Ιστότοπος Κιατίπη

Kiatipis Website

Συγγραφείς /Αρθρογράφοι

Dr. Kyriacos Djambazis

Γράφει ο Δρ Κυριάκος Τζιαμπάζης

Νομικός, Μελετητής Κυπριακού Προβλήματος και όχι μόνο

4.3.2012 - Ταλάτ Τζιαφέρ: ο ποιητάρης από τον Άγ. Συμεών (Avtepe)

 

 

Με τον Χασάν  το γιο του ποιητάρη Ταλάτ Τζιαφέρ γνωρίστηκα το 2003 σε μια δικοινοτική εκδήλωση που έγινε μερικές βδομάδες μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων. Ο Χασάν ήταν μεταφραστής από την ελληνική  στην τουρκική γλώσσα. Σε κάποια στιγμή ο μεταφραστής άλλαξε και ο Χασάν τυχαία ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Πιάσαμε κουβέντα και μου είπε ότι είναι συνταξιούχος δάσκαλος, αλλά εδώ και αρκετό καιρό διδάσκει ελληνικά σε τουρκοκύπριους. Μου είπε ότι είναι από τον Άγ. Συμεών, ότι παντρεύτηκε τον Ιούλιο του 1970 στην Αγυιά. Το χωριό αυτό είναι δίπλα από το δικό μου, (την Αφάνεια) μας χωρίζουν γύρω στα δυο χιλιόμετρα. Παντρευτήκαμε την ίδια μέρα. Η κουβέντα το έφερε γύρω από τις οικογένειές μας, τα παιδιά μας και αυτό μας έδεσε περισσότερο. Γνώριζε επίσης πολλούς τ/κ χωριανούς μου.

Δώσαμε ραντεβού για μια νέα συνάντηση στο σπίτι του για καφέ. Γνώρισα την οικογένειά του, αλλά και τα παιδιά του: δυο γιούς και μια κόρη. Στην κουβέντα, μου είπε πως  στο πατρικό του σπίτι η γλώσσα που μιλούσαν μεταξύ τους οι γονιοί του ήταν η ελληνική. Όλα τα αδέρφια του μιλούν ελληνικά. Μου είπε επίσης ότι έχει συγγενείς ελληνοκύπριους, επειδή ένας από τα αδέλφια του πατέρα του παντρεύτηκε τη Στέλλα από την Αγλαντζιά το 1937. Μετά το 1960 ο θείος  του που λεγόταν Niyazi Dağli (Νιαζί Ταγλί) απειλήθηκε από την ΤΜΤ ( ήταν στέλεχος της ΠΕΟ) και μετανάστευσε με την οικογένειά του στην Αγγλία, λίγο πριν τα γεγονότα του 1963.

Με τον Hasan Yalkut (Χασάν Γιαλκούτ, με αυτό το επίθετο είναι γνωστός) δεθήκαμε οικογενειακώς. Και στις συναντήσεις μας μου μίλησε πολλές φορές για τον πατέρα του που ήταν ποιητάρης. Σε κάποιες οικογενειακές συνάξεις, όπως τα Χριστούγεννα και τη Λαμπρή, ο Χασάν τσιάττιζε με την πεθερά μου. Οικογενειακή παράδοση, έλεγε. Ο πατέρας του στα πανηγύρια των χωριών της περιοχής, αλλά και στο Βαρώσι έπαιρνε μέρος σε διαγωνισμούς τσιαττισμάτων. Διαγωνιζόταν με ελληνοκύπριους και πολλές φορές βγήκε νικητής. Μου απάγγειλε μάλιστα και κάποια ποιήματα που του τα έμαθε ο πατέρας του. Από τότε σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να γράψω ένα άρθρο γι’ αυτό τον Κύπριο που εξέφραζε του κυπριακό λαϊκό πολιτισμό. Είναι  κοινά χαρακτηριστικά και ιδιώματα που δένουν τ/κ και ε/κ, που η κοινή ειρηνική συμβίωση αιώνων δημιούργησε και εθνικιστικές συγκρουσιακές καταστάσεις που δημιουργήθηκαν μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο διέλυσαν. Του είπα να προσπαθήσει να βρει κάποια ποιήματα-τετράστιχα για να μπορέσω να αναφερθώ σ’ αυτόν και το έργο του. Μου το υποσχέθηκε. Από τότε πέρασαν μερικά χρόνια… κατά καιρούς μου απάγγειλε όμως κάποια ποιήματα του πατέρα του.

