήθηκε από την αντίφαση που ενυπάρχει σε κάθε ξεχωριστό πράγμα (μπορεί να πούμε γι' αυτό ότι "είναι" εκείνο το πράγμα και "δεν είναι" τα άλλα και κατά συνέπεια ότι ταυτόχρονα "είναι και δεν είναι"). Η ελεατική σκέψη, αντίθετα, αρνείται την πραγματικότητα των επιμέρους πραγμάτων, τα οποία ανάγει σε απατηλό φαινόμενο και τα αντιπαραθέτει στο μοναδικό ον, για το οποίο πιστεύεται ότι "είναι" και ότι, ως απαλλαγμένο από κάθε άλλο κατηγόρημα, δεν του αντιλέγεται ποτέ κανένα "δεν είναι". Αργότερα ο Σωκράτης, ξεκινώντας από ένα σοφιστικό υποκειμενισμό, αναζήτησε τη δυνατότητα να φτάσει σ' εκείνες τις σταθερές αλήθειες, που ζούσαν στη σκέψη των ανθρώπων και οι οποίες μπορούσαν να αντληθούν με τις μεθόδους της αμφιβολίας, της έρευνας και της συζήτησης. Γι' αυτό ο Αριστοτέλης, από τον οποίο ακριβώς αρχίζει η ιστορία της λογικής, απέδωσε στο Σωκράτη την ανακάλυψη των "επαγωγικών συλλογισμών" ή των "δι' εννοιών ορισμών". Στην πλατωνική σκέψη οι "ιδέες" πρέπει από τη μία μεριά να εγγυώνται με τη διαρκή σταθερότητα και μορφική τους συνάφεια την αντικειμενικότητα του πραγματικού και της αλήθειας, επίσης όμως πρέπει να εγγυώνται το θεμέλιο και τη δυνατότητα της κρίσης και του λόγου. Για τον Πλάτωνα πρέπει η διαλεκτική να διερευνήσει το πλέγμα των σχέσεων με τις άλλες ιδέες και τα αισθητά πράγματα, στο οποίο εισέρχεται κάθε ιδέα, ως "ταυτόσημη" με τον εαυτό της και "διαφορετική" από τις άλλες. Η διαλεκτική, χρησιμοποιώντας τη "διαιρετική μέθοδο", έκανε διάκριση ανάμεσα στο "ταυτόν" και στο "έτερον" και έτσι έλυσε ολοκληρωτικά την αντίθεση ανάμεσα στο "είναι" και στο "μη είναι", με την αντίθεση ανάμεσα στο "είναι ταυτόν" και στο "είναι έτερον". Η ελεατική αντίληψη δέχτηκε έτσι μεγάλο χτύπημα, για να ανασκευαστεί έπειτα ολοκληρωτικά από τον Αριστοτέλη, ο οποίος συνέχισε την ανάλυση του Πλάτωνα με το "για το είναι γίνεται λόγος υπό πολλές έννοιες". Έτσι ο Αριστοτέλης, ανασκευάζοντας τον ελεατισμό, αποδέσμευσε τη λογική από τις μεταφυσικές προκαταλήψεις και άνοιξε το δρόμο για την επιστημονική λογική. Ο Αριστοτέλης θεωρείται γενικά ο δημιουργός της τυπικής λογικής, γιατί διατύπωσε τα αξιώματα της λογικής, μελέτησε συστηματικά τη νόηση και τους νόμους της, ταξινόμησε τις κρίσεις, διατύπωσε τη θεωρία των συλλογισμών κ.λ.π. Η ΛΟΓΙΚΉ του Αριστοτέλη, παρά τον ιδεαλισμό της, δεν χωρίζει την πραγματικότητα από το είναι, από τις μορφές της νόησης. Γενικά στην αριστοτελική λογική σημαντικά διαλεκτικά στοιχεία συμβαδίζουν κάποτε με τη μεταφυσική.

      Η αριστοτελική τυπική λογική περιλαμβάνει τέσσερις θεμελιώδεις νόμους της νόησης:

      1. Το νόμο της ταυτότητας. Σύμφωνα μ' αυτόν κάθε έννοια πρέπει να είναι ταυτόσημη με τον εαυτό της. Ο νόμος, λοιπόν, της ταυτότητας απαιτεί σε κάθε κρίση και σε κάθε συλλογισμό η έννοια να χρησιμοποιείται με μία μόνο και την ίδια πάντοτε σημασία.

