Ιστότοπος Κιατίπη

Kiatipis Website

Συγγραφείς /Αρθρογράφοι

Δρ Κυριάκος Τζιαμπάζης

Γράφει ο Δρ. Κυριάκος Τζιαμπάζης

Νομικός, Μελετητής Κυπριακού Προβλήματος και όχι μόνο

29/9/2012 - Περί εθνικισμού και ταυτότητας

 

Σε λίγες μέρες μια μερίδα ελληνοκυπρίων θα γιορτάσει την ημέρα ανεξαρτησίας της Κύπρου. Ο πρόεδρος θα βάλει το κοστούμι του, την γραβάτα του και θα στηθεί στην εξέδρα για να δεχτεί το χαιρετισμό της «Εθνικής Φρουράς». Η «Εθνική Φρουρά» είναι ένα κατασταλτικό όργανο που δημιουργήθηκε τον Ιούλιο του 1964 (σε αντικατάσταση των ένοπλων παραστρατιωτικών ομάδων οι ελληνοκύπριοι κρατικοί ηγέτες), στο όνομα του  Ελληνικού έθνους και της ασφάλειας των ελληνοκυπρίων. Το σώμα αυτό ιδρύθηκε από το κράτος που συνταγματικά είχε το δικό του στρατό που τον αποτελούσαν πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας και προέρχονταν αναλογικά από τις δυο κοινότητες. Έναντι της «Εθνικής Φρουράς» στάθηκε η ΤΜΤ κι’ αυτή για να δημιουργήσει συνθήκες ασφάλειας των μελών της τουρκοκυπριακής κοινότητας.

Γιατί ονομάστηκε «Εθνική Φρουρά»: ο Μακάριος αποφάσισε και υποστηρίχθηκε από όλο το φάσμα των πολιτικών της χώρας, ότι τώρα που οι Έλληνες της Κύπρου έχουν το απάνω χέρι πρέπει να διεκδικήσουν την «ένωση» με την Ελλάδα και έτσι να υλοποιηθεί ο προαιώνιος πόθος της «ένωσης» με τον εθνικό κορμό. Ο ρόλος που είχε λοιπόν ανατεθεί σ’ αυτό το σώμα ήταν να υποστηρίξει αυτή την πολιτική, άρα είχε να επιτελέσει ρόλο «εθνικό», γι’ αυτό και η ονομασία «Εθνική Φρουρά». Η ύπαρξη της «Εθνικής Φρουράς» είναι συνυφασμένη με την «ένωση». Η «ένωση» ως όραμα και πολιτική πρακτική έχει καταρρεύσει, αλλά το όνομα «Εθνική Φρουρά» αποτελεί ένα θλιβερό κατάλοιπο για να τη θυμίζει. Ούτε η αριστερή κυβέρνηση τόλμησε να την αγγίξει και πολύ περισσότερο να τη μειώσει αριθμητικά και να περιορίσει τη θητεία των νέων σ’ αυτή ή να την καταργήσει, ως ένα εθνικιστικό σύμβολο και να κηρύξει τη χώρα σε αφύλακτη πολιτεία καλώντας ταυτόχρονα τον ΟΗΕ να εγγυηθεί την ασφάλεια και κυριαρχία της και τώρα την Ευρωπαϊκή Ένωση. Θα μπορούσε ακόμη να αλλάξει το όνομα της να τη χρήσει «κυπριακό στρατό» και να τη μειώσει στους αριθμούς που προβλέπει το σύνταγμα της Δημοκρατίας. Να αποκαταστήσει δηλαδή, τη συνταγματική τάξη σ’ αυτό τον τομέα, ακυρώνοντας το «δίκαιο της ανάγκης».