Όπως θυμάται ο Χασάν ο πατέρας του ήταν σε πανήγυρη του Λεοναρίσσου και αυτό συνέβηκε πριν το 1955 και τσιάττιζε με ένα ε/κ. Αφού είπαν αρκετά τετράστιχα, ο ελληνοκύπριος για να τελειώσει νικητής, του είπε το πιο κάτω τετράστιχο:

Εννά αγαπήσω μιαν τουρκού

τζιαι πίστην εννά αλλάξω

εννά γινώ σουννέττι

να κάμνω κούπες να πουλώ

γιρρρμί παρά να τις πουλώ

ν’ αλλάξω το κισμέττι.

Ο Ταλάτ που συνοδευόταν από τους ε/κ φίλους του γύρισε και τους είπε ότι δεν ήθελε να του απαντήσει, μήπως και τους προσβάλει, αυτούς και όχι εκείνον. Όμως αυτοί τον ενθάρρυναν να απαντήσει, ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα  ότι και να πει, αυτοί θέλουν να είναι ο νικητής, οπότε ο Ταλάτ απάγγειλε σε απάντηση το πιο κάτω τετράστιχο:

Εννά αγαπήσω χριστιανή,

χέμα που το χωρκό σου,

να πάρω την αρφούλλα σου,

τζιαί εννα γινώ γαμπρός σου.

Ο ελληνοκύπριος έσκυψε και αποσύρθηκε από το διαγωνισμό.

Ο Χασάν θυμάται ακόμα μια περίπτωση. Ήταν μπαϋράμι και συνήθιζαν στο χωριό μου –μου λέει ο Χασάν- να μαζεύονται οι χωριανοί στο καφενείο και να διασκεδάζουν. Αυτό το γεγονός που θα αναφέρω, έγινε το 1962. Ήμουν περίπου δεκαπέντε χρονών και καθόμουν στον καφενέ μαζί με τον πατέρα μου. Ένας άλλος χωριανός μας, ο Χασάν Σιέχης, σηκώθηκε και προκαλώντας τον πατέρα μου σε διαγωνισμό είπε ένα τετράστιχο στα ελληνικά, στο οποίο ανάφερε, ότι έχει γεράσει και αφήνει το γιο του το Σαλίχ, οποίος ήταν περίπου δεκαεφτά χρονών να τσιαττίζει μαζί με τον Ταλάτ. Ο Ταλάτ σηκώθηκε και του απάντησε:

Ο γιος σου ενν μωρό ‘κόμα

μες την βρακούν του σhιέζει

χαρκέσαι ενν μάππαν τζιαι λιγκρίν

για ππιριλλίν να παίζει;

Πριν λίγες μέρες με πήρε τηλέφωνο. «Θέλω να σε δω, μου λέει, βρήκα μερικά από τα ποιήματα του πατέρα μου» και σε ελάχιστο χρόνο συναντηθήκαμε στο σπίτι μου. Είχε μαζί του μερικές κόλλες, κιτρινισμένες από το χρόνο. Τα ποιήματα ήταν γραμμένα σε τουρκικό αλφάβητο, επειδή  στον Ταλάτ ήταν πιο εύκολο να καταγράφει την έμπνευση του, παρόλο που γνώριζε να γράφει και ελληνικά. Η διαδικασία όμως γραφής στα ελληνικά έπαιρνε χρόνο και φοβόταν μήπως χάσει τη ροή της σκέψης του.