      2. Το νόμο της μη-αντίφασης. Ο νόμος αυτός απαγορεύει στη νόηση τη λογική αντίφαση. Δηλαδή οι κρίσεις και οι συλλογισμοί δεν πρέπει να περιέχουν αντιφάσεις. Δύο κρίσεις, από τις οποίες η μία βεβαιώνει κάτι για ένα πράγμα και η άλλη κρίση αρνείται αυτό το κάτι από το πράγμα, είναι κρίσεις αντιφατικές και δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και οι δύο αληθινές. Βέβαια πρέπει στο σημείο αυτό να γίνει διάκριση ανάμεσα στις αντιφάσεις που υπάρχουν στους εσφαλμένους συλλογισμούς, και στις αντιφάσεις της αντικειμενικής πραγματικότητας, (στις αντικειμενικές αντιθέσεις -σημ. Χ.Κ.),  που έχουν διαλεκτικό χαρακτήρα.

      3. Το νόμο της του τρίτου απόκλισης, σύμφωνα με τον οποίο μεταξύ δύο κρίσεων, που η μία βεβαιώνει κάτι και η άλλη το αρνείται, ορθή πρέπει να είναι είτε η μία είτε η άλλη. Κάθε τρίτη κρίση αποκλείεται ως ορθή.

      4. Το νόμο του αποχρώντος λόγου. Ο νόμος αυτός επιβάλλει κάθε κρίση και κάθε συλλογισμός να ξεκινά από αποδείξεις, δηλαδή από κάποια άλλη κρίση ή συλλογισμό, που αποδειγμένα είναι ορθός και που έτσι της χρησιμεύει ως "μείζων" πρόταση.

      Η τυπική λογική ασχολείται και με τις διάφορες μορφές της εξέλιξης της νόησης. Οι έννοιες, οι κρίσεις και οι συλλογισμοί είναι οι μορφές που αποτελούν τα τρία στάδια της νόησης και τα τρία βασικά στάδια της τυπικής λογικής.

      Στο πρώτο στάδιο η τυπική λογική εξετάζει τα είδη των εννοιών, τους λογικούς τρόπους του σχηματισμού τους, τις σχέσεις τους από άποψη πλάτους και βάθους, τους τρόπους και τους κανόνες του καθορισμού και της διάκρισής τους.

      Στο δεύτερο μέρος η τυπική λογική μελετά με μεγάλη ακρίβεια τις κρίσεις.

      Στο τρίτο, το πιο εκτεταμένο, αναλύει τους συλλογισμούς, ταξινομεί τα είδη και τις μορφές τους και εκθέτει τη θεωρία και τους κανόνες σχηματισμού των συλλογισμών, παρουσιάζει τη σημασία και το ρόλο των συμπερασμάτων και των αποδείξεων στην εξέλιξη της γνώσης κ.λ.π.

      Τέλος, η τυπική λογική πραγματεύεται τους τρόπους και τις αρχές της απόδειξης στη λογική σκέψη.

      Η αριστοτελική λογική επικράτησε ευρύτατα στη μεσαιωνική φιλοσοφία. Οι σχολαστικοί του μεσαίωνα την είχαν μεταβάλει σε μέσο απόδειξης όλων των θεολογικών "αληθειών".

      Στη σύγχρονη εποχή η λογική ως επιστήμη γνώρισε νέες προόδους, χάρη στην ανάπτυξη των πειραματικών επιστημών. Ξεχωριστό ρόλο διαδραμάτισε στον τομέα αυτόν ο Φ. Βάκων (Francis Bacon), ο οποίος, αντίθετα από τον Αριστοτέλη, μελέτησε κυρίως την επαγωγική λογική, της οποίας θεωρείται δημιουργός. Δηλαδή ο Βάκων δημιούργησε το σύστημα των κανόνων και των τρόπων ενέργειας, που μας επιτρέπουν να φτάνουμε σε γενικές έννοιες, ξεκινώντας από τα μεμονωμένα, τα ιδιαίτερα γεγονότα. Από εκεί και έπειτα όμως η λογική έπαιρνε χαρακτήρα όλο και περισσότερο τυπικό. Αυτός ο διαχωρισμός της λογικής από τη φύση και των μορφών από το αντικειμενικό τους περιεχόμενο έφτασε στο ανώτατο σημείο του με τη φιλοσοφία του Καντ.