Για να γίνει αυτό, είναι αναγκαία βέβαια η αναθεώρηση, η ριζική αλλαγή πολλών παραδοσιακών βεβαιοτήτων, κατά κύριο λόγο η κατασκευή και επεξεργασία μιας νέας ταυτότητας, που ήδη υπάρχει, είναι ατομική, αλλά δεν μετατράπηκε σε Ολική, εξαιτίας της απόρριψης της από το πολιτικό κατεστημένο. Προβάλλει το ερώτημα σε σχέση με την ταυτότητα μας: «Τι είμαστε;» Βασικά για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα θα πρέπει η κοινωνία ως το Όλο να γίνει δέκτης νεωτερικών ιδεών. Το άτομο ως ελεύθερο άτομο υπερβαίνει την εθνική του ταυτότητα στην καθημερινή παραγωγική του δραστηριότητα, αφού εκεί υλοποιεί μια άλλη ταυτότητα, η οποία  παράγει πολιτισμό για την κοινωνία.  Το άτομο παράγει τον πολιτισμό και το κράτος τον μετατρέπει σε εθνικό πλούτο. Το κράτος ως κυρίαρχο όργανο τον επιβάλλει με τους μηχανισμούς και τους δικαιϊκούς κανονισμούς ως αξίες και ως κοινωνική συμπεριφορά. Η συλλογική ταυτότητα για να κατασκευαστεί διέρχεται μέσον της παιδείας και συστηματικών ιδεολογικών παρεμβάσεων. Η κοινωνία του νότιου μέρους της Κύπρου, δυστυχώς παραμένει σε σταθερές του περασμένου αιώνα και αρνείται πεισματικά να δει το μέλλον που έρχεται ως καταιγίδα και θα την σαρώσει αν δεν είναι έτοιμη να την αντιμετωπίσει. Η Αριστερά που αναμέναμε να ωθήσει τα άτομα, τις ομάδες και τους κρατικούς μηχανισμούς προς τα αναδυόμενα αξιακά και σημασιακά συστήματα, παρέμεινε αδρανής, εγκλωβισμένη στις δικές της φοβίες και απαρχαιωμένες ταξικές αντιλήψεις για τις Ολότητες ως πρότυπα για την κοινωνία.

Στο Μπουγιούκ Χάν κάθε Σάββατο συναντώνται άνθρωποι που προσδιορίζονται και αποδίδουν στον εαυτό τους μια νέα ταυτότητα. Σε ερώτηση «τι είστε» η απάντηση που θα λάβει ο ερωτών είναι: «Είμαστε Κύπριοι, που μιλούμε ελληνικά» λέει ο Αντρέας Π. και ο Hasip E. υπογραμμίζει με έμφαση το «Κύπριοι» : «Είμαστε Κύπριοι που μιλάμε τουρκικά». Σ’ αυτές τις δηλώσεις διακρίνουμε δυο στοιχεία: πρώτα απαντάται το ερώτημα «τι είμαστε»: «Κύπριοι» και δεύτερο, η πολιτιστική τους ατομικότητα που προσδιορίζεται από τη γλώσσα, «ελληνικά, τουρκικά». Η γλώσσα δημιουργεί πολιτισμό και τον εκφράζει, προσδιορίζει τις αξίες που δημιουργεί η ανθρώπινη επινοητικότητα και εργατική δραστηριότητα. Η γλώσσα είναι πρωθύστερη του έθνους, το έθνος δεν έχει γλώσσα αλλά κρατικά σύνορα. Σ’ αυτή την περίπτωση έχουμε δυο ταυτότητες που δεν βρίσκονται σε αντίφαση. Η δεύτερη διαχωρίζει η πρώτη ομαδοποιεί, δημιουργεί το Όλον.