Ποιος είναι ο Ταλάτ.

Ο Ταλάτ γεννήθηκε τον Απρίλη του 1919 στον Άγ. Συμεών. Ο πατέρας του  Τζιαφέρ Τζιαφέρ καταγόταν Από τον Άγ. Συμεών και η μητέρα του Μεριέμ από την Λυθράγκωμη. Ο πατέρας του ήταν πολύ δυνατός άνθρωπος και πολλές φορές πάλεψε με επαγγελματίες παλαιστές και βγήκε νικητής. Ο Ταλάτ φοίτησε τρία χρόνια σε δημοτικό και το σταμάτησε για να βοηθά την οικογένεια του στις αγροτικές εργασίες. Παντρεύτηκε το 1938 με την Şerifehεριφέ) και έκαναν εφτά παιδιά, τρεις κόρες και τέσσερα αγόρια. Το χάρισμα να τσιαττίζει το κληρονόμησε από την οικογένεια του πατέρα του, αλλά όχι από τον ίδιο. Στην τέχνη αυτή τον μύησε ο θείος του Πολάτ Αλή που κι’ αυτός τσιάττιζε στα πανηγύρια. Υπήρχαν βέβαια και άλλοι χωριανοί του που κατείχαν την τέχνη των τσιαττιστών. Όμως και η γυναίκα του Ταλάτ, παρ’ όλο που δεν πήγε σχολείο, ήξερε να απαγγέλλει ποιήματα τα οποία τα ‘μαθε από την μητέρα της. Το πιο κάτω τετράστιχο, το απάγγειλε στο γιο της Χασάν, όταν το 1967 με τα γεγονότα της Κοφίνου, φοιτητής τότε στο διδασκαλικό Κολλέγιο στη Λευκωσία, άργησε μερικούς μήνες να πάει στο χωριό. Όταν τον είδε τον αγκάλιασε και του είπε το πιο κάτω τετράστιχο στα ελληνικά, που ο Χασάν θυμάται μέχρι σήμερα:

 

Που ήσουν άστρον πού ‘φετζιες

χαράματα τζιαι νύχτες

τζι’ άφισες κόσμον σκοτεινά

τζι’ έσhισες νέφη τζι’ ήρτες.

Ο Ταλάτ το 1947 πούλησε το κοπάδι του και αγόρασε λεωφορείο παρόλο που δεν γνώρισε να οδηγεί. Έμαθε μόνος να οδηγεί το λεωφορείο, ενώ τα πρώτα χρόνια το οδηγούσε ο ελληνοκύπριος Χαϊλής από τον Άγ. Ανδρόνικο. Μετέφερε επιβάτες από το χωριό του και από τα γύρω χωριά στην Αμμόχωστο μέχρι το 1953-4 οπότε σταμάτησε τις διαδρομές και εργοτοδοτήθηκε σε ελληνοκυπριακές εταιρείες μεταφορών μέχρι το 1958 που άρχισαν οι δικοινοτικές συγκρούσεις. Ο ελληνοκύπριος υπάλληλος του παρέμεινε στη δούλεψη του, ο Ταλάτ δεν ήθελε να τον αφήσει όσο είχε το λεωφορείο και άλλες αγροτικές εργασίες του. Δυστυχώς ο Χαϊλής αυτοκτόνησε επειδή οι δικοί του δεν ήθελαν να παντρευτεί με μια κοπέλλα που αγάπησε. Αυτοκτόνησε σε μια σπηλιά η οποία πήρε και το όνομά του και έτσι ονομάζεται «η σπιλιά του Χαϊλιού», μέχρι σήμερα. Ο Ταλάτ ποτέ του δεν δημιούργησε προβλήματα είτε σε ελληνοκύπριους είτε σε τουρκοκύπριους. Ήταν ένα τίμιος και δουλευτής άνθρωπος.

