2003-02 Το Δημοψήφισμα ως πρακτική εκδήλωση μιας αρχής της Άμεσης Δημοκρατίας

Απεστάλη σε διάφορους με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο

 

Σάββατο, 1 Μαρτίου 2003

 

Από το 1571 (που οι Τούρκοι εισέβαλαν και κατέλαβαν την Κύπρο) μέχρι το 1878, η Κύπρος ήταν διοικητικά επαρχία του Τουρκικού Κράτους, πρωτεύουσα του οποίου ήταν η Κωνσταντινούπολη, την οποία οι Τούρκοι ονομάζουν Ινσταμπούλ. Κατά τα 400 περίπου χρόνια που πέρασαν από την κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους μέχρι το 1960 που ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία είχε διαμορφωθεί μια τουρκοκυπριακή κοινότητα που το 1960 αποτελούσε το 18% περίπου του συνολικού πληθυσμού του νησιού. Το 80% του πληθυσμού ήταν Ελληνοκύπριοι και το υπόλοιπο 2% αποτελούσαν άτομα που ανήκαν στην Αρμενική, τη Μαρωνίτικη και τη Λατινική κοινότητα.

 Το 1879 η Τουρκία εκχώρησε τη Κύπρο στη Βρετανία "για να την κατέχει και να τη διοικεί". Το 1925 η Βρετανία ανακήρυξε την Κύπρο σε αποικία της. Οι Ελληνοκύπριοι δεν αποδέχθηκαν αυτή τη κατάσταση και απαιτούσαν την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Το 1931 εξεγέρθηκαν αυθόρμητα ενάντια στην Βρετανική κατοχή και έκαψαν το κυβερνείο. Ακολούθησε μια μικρή περίοδος στυγνής αποικιακής διακυβέρνησης που έμεινε γνωστή ως Παλμεροκρατία. Μετά το Β’ Παγκ. Πόλεμο οι βρετανικές αποικιακές αρχές αναγκάστηκαν να παρακαθίσουν σε συνομιλίες με εκπροσώπους της Ελληνοκυπριακής και της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας για να βρουν μια αποδεχτή λύση απ’ όλες τις πλευρές. Η διασκεπτική, έτσι ονομάστηκε η συμβουλευτική συνέλευση των εκπροσώπων των τριών πλευρών διήρκεσε μερικά χρόνια αλλά δεν κατέληξε σε κανένα θετικό αποτέλεσμα, σε μια γενικά αποδεκτή συμφωνία.

 Το 1950 οι θρησκευτικές αρχές της Ελληνοκυπριακής κοινότητας διοργάνωσαν δημοψήφισμα με τη μορφή μαζέματος υπογραφών σε δημόσιους χώρους – βασικά σε χριστιανικού ναούς. Το ερώτημα στο δημοψήφισμα ήταν αν οι υπογράφοντες ήθελαν την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η καταπληκτική πλειοψηφία όσων υπέγραψαν απάντησε θετικά στο ερώτημα. Στο δημοψήφισμα δεν καλέστηκαν, όμως, να συμμετάσχουν ούτε οι Τουρκοκύπριοι ούτε τα μέλη των άλλων εθνικών ομάδων. Ο τρόπος με βάση τον οποίο είχε διεξαχθεί το δημοψήφισμα καθώς και οι αποκλεισμοί των άλλων εθνικών ομάδων είχαν θεωρηθεί από τις διεθνείς δυνάμεις ότι δεν μπορούσαν να οδηγήσουν στην αποκάλυψη της πραγματικής θέλησης της πλειοψηφίας του συνόλου του Κυπριακού λαού, ήτοι των Ελληνοκυπρίων, των Τουρκοκυπρίων και των άλλων εθνικών ομάδων. Ως εκ τούτου το αποτέλεσμά του δεν αναγνωρίσθηκε και δεν απέκτησε πραγματικό βάρος στο διεθνές διπλωματικό, νομικό και πολιτικό πεδίο.

Το 1954 η κυβέρνηση της Ελλάδας έθεσε για πρώτη φορά το Πρόβλημα της Κύπρου προς συζήτηση στον ΟΗΕ.

