Ιστότοπος Κιατίπη

Kiatipis Website

Συγγραφείς /Αρθρογράφοι

Dr. Kyriacos Djambazis

Γράφει ο Δρ Κυριάκος Τζιαμπάζης

Νομικός, Μελετητής Κυπριακού Προβλήματος και όχι μόνο

15.12.2011 - Η ιέρεια ή άλλως η Κύπριδα Τζεμαλιέ.

Σημ.:

(α) Αυτό το κείμενο γράφτηκε με την ευκαιρία της επετείου των γεγονότων του 1963.

(β) Η Τζεμαλιέ μαζί με τον Ζεκκί Χαλίλ ήταν οι πρώτοι νεκροί που αναίτια δολοφονήθηκαν από ελληνοκύπριους αστυνομικούς το Δεκέμβρη του 1963. Έτσι ξεκίνησαν τα γεγονότα και η διχοτόμηση της χώρας μας.

 

    Χρόνια τώρα το τζαμί που βρίσκεται στην πάροδο της οδού Ερμού, δίπλα στο Δημοτικό Σχολείο του Αγίου Κασσιανού, έχει να λειτουργηθεί από Χότζα. Σήμερα ύστερα από διευθετήσεις που έγιναν ανάμεσα στις δυο πλευρές διευθετήθηκε να το επισκεφθεί ο Χότζας που το υπηρετούσε σ’ αυτό πριν από τα γεγονότα του 1963. Ο  Αχμέτ Χότζας κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο των Ηνωμένων Εθνών έριξε μια ματιά γύρω του. Δε  γνώρισε τη γειτονιά που έχει αλλάξει πάρα πολύ. Νέα σπίτια κτίστηκαν, αναπαλαιώθηκε το τζαμί, στα δρομάκια τοποθετήθηκαν χαλίκια, μια νέα γενιά ανθρώπων εγκαταστάθηκε στα αναπαλαιωμένα σπίτια σ’ αυτή την περιοχή του Τακτακαλά. Ο χότζας κοιτώντας στα εργαστήρια της οδού Αμμοχώστου και Ερμού προσπαθούσε να δει πρόσωπα γνωστά, προσπαθούσε να δει τους ανθρώπους που άφησε τότε φεύγοντας αναγκαστικά από τη γειτονιά του. Δεν βρήκε τους ελληνοκύπριους φίλους του που είχε τότε, όχι γιατί ήταν εκεί και δεν τους αναγνώρισε ή εκείνοι δεν τον γνώρισαν ή ξέχασαν το πρόσωπο του, αλλά γιατί ένας - ένας εγκαταλείπουν αυτό τον κόσμο και οι υπόλοιποι που είναι ανάμεσα στους ζωντανούς γέροι πια, έπαψαν να εργάζονται, έχουν φύγει από τη γειτονιά.

 

    Ο Χότζας χαιρέτησε τους νέους ένοικους των καταστημάτων της περιοχής και αυτοί του απάντησαν τυπικά, μ’ ένα παγερό και ανέκφραστο «γεια». Ένας γεροντάκος τους χαιρετούσε, τον ανταπέδωσαν τυπικά το χαιρετισμό, τους ήταν άγνωστος, γι’ αυτό και δεν τον κάλεσαν για καφέ. Οι φίλοι δεν υπάρχουν πια. Η φύση προνόησε για την ανανέωση της μονολόγησε. Η κοινωνία είναι μέρος της φύσης, έχει την άνοιξη της, τα καλοκαίρια της, το φθινόπωρο και το χειμώνα. Εμείς εδώ – σκέφτηκε ο Αχμέτ χότζα - δε ζούμε την άνοιξη, δεν τη ζήσαμε ίσως ποτέ και δε χαρήκαμε τις ευωδιές της. Δε χαρήκαμε ούτε εμείς ούτε και τα παιδιά μας τις μυρωδιές του Πενταδακτύλου και δε ζήσαμε με την καρδιά μας το πανηγύρι της άνθισης των λουλουδιών του Τροόδους. Εδώ και μισό αιώνα ζούμε στην καταχνιά και την παγωνιά, τον κρύο φόβο του θανάτου. «Έθαψα πολλά παλληκάρια –μονολόγησε- σ’ αυτά τα χρόνια». Τα καλοκαίρια δεν είναι τα ίδια όπως και πριν. Οι άνθρωποι δεν χαίρονται τη γειτονιά τους γιατί δεν κάθονται τα βράδια στα πεζούλια, δεν πίνουν το ρακί τους καθισμένοι έξω από το σπίτι τους και να φιλεύουν όποιον περάσει από το δρόμο τους. Ας είναι καλά οι άνθρωποι, κι’ ας μη με φωνάξουν για καφέ όπως παλιά. Μπορεί να μην γνωρίζουν,  σκέφτηκε, ότι αυτός ο γέρος είναι ο χότζας της γειτονιά τους.