Στα ποιήματα του Ταλάτ που γράφουμε πιο κάτω, είναι ένα μέρος από τα κείμενα που έφερε μαζί του ο Χασάν, προσπαθεί να συμβουλεύσει τις κοπέλλες να μην είναι περήφανες και να αναζητούν πλούσιους και σπουδαίους γαμπρούς. Γι’ αυτές έγραψε τα πιο κάτω τετράστιχα:

Έσhει κάτι περήφανες

νομίζουν πως εν κάτι

χέλουν γιατρόν ή δάσκαλον

τζιαί πέρνουσιν αρκάτην.

……………………………………………..

Έσhει κάτι περήφανες

φκάλλουσιν νέον χούι

χαρκούνται τζιαι πως ο Θεός

πως είναι το Μουσκούιν

(ο Χασάν Μούσκος ήταν ο ποιο φτωχός του χωριού του)

.......................................................

Είπον μιας την αγαπώ

τζιείπεν μου είσαι πέττης*

πον νναγεράσει εννα μου πει

έτσι με δίχως αντροπή

εσού ‘σαι το κκισμέττιν

(πέττης = άνοστος)

...........................................

(κοπέλλα)

Πονν ννα γεράσει εννα μου πει

θυμάσουν που μ’ αγάπας;

(απάντηση)

Τα σπίτια μου έτα ποτζιεί

έτιν ποδά τη στράτα.

.............................................

Έσhει κάτι περήφανες

πάσει με μιάλην έννοιαν

που δικηόρον για γιατρόν

τζιαι καρτερούν προξένια.

............................................

Έντες κανεί το κούρρωμαν

πολλά λόγια πετάσσουν

αμμά μείνουν τζιαίν γυρευτούν

ασέν βοσκόν αρπάσσουν.

...........................................

Ως τζιο βοσκός εψίλωσεν

εγίνην δικηόρος

καρσhίν του ποιός μπορεί να πα

ως τζιη αίγια εν ημπόρει.

..............................................

Εσάς κοπέλλες τα λαλώ

κούσετε τζιαί σκεφτείτε

όποιος σας πει πως σ’ αγαπά

να μεν του πωχαρείτε.

...................................................

Μα ο τζιαιρός εάλλαξε

τα σίερα πετούσιν

ως το φεγγάριν φκαίννουσιν

εσάς εν σας ρωτούσιν.

................................................

Κοπέλλες είπου σας πολλά

αθθέλετε κροστείτε

ό,τι που ννα το πέθετε

τότε νν’ αττυμηθείτε.

....................................

Οι αρκατούες του χωρκού

με τσγγαροποΐναν

θέλαν γιατρόν ή δάσκαλον

σαν είναι πιον εμείναν.

....................................

Τωρά τζιαι που γεράσασιν

γυρεύκουσιν αρκάτες

ασσέν τζιαι ποσαρώματα

ποσκούπια που τες στράτες.

  

Ο θάνατος του

Στον πόλεμο του 1974 οι ελληνοκύπριοι επιτέθηκαν για να καταλάβουν το χωριό του. Ο Ταλάτ και μια ομάδα νέων αντιστέκονταν. Όταν διαπίστωσε ότι ήταν αδύνατο να κρατηθούν, έδιωξε τους νέους και έμεινε μόνος να συνεχίσει την αντίσταση. Ενώ το χωριό είχε υψώσει άσπρη σημαία ο Ταλάτ συνέχισε να αντιστέκεται επειδή από το φυλάκιο που ήταν δεν μπορούσε να βλέπει τι γινόταν στο χωριό. Όπως μας είπε ε/κ στρατιώτης που έλαβε μέρος στη μάχη ο Ταλάτ ήταν ο μόνος νεκρός που βρέθηκε στο φυλάκιο. ήταν 54 χρονών.

Εφημερίδα ΑΛΗΘΕΙΑ 4/3/2012