Το 1955 δεξιές εθνικιστικές δυνάμεις στην Κύπρο και την Ελλάδα οργάνωσαν στην Κύπρο την μυστική οργάνωση ΕΟΚΑ με σκοπό τη διεξαγωγή αντάρτικων επιχειρήσεων που σκόπευαν στο να εξαναγκάσουν τη Βρετανία να παραχωρήσει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης στον Κυπριακό λαό. Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης μεταφραζόταν τότε από τους Ελληνοκύπριους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες ως Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Την Ένωση υποστήριζαν και οι αριστερές πολιτικές δυνάμεις, αλλά σε αντίθεση προς την ΕΟΚΑ, αυτές υποστήριζαν τον ειρηνικό δρόμο πάλης, που μεταφραζόταν σε παλλαϊκό αγώνα ενάντια στην Αγγλική κατοχή. Υποστήριζαν ότι στον αγώνα αυτό είχαν θέση τόσο οι Έλληνες όσο και οι Τούρκοι, οι Αρμένιοι, οι Μαρωνίτης και οι Λατίνοι. Ο παλλαϊκός αγώνας ουδέποτε όμως έγινε πραγματικότητα.

Μετά την ίδρυση της ΕΟΚΑ, Τουρκοκύπριοι δεξιοί εθνικιστές ίδρυσαν στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα τη μυστική εθνικιστική οργάνωση ΤΜΤ, που είχε θέσει ως βασικό της σκοπό να εμποδίσει την Ένωση ολόκληρης της Κύπρου με την Ελλάδα, ενώ αντίθετα επεδίωκε τη διχοτόμηση της Κύπρου και τη διπλή Ένωση, δηλαδή την ένωση ενός μέρους της Κύπρου με την Ελλάδα και ενός μέρους με τη Τουρκία. Οι Βρετανοί εκμεταλλεύθηκαν τις διαφορετικές επιδιώξεις των δύο κοινοτήτων της νήσου και εφαρμόζοντας με μαεστρία το δόγμα του «διαίρει και βασίλευε» όξυναν όλο και πιο πολύ τις διαφορές και αναμόχλευσαν συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο κοινότητες.

 Το 1958 Τουρκοκύπριοι, μέλη της ΤΜΤ, πυρπόλησαν Ελληνοκυπριακές περιουσίες στο κέντρο της παλαιάς Λευκωσία και διέσπειραν τον τρόμο στους Ελληνοκύπριους που διέμεναν ή εργάζονταν στις εν λόγω περιοχές και οι οποίοι εξαναγκάσθηκαν να τις εγκαταλείψουν.. Οι Βρετανοί αποικιοκράτες προχώρησαν στη δημιουργία της λεγόμενης Πράσινης Γραμμής, δηλαδή μιας διαχωριστικής γραμμής κατά μήκος βασικών εμπορικών οδών, που ως σύνορα πλέον διαχώριζαν και εδαφικά την Τουρκοκυπριακή από την Ελληνοκυπριακή συνοικία στη Λευκωσία. Έτσι δημιουργείται στο βόρειο τμήμα της Λευκωσίας μια απομονωμένη από το υπόλοιπο τμήμα Τουρκοκυπριακή συνοικία που αργότερα απέκτησε και τις δικές της δημοτικές αρχές.

 Το 1959, μετά από τέσσερα χρόνια δράσης της ΕΟΚΑ και της ΤΜΤ, και μετά από σύντομες συνομιλίες ανάμεσα σε εκπροσώπους της Ελληνοκυπριακής κοινότητας, της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Τουρκικής Δημοκρατίας και του Ενωμένου Βασιλείου αποφασίστηκε όπως η Βρετανική αποικία της Κύπρου μετατραπεί σε ένα ιδιότυπο «ανεξάρτητο» Κράτος, που ονομάστηκε Κυπριακή Δημοκρατία. Οι συμφωνίες για την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, έγιναν γνωστές ως συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου. Οι συναφθείσες συμφωνίες προνοούσαν ανάμεσα σ’ άλλα, όπως ο κρατικός μηχανισμός της Κυπριακής Δημοκρατίας θα στελεχωνόταν με βάση εθνικά κριτήρια, δηλαδή η στελέχωση όλων των κρατικών οργάνων έπρεπε να ακολουθεί την αναλογία: 70% Ελληνοκύπριοι και 30% Τουρκοκύπριοι. Η διάταξη αυτή δεν εξασφάλιζε πλήρη αξιοκρατία και ομαλή επικοινωνία ανάμεσα στους δημόσιους υπαλλήλους. Το σύνταγμα που συνομολόγησαν εκπρόσωποι από τις πιο πάνω εθνικές οντότητες περιέχει διάφορες πρόνοιες που έχουν επίσης ρατσιστικό-εθνικιστικό χαρακτήρα, καθώς και τα σπέρματα περαιτέρω διακοινοτικών συγκρούσεων.