 

    Τοποθετώντας το κλειδί στην κλειδαριά ύστερα από σχεδόν μισό αιώνα, ο Αχμέτ Χότζας δεν ήταν βέβαιος αν θα μπορούσε να ανοίξει το τζαμί. Αυτό ξέχασε – αχ πόσο εύκολα ξεχνάει τώρα τελευταία που τα χρόνια βαραίνουν περισσότερο την πλάτη του - να το διευκρινίσει στις διαπραγματεύσεις που γίνονταν, όταν ζήτησε να έλθει να λειτουργήσει το τζαμί του, αλλά «χωρίς μεγάφωνα» του ‘παν. Το κλειδί που κρατούσε ήταν από τότε και το είχε μαζί του, αυτό δεν το ξέχασε, το ‘χε εδώ και μέρες δεμένο γύρο από τη μέση του και χωμένο στη βράκα του, βέβαιος πως κάποτε θα ξαναγύριζε σ’ αυτήν και ήθελε να το έχει πάντοτε μαζί του. Πόσοι άνθρωποι από τη μια αλλά και από την άλλη πλευρά των χαλασμάτων φυλάσσουν με ευλάβεια το κλειδί του σπιτιού τους, αναμένοντας πως κάποτε θα μπορέσουν να το γυρίσουν στην κλειδωνιά και θα ανοίξουν ξανά το σπίτι στο οποίο έφτιαξαν οικογένεια, είδαν για πρώτη φορά στην αυλή του να περπατούν τα παιδιά τους. Πως κατάντησε έτσι... Έφυγε νέος από τη γειτονιά και τώρα επιστρέφει γέροντας, στηριγμένος σε μπαστούνι και με βοήθεια ανεβαίνει τα τρία σκαλιά του τζαμιού που κάποτε υπηρετούσε....

 

    Η πόρτα στο τζαμί φαινόταν να είναι η ίδια, αλλά συντηρημένη. Γυρίζοντας το κλειδί, άνοιξε, η κλειδαριά είναι η ίδια όπως και τότε. Πόσο χάρηκε. Σαν να ‘ταν χθες κι’ ας έχει περάσει περίπου μισός αιώνας από τότε που διάβασε για τελευταία φορά στίχους από το Κοράνι. Σα να βγήκε από το απέναντι σπίτι που έμενε κι’ έμπαινε απευθείας στο τζαμί. Το χέρι του έτρεμε, να σπρώξει την πόρτα ή όχι; Να περιμένει τον Μουσταφά Χότζα να μπει πρώτος όπως και τότε;

 

    Ο Αχμέτ Χότζας αισθάνθηκε πως κάποιος στεκόταν πίσω του. Δεν είναι δυνατόν. Να ‘ναι ο Μουσταφά χότζα, όπως και στο παρελθόν; Γύρισε κοίταξε αλλά δεν είδε κανένα. Ήταν όμως βέβαιος πως κάποιος βρισκόταν πίσω του, μάλιστα είχε αισθανθεί να αγγίζει τα ρούχα του. Ένοιωθε και μια ζεστασιά σώματος που του μύριζε ευχάριστα.