Στην απάντηση του Αντρέα και του Hasip δεν είναι αποτέλεσμα ενός ανεξέλεγκτου ατομικού συνειρμού ή συμπεριφοράς, αλλά διήλθε μέσα από μια σειρά γεγονότων, προβληματισμών και στην εκλογίκευση μια αντίθεσης που βιώθηκε μέσα από καταστροφές, διαμοιρασμό της χώρας με την έννοια της πατρίδας και τις χιλιάδες νεκρούς στο όνομα της εθνικής περηφάνιας και κυριαρχίας. Η ελευθερία του ατόμου που λαμβάνει νέες διαστάσεις στη σύγχρονη κοινωνία της παγκοσμιοποίησης των ιδεών και της ελευθερίας δράσης και σκέψης, υλοποιείται μέσα από το δικαίωμα  αυτοδιαφοροποίησής του με αφετηρία την αυτονομία του σε σχέση με αξίες που καθορίζουν τις σχέσεις του με άλλους.

Οι Κύπριοι υπόφεραν πολύ τα τελευταία 60 χρόνια από ρητορικές κατασκευές και επινοήσεις των Κυπρίων πολιτικών που μιλούσαν ελληνικά και τουρκικά. Ρητορικές κατασκευές που εκστομίζονται και καλλιεργούνται στην κυπριακή κοινωνία από το κράτος μέσον της παιδείας, από την εκκλησία προς τους πιστούς και από τα πολιτικά κόμματα προς τα μέλη τους. Όμως μέσα από αυτές τις εμπειρίες υπάρχουν άνθρωποι που υπερέβησαν τη φαντασιακή ταυτότητα που τους καλλιεργούσαν για ένα αιώνα και σήμερα βρίσκονται στην πρωτοπορία ιδεολογικοποίησης των νεωτερικών ιδεών που ενσυνείδητα διατυπώνονται στη φράση: «Είμαι Κύπριος που μιλά ελληνικά ή Κύπριος που μιλά τουρκικά».

Επανέρχομαι στο θέμα που ξεκίνησα: Την 1η Οκτωβρίου θα τη γιορτάσουν αυτοί που  αποδέχονται την ταυτότητα: «Εμείς είμαστε Έλληνες, Κύπριοι όμως στην καταγωγή». (Θυμάμαι ότι ο Μακάριος χαρακτήριζε την Κύπρο «ιδιαίτερη πατρίδα» σε σχέση με την Ελλάδα που ήταν η Πατρίδα). Γι’ αυτό και οι ελληνικές σημαίες θα κυματίζουν και ο ελληνικός εθνικός ύμνος θα ακουστεί. Ο κομουνιστής ηγέτης θα χαιρετά την ελληνική σημαία, θα σταθεί σε στάση προσοχής όταν θα παίζεται ο εθνικός ύμνος και θα δέχεται το χαιρετισμό της «Εθνικής Φρουράς. Η Κυπριακή Δημοκρατία είχε δικό της ύμνο, αλλά ο Μακάριος και οι διάδοχοί του τον έβαλαν στο ψυγείο. Ο εθνικός ύμνος των «Ελλήνων Κυπρίων» είναι ο εθνικός ύμνος της Ελλάδας. Ενός άλλου κράτους.

Οι «Κύπριοι που μιλούν τουρκικά» θα είναι απόντες στην στρατιωτική παρέλαση της 1ης Οκτωβρίου γιατί το θέμα δεν τους αφορά, αφού βίωσαν ως παιδιά την κατασταλτική δύναμη της ούτω καλούμενης «Εθνικής Φρουράς». Οι γιορτασμοί για την 1η Οκτωβρίου αποτελούν εσωτερική υπόθεση της Ελληνικής κοινότητας και του Ελληνικού κυπριακού κράτους του Νότου. Το κυπριακό ως πρόβλημα θα συνεχίσει να υπάρχει μέχρι η κοινωνία αποδεχτεί τις νεωτεριστικές ιδέες και τις καταστήσει στο μέλλον γοητευτικές και πειστικές. Προς το παρόν η κοινωνία μας είναι τυλιγμένη στο μαύρο σύννεφο του εθνικισμού.

30/9/2012

Εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