      Φορμαλιστική και μεταφυσική η λογική του Καντ, στηρίζεται στην άποψη για την αντίθεση, που δήθεν υπάρχει ανάμεσα στην "α-λογική" αντικειμενική πραγματικότητα, δηλαδή σε μία πραγματικότητα που είναι πέρα από τους νόμους και τους κανόνες της ανθρώπινης λογικής, και στη λογική, δηλαδή τις μορφές της νόησης που δόθηκαν στον άνθρωπο a priοri και που είναι ανεξάρτητες από την αντικειμενική πραγματικότητα.

      Τη θεωρία του Καντ κατέκρινε ο Χέγκελ, ο οποίος δημιούργησε ένα σύστημα διαλεκτικής λογικής, που αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στην ανάπτυξη της λογικής ως επιστήμης. Ο Χέγκελ αντικατέστησε την απόσπαση της λογικής από τη φύση, που έκανε ο Καντ, με την αρχή της ταυτότητας του "είναι" και της νόησης. Σύμφωνα με το Χέγκελ, η λογική της σκέψης των ιδεών και των εννοιών είναι η πηγή και η βάση της ανάπτυξης του υλικού κόσμου. Αγωνιζόμενος ο Χέγκελ ενάντια στη μεταφυσική λογική, έθεσε τις βάσεις της διαλεκτικής λογικής. Όμως η λογική, στη γενική της θεώρηση, δεν παύει να είναι ιδεαλιστική, αφού γι' αυτόν η νόηση, στην εξέλιξή της, η νόηση που την προσωποποιεί με το όνομα "Ιδέα", δημιουργεί την πραγματικότητα, η οποία έτσι καταντά να είναι η έκφραση, η εξωτερική μορφή, με την οποία μας παρουσιάζονται τα πράγματα. Για την υλιστική διαλεκτική σκέψη, όπως τονίστηκε, η νόηση και η εξέλιξή της "δεν είναι τίποτε άλλο από την αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας και της εξέλιξής της, που μεταφέρεται και διαμορφώνεται μέσα στο μυαλό του ανθρώπου" (Μαρξ, "Κεφάλαιο").

      Οι κλασικοί του μαρξισμού - λενινισμού υπογράμμισαν την αναγκαιότητα και τις δυνατότητες της τυπικής λογικής και καθόρισαν το ρόλο της για τη διατύπωση των στοιχειωδών κανόνων και εννοιών της επιστημονικής γνώσης.

      Η τυπική λογική δεν είναι παρά ο κατώτερος βαθμός της λογικής, που μπορούμε να τον συγκρίνουμε, όπως λέει ο Ένγκελς, με τα στοιχειώδη μαθηματικά. Η τυπική λογική αντιμετωπίζει τα φαινόμενα και τα αντικείμενα έξω από τις αμοιβαίες σχέσεις τους, σαν να ήταν ακίνητα και αμετάβλητα. Οι νόμοι της νόησης, τους οποίους διατυπώνει, αντανακλούν τα αντικείμενα και τα φαινόμενα, ανεξάρτητα από τις βαθμιαίες μεταβολές που συντελούνται στο εσωτερικό τους. Και αυτός ο τρόπος μελέτης της φύσης ήταν ιστορικά αναγκαίος κατά τον Ένγκελς, γιατί ". . . έπρεπε κανείς πριν απ' όλα, να μελετήσει τα πράγματα, πριν μπορέσει να μελετήσει τις εξελίξεις τους. Και έπρεπε να γνωρίσει το άλφα ή το βήτα πράγμα, πριν αρχίσει να παρατηρεί τις μεταβολές που γίνονται στο εσωτερικό τους" ("Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας").