 

- Λες να είναι το αερικό του Μουσταφά Χότζα που σκοτώθηκε το 1570 σ’ αυτή την περιοχή, όταν ο Λαλά Μουσταφάς κυρίεψε τη Λευκωσία; Ο τάφος του όμως δεν υπάρχει πια, καταστράφηκε. Ήταν εδώ που τώρα είναι χώρος για να σταθμεύουν τα αυτοκίνητα. Ξέρω ότι δεν με ακολούθησε στην προσφυγιά, γιατί ποτέ δεν τον συνάντησα. Θυμάμαι τότε, μόλις άνοιγα την πόρτα του τζαμιού βιαζόταν να μπει για την προσευχή του. Με έσπρωχνε για να μπει πρώτος και μου το ‘λεγε… Θα έγινε και αυτός πρόσφυγας, θα έφυγε όπως και ‘μεις. Θα τράβηξε για άλλες περιοχές για να μην τον πατούν τα αυτοκίνητα. Σ’ αυτό τον τόπο πρόσφυγες γίνονται όχι μόνο οι ζωντανοί αλλά και οι πεθαμένοι.

 

- Άσε με χότζα μου να μπω πρώτος, δικό μου είναι το τζαμί, για μένα το έκτισαν, για το θάνατο μου.

Έτσι μου ‘λεγε ο  Μουσταφά Χότζα. Ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλο του…

 

    Υποψιάστηκε πως πίσω του δε βρισκόταν ο Μουσταφά Χότζας αλλά τον ακολουθούσε κάποια γυναίκα λουσμένη με έντονα αρώματα. Απορημένος έσπρωξε την πόρτα και μπήκε στο τζαμί. Τότε βεβαιώθηκε πως η γυναίκα μπήκε στο τζαμί, του πήρε το χέρι, το φίλησε και μετά το έβαλε στο μέτωπο της, έκφραση σεβασμού προς τους μεγαλύτερους, όπως συνηθίζεται από τους Οθωμανούς.

 

- Εγώ είμαι χότζαμ, εφέντημ. Σε είδα που ερχόσουν, σε αναγνώρισα παρ’ όλο που πέρασε μισός αιώνας. Σε ανάμενα. Πάντα πίστευα πως μια μέρα θα ερχόσουν. Με γνωρίζεις πολύ καλά, έμενα εδώ στη γειτονιά σου, στο Τακτα-καλέ(α). Είχα δωμάτιο λίγο πιο πάνω στη γωνία, μπροστά από την παλιά ηλεκτρική. Με είδες αρκετές φορές στον αθλητικό σύλλογο Γεσιηλάτα(1) που ήταν εδώ πιο κάτω, στην οδό  Αμμοχώστου, κοντά στο φούρνο. Θυμάσαι; Εκεί μαζεύονταν νέα παιδιά και ‘γω δεν μπορούσα να λείψω από δίπλα τους.

 

- Να ‘σαι καλά. Μα δε σε βλέπω, ποια είσαι και τι ζητάς εδώ.

 

- Είμαι η Σαλιχέ Χασάν, δε με θυμάσαι;

 

- Δε σε θυμάμαι κόρη μου, πρώτη φορά ακούω αυτό το όνομα.   Ούτε σε αναγνωρίζω γιατί δε σε βλέπω. Δεν είμαι τυφλός ακόμα. Έχω τα χρόνια μου αλλά δεν καταλαβαίνω με ποια μιλώ. Μήπως μωράθηκα και δεν το ξέρω;

 

- Όχι Χότζα μου, ούτε τρελάθηκες, ούτε τυφλός είσαι. Κάποτε πριν χρόνια σ’ αυτό το τζαμί ερχόμουν κάθε Κυριακή. Αν και νέα, είκοσι πέντε χρονών, ήμουν πολύ αμαρτωλή κι’ ερχόμουν να προσευχηθώ στον Αλλάχ, να με λυπηθεί και να με συγχωρέσει. Δεν με γνώριζες σαν Σαλιχέ, ο κόσμος με φώναζε αλλιώς. Ήμουν του κερχανέ (2). Δεν ντρέπομαι να πω, ότι είμαι η πουτάνα η Τζεμαλιέ. Όλοι με αυτό το όνομα με γνώριζαν και έτσι με φώναζαν.

 

- Τι μου λες τώρα; Μα αν θυμάμαι καλά, σε θάψαμε. Δεν σκοτώθηκες μαζί με τον Ζεκκί Χαλίλ; Ήσασταν οι πρώτοι νεκροί του μεγάλου μακελειού που ξεκίνησε το Δεκέμβρη του 1963. Έλα να σε αγγίξω να δω ότι υπάρχεις, διαφορετικά νομίζω πως με κυρίευσε η συγκίνηση, δίνοντας ανάποδη στροφή στη μνήμη μου, τη σπρώχνει προς τα πίσω και άρχισα να μιλώ μόνος μου.

 

- Αχμέτ Χότζα, εφέντημ, δε μιλάς μόνος, αλλά δεν μπορείς και να με αγγίξεις, ούτε να με δεις. Έχω γίνει αερικό και γυρνώ στα χαλάσματα της οδού Ερμού. Ήλθα σε σένα γιατί πιστεύω, ότι μπορείς να με βοηθήσεις να απελευθερωθώ.

 

- Από τι να απελευθερωθείς Ζαλιχέ;

 

- Θα σου τα διηγηθώ με κάθε λεπτομέρεια Χότζα μου. Πρώτα όμως πρέπει να σου πω, ότι δεν κατάλαβα γιατί με σκότωσε εκείνος ο γαλονάς ο αστυνόμος, που ‘γινε ύστερα μεγάλος και τρανός, αλλά πολύ περισσότερο δεν κατάλαβα γιατί με ταυτίζουν με τη διχοτόμηση. Αυτή τη λέξη την έμαθα με το θάνατό μου. Εγώ μεγάλωσα σ’ αυτή τη γης, έδωσα πολλή αγάπη και πούλησα έρωτα σε εκατοντάδες άντρες. Ποτές μου δεν αρνήθηκα σε Ρωμιό, Τούρκο ή Μαρωνίτη να κοιμηθώ μαζί του, δεν επέλεγα τους πελάτες μου με βάση την εθνικότητα τους. Ο έρωτας δεν έχει εθνικότητα και ‘γω τρελαινόμουν με τους μάγκες που έρχονταν κοντά μου για να τους διδάξω την αγάπη, όπως κι’ αυτοί με μένα. Με ταύτισαν όμως, με το μοίρασμα της χώρας μου και αυτό δεν έχει καμιά σχέση με μαγκιά. Γι’ αυτό δεν μπορώ να φύγω από αυτή τη γης αν δεν αποκατασταθεί το όνομα μου. Εγώ όταν γεννήθηκα  γνώριζα ότι το νησί ανήκε σε όλους. Μπορούσες να πας όπου ήθελες και να ζήσεις όπου ήθελες. Δεν θέλω να μείνει γραμμένο στην ιστορία, ότι η Τζεμαλιγέ, η πιο όμορφη πουτάνα της   Λευκωσίας, που Τούρκοι και Ρωμιοί την ήθελαν για γκόμενα τους, που στέκονταν ουρές για να γευτούν τον έρωτα της, με το θάνατο της μοίρασε στα δυο την πατρίδα της. Άδικα με σκότωσαν. Για ένα καφκά(3). Και για να πω την αλήθεια με δολοφόνησαν. Και με δολοφονούν δυο φορές όταν λένε ότι φταίω για το μοίρασμα της πατρίδας μου στα δυο. Κάποιοι μιλούν για διχοτόμηση και δεν μπορώ να καταλάβω που βρέθηκε αυτή η λέξη να σημαίνει δκιαλέεις(4) τους ανθρώπους και άλλους να πετά στο νότο και άλλους στο βορρά.  Εμένα τέτοια προβλήματα δεν με απασχολούσαν. Εγώ για όπλο μου είχα την ομορφιά μου, το κορμί μου, έρχονταν όλοι κοντά μου και τους παρηγορούσα, τους χάριζα την ηδονή για να ηρεμούν και να καταλαγιάζουν τα πάθη τους. Ελευθέρωσε με λοιπόν, μόνο αγάπη άφησα στη γη, δεν θέλω να πάω στην κόλαση για το κακό που μου μαρτυρούν. Μ’ αρέσει η ιδέα να είμαι άγγελος, αν και αυτό είναι ρωμαίϊκο τερτίπι. Ποτέ Χότζα μου δεν έκανα κακό σε κανένα, μόνο αγάπη και έρωτα έδινα στους ανθρώπους. Ελευθέρωσε με... σε ικετεύω...

 

- Μα πως θα σε απελευθερώσω; Τι πρέπει εγώ να κάνω; Δεν είμαι ο Αλλάχ, ένας απλώς δούλος του είμαι, ο Θεός είναι μεγάλος, θα σε βοηθήσει.