Τα σπέρματα αυτά βλάστησαν το 1963-64 με τα γνωστά γεγονότα και τις ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο κυπριακές κοινότητες και τις επιθέσεις των Τούρκικων αεροπλάνων που βομβάρδισαν ορισμένες περιοχές στο βόρειο τμήμα του νησιού. Οι Τουρκοκύπριοι δημόσιοι αξιωματούχοι και υπάλληλοι απεχώρησαν από το «κοινό ενιαίο κράτος» (ή εξαναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις δουλείες τους, λένε μερικοί) και η Τουρκοκυπριακή κοινότητα άρχισε να δημιουργεί τις δικές της, υποτυπώδεις αρχικά κρατικές δομές που με την πάροδο του χρόνου αναπτύσσονταν σε οργανωμένο κρατικό μηχανισμό που έλεγχε ορισμένες περιοχές στις οποίες υπήρχε αμιγής τουρκοκυπριακός πληθυσμός.

Θα πρέπει να αναφέρω ότι πριν το 1963 τόσο οι Ελληνοκύπριοι όσο και οι Τουρκοκύπριοι ζούσαν σε χωριά και σε πόλεις που βρίσκονταν διάσπαρτα σε όλη την κυπριακή επικράτεια. (Βλέπε Χάρτη) Στις πόλεις υπήρχε κάποιος ασαφής διαχωρισμός καθώς η πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων και η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων ζούσαν σε ξεχωριστές συνοικίες. Στα περισσότερα χωριά ζούσαν είτε μόνο Ελληνοκύπριοι είτε μόνο Τουρκοκύπριοι. Υπήρχαν, όμως, και πολλά μεικτά χωριά στα οποία ζούσαν πολίτες που ανήκαν και στις δύο κοινότητες.

Το 1964 άρχισε και ο σκόπιμος εθνικός διαχωρισμός, καθώς οι τουρκοκυπριακές διοικητικές αρχές υποχρέωσαν ή ενθάρρυναν Τουρκοκύπριους να καταλάβουν ή να μετακινηθούν σε ορισμένες περιοχές που κατοικούνταν κυρίως από μέλη της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Οι περιοχές αυτές επειδή περικυκλώνονταν από τις περιοχές τις οποίες έλεγχε η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας ονομάστηκαν "Τουρκοκυπριακοί Θύλακες" (enclaves). Αυτές οι περιοχές θεωρήθηκαν από τους Τουρκοκύπριους ως «κυρίαρχες Τουρκοκυπριακές περιοχές». Τις περιοχές αυτές διοικούσαν οι «διοικητικές αρχές» της κοινότητάς τους. Οι Τουρκοκυπριακές «διοικητικές αρχές» έλεγχαν λ.χ. το βόρειο τμήμα της Λευκωσίας, στο οποίο άρχισε να διοικείται από Τουρκοκυπριακές δημοτικές αρχές. Οι Τουρκοκυπριακές κυβερνητικές αρχές έλεγχαν το δρόμο που ένωνε τη Λευκωσία με την Κερύνεια. Για να πάνε οι Ελληνοκύπριοι από τη Λευκωσία στην Κερύνεια έπρεπε είτε να ακολουθήσουν άλλη, πιο μακρινή διαδρομή, είτε να μαζευτούν στη λεωφόρο Δημοκρατίας στον Άγιο Δομέτιο και απ’ εκεί ως ένα «κομβόι» και με συνοδεία ένοπλων ανδρών της Ειρηνευτικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών να πάνε στην Κερύνεια. Το ίδιο ίσχυε και για τους ταξιδιώτες από την Κερύνεια προς στη Λευκωσία.