      Η τυπική λογική για τους κλασικούς του μαρξισμού - λενινισμού είναι χρήσιμη και απαραίτητη ως μέσο για τη διανοητική ανάπτυξη του ατόμου. Γιατί ένα παιδί π.χ. είναι ανίκανο να κατανοήσει τα αντικείμενα στην εξέλιξή τους, χωρίς να τα έχει γνωρίσει προηγουμένως ως σταθερά και αμετάβλητα. Ό,τι όμως είναι αρκετό για τη γνώση απλών πραγμάτων και απλών σχέσεων, αποδεικνύεται ανεπαρκές για την επιστημονική γνώση των πολύπλοκων φαινομένων και των σχέσεών τους. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η τυπική λογική έχει τα όριά της, πέρα από τα οποία καταντά άχρηστη. Η τυπική λογική ασχολείται με τυπικούς ορισμούς και δεν μπορεί να προχωρήσει μακριά. Η διαλεκτική λογική όμως κάνει πολύ περισσότερα για να γνωρίσουμε μέχρι το βάθος του ένα αντικείμενο, απαιτεί να μελετήσουμε όλες τις απόψεις του, όλους τους δεσμούς του με τη φύση, και τους ενδιάμεσους κρίκους της εξέλιξής του. Αυτό όμως δεν πρόκειται να το πετύχουμε ποτέ ολοκληρωτικά, γι' αυτό μία τέτοια απαίτηση, για μία μη ολόπλευρη και μη καθολική γνώση, μας προφυλάσσει από τα σφάλματα και κυρίως από το δογματισμό. Αυτό είναι το πρώτο σημείο. Το δεύτερο είναι ότι η διαλεκτική λογική απαιτεί το αντικείμενο να εξετάζεται μέσα στη γέννηση (τη δημιουργία) του, από την άποψη της "αυτοκίνησής του" (όπως το λέει κάποτε και ο Χέγκελ), της αλλαγής του" (Λένιν "Έργα"). Έτσι η διαλεκτική λογική μπορεί να συγκριθεί με τα ανώτερα μαθηματικά.

      Οι έννοιες και οι κατηγορίες της διαλεκτικής λογικής δεν είναι ακίνητες και άκαμπτες, αλλά ευλύγιστες, παλλόμενες, δηλαδή ακριβείς αντανακλάσεις των εξελίξεων που ξετυλίγονται μέσα στον αντικειμενικό κόσμο. Η διαλεκτική λογική, απαιτεί οι έννοιες και οι κατηγορίες να είναι συνδεμένες μεταξύ τους και να βρίσκονται σε αμοιβαία αλληλεπίδραση, όπως και τα αντικειμενικά φαινόμενα, τα οποία αντανακλούν. Το βασικό διακριτικό χαρακτηριστικό της μαρξιστικής διαλεκτικής λογικής, σε σχέση με τις ιδεαλιστικές και μεταφυσικές θεωρίες περί λογικής, είναι το ότι ενσωματώνει την πρακτική μέσα στη λογική. Οι λογικές έννοιες και οι λογικές κατηγορίες δεν παρουσιάζονται παρά μόνο στη διάρκεια και πάνω στο έδαφος της πρακτικής δράσης, η οποία εξάλλου τις γεννά και η οποία και μόνο αυτή καθορίζει το βαθμό της εγκυρότητάς τους.

             Η διαλεκτική λογική δεν μπορεί να αναιρεθεί, γιατί, απλούστατα, εκφράζει τους αντικειμενικούς νόμους, τη λογική των αντικειμενικών εξελίξεων της φύσης και της κοινωνίας. Η σύγχρονη αστική φιλοσοφία καταπολεμά τη διαλεκτική επιστημονική λογική, γιατί η διαλεκτική λογική ως λογική της αντικειμενικής πραγματικότητας οδηγεί αναγκαστικά και αναπόφευκτα στην επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και την αντικατάστασή του από το σοσιαλισμό. Τις σχολές της αντιδραστικής αστικής φιλοσοφίας χαρακτηρίζει η υπεράσπιση του ρασιοναλισμού και του ιντουσιονισμού (ενοραματισμού), η προσπάθεια για την αντικατάσταση της λογικής σκέψης από το χάος των αισθημάτων, των εντυπώσεων, των παθών, από τη λατρεία του αυθορμητισμού κ.λπ.

 

 [Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Χθων: Πανόραμα 2002]