 

- Ούτε ο Αλλάχ ο δικός μας ούτε ο Θεός των Ρωμιών μπορεί να κάνει το παραμικρό Χότζα μου. Δεν γνωρίζω αν Αλλάχ και Θεός είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Πάντως αποτάθηκα σ’ αυτούς και στις δυο γλώσσες. Τους μίλησα και ελληνικά και τούρκικα, δεν ξέρω ποια γλώσσα μιλούν, αλλά ούτε ο ένας μου απάντησε ούτε ο άλλος. Όλοι τους έχουν συνωμοτήσει εναντίον μου, μου φόρτωσαν  τις δικές τους ευθύνες και τώρα με άφησαν ελεύθερη να τριγυρνώ σ’ αυτά τα χαλάσματα. Είναι πολύ εύκολο να φορτώνεις σε άλλους τις ευθύνες και συ σαν Πόντιος Πιλάτος να πλένεις τα χέρια σου και να ρωτάς: τι είναι αλήθεια; (5) Ντρέπομαι να το πω, αλλά χθες γύριζα και έκλαια για την κατάντια των αντρών σ’ αυτό τον τόπο που δεν μπορούν να αφήσουν τον έρωτα να κυριαρχήσει στη ζωή τους. Τους βαραίνει το μίσος και με τις πράξεις σκοτώνουν τα φτερά των παιδιών μας. Έχω και ‘γώ μια κορούλα που υποφέρει και μαζί της και η εγγονή μου. Δυστυχώς ούτε οι μητέρες των παιδιών που άδικα χάνονται, δεν ενώνονται και δεν απαιτούν να σταματήσει αυτή η σφαγή που συνεχίζει δεκάδες χρόνια. Σκέφτομαι τη Λυσιστράτη που ‘γραψε γι’ αυτήν ο Αριστοφάνης και τις Αθηναίες πως αντέδρασαν στον  πόλεμο  με τη Σπάρτη και συγκρίνω τη στάση τους με την απάθεια των γυναικών της Κύπρου. Θυμάμαι τότε το ’63 που οι μητέρες και οι αδελφές, Τουρκάλες και Ρωμιές, αντί να βγουν στους δρόμους και να απαιτήσουν από τους άντρες να σταματήσουν το μακελειό, αμπαρώνονταν στα σπίτια τους και έμπλεκαν τη «φανέλα του φαντάρου». Τις νύκτες, χωρίς ντροπή, δέχονταν τους άντρες τους να οργιάζουν πάνω στο σώμα τους για να αυξήσουν τον αρσενικό πληθυσμό και να τον θυσιάσουν στον πόλεμο. Και ύστερα αποκαλούν εμένα ιέρεια… Βλέπω Χότζα μου, να ‘ρχονται άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο, να στέκουν και να χάσκουν τα χαλάσματα και να μας περιπαίζουν με τα καμώματα των δικών μας.  Δεν αντέχω άλλο αυτή την κατάσταση και για όλα αυτά να φταίω εγώ, να με αποκαλούν οι μεν «στασιαστή» και ότι δίκαια με ξαπόστειλαν, οι δε, «μάρτυρα». Φαίνεται, ότι σ’ αυτή τη ζωή και οι πόρνες μπορούν να γίνουν και στασιαστές αλλά και μάρτυρες, να γίνουν ηρωίδες αν χρησιμοποιήσω τη ελληνική ορολογία. Εγώ δεν θέλω να είμαι ούτε «στασιαστής» ούτε «μάρτυρας» ούτε ηρωίδα. Μια Κυπρία πουτάνα είμαι. Δεν θέλησα ποτέ να πεθάνω. Αγαπούσα πολύ τη ζωή. Την απολάμβανα. Δεν φώναξα ποτέ ούτε «ένωση» ούτε «ταξίμ»(6). Ένωση μιλούσα μόνο για ένωση σωμάτων. Εγώ  ήμουν μια γνωστή της Αφροδίτης φίλη και ιέρεια. Δεν ντρέπομαι για το επάγγελμα μου, άλλοι πρέπει να ντρέπονται για τις πράξεις τους. Εγώ δεν ζήτησα ούτε μετάλλια ούτε δόξα. Αυτά τα αφήνω σε