Κάποτε, με την ενθάρρυνση των οργάνων του ΟΗΕ, δεν θυμάμαι πότε ακριβώς, άρχισαν οι συνομιλίες ανάμεσα σε εκπροσώπους των δύο κυπριακών κοινοτήτων. Αντί να βρουν λύση στο κρατικό και κοινωνικό-οικονομικό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι της Κύπρου, που ανήκαν σε διάφορες εθνικές ομάδες, τα πράγματα χειροτέρευαν με αποκορύφωμα τα γνωστά γεγονότα του 1974, κατά τα οποία από τη μια εθνικιστικές δυνάμεις στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα προσπάθησαν με τη βοήθεια της στρατιωτικής χούντας της Ελλάδας να πάρουν την εξουσία με πραξικόπημα με σκοπό να καταλύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία και να ενώσουν την Κύπρο ολόκληρη με την Ελλάδα. Η ενέργειά τους αυτή προκάλεσε, όπως προειδοποιούσαν πολλές πολιτικές δυνάμεις στην Κύπρο, την Ελλάδα και αλλού την στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας για να εμποδίσει την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού. Η Τουρκική εισβολή και κατοχή του 37% του κυπριακού εδάφους οδήγησε σε πλήρη εθνικό και εδαφικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων, δηλαδή στη διχοτόμηση της Κύπρου, η οποία διατηρείται με την παρουσία στο νησί μιας ισχυρής τουρκικής στρατιωτικής δύναμης.

Το 1976 άρχισαν ξανά συνομιλίες ανάμεσα σε εκπροσώπους των δύο κοινοτήτων και συνεχίστηκαν κατά διαστήματα μέχρι το 2003. Πέρασαν δηλαδή 39 τόσα χρόνια από την έναρξη των διακοινοτικών συγκρούσεων και μετά από πολύχρονες συνομιλίες ανάμεσα σε διάφορους ηγέτες των Ελληνοκυπρίων και εκείνων των Τουρκοκυπρίων δεν έγινε δυνατόν να φτάσουν σε κοινά αποδεχτή συμφωνία, που να εξασφαλίζει στις δύο κοινότητες μακροχρόνιες συνθήκες αγαστής ειρηνικής συμβίωσης και συνεργασίας για πρόοδο και ευημερία όλων των Κυπρίων.

Φαίνεται ότι και οι δυνάμεις που κυριαρχούν στον ΟΗΕ έχουν αποφανθεί τελευταία, όπως κι εγώ πριν μερικά χρόνια, ότι οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων δεν είναι σε θέση να αποδεχτούν το Σχέδιο Λύσης που έχουν συνομολογήσει τα ΗΕ, με επικεφαλής τον Γ. Γ. του οργανισμού κ. Κόφι Ανάν. Ως εκ τούτου, για να τελειώνουν με τον πονοκέφαλο του Κυπριακού Προβλήματος, αποφάσισαν να προσκαλέσουν τις ηγεσίες των δύο κοινοτήτων να οργανώσουν Δημοψηφίσματα στις δύο κοινότητες, ούτως ώστε να αποφασίσουν μια κι έξω τα μέλη των δύο κοινοτήτων.

Το Δημοψήφισμα αν ετοιμαστεί και οργανωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε ο λαός να είναι γνώστης του αντικειμένου για το οποίο καλείται να πει ένα ΝΑΙ ή ένα ΟΧΙ, (στην συγκεκριμένη περίπτωση θα είναι το Σχέδιο Ανάν) μπορεί υπό τις συνθήκες να θεωρηθεί πράξη που στηρίζεται στις αρχές της Άμεσης Δημοκρατίας. Μ' αυτό το θέμα είχα ασχοληθεί με δύο άρθρα μου που δημοσιεύθηκαν σε Κυπριακές εφημερίδες το 1996. Ως εκ τούτου για περαιτέρω ανάλυση του θέματος των Δημοψηφισμάτων, σας παραπέμπω σ' αυτά τα δύο άρθρα.

 

Άρθρο 1996- 7: Για τους Τρόπους Λύσης του Κυπριακού Προβλήματος

 

Άρθρο 1996- 9: Για το Δημοψήφισμα του Κληρίδη

 

Ένα άλλο άρθρο, για την Αταξική Κοινωνία και  Άμεση Δημοκρατία είναι το ακόλουθο:

1998-10 Για ένα Κίνημα για την Αταξική Κοινωνία και την Άμεση Δημοκρατία.

 

Χαμπής (Μπάμπης) Κιατίπης

1 Μαρτίου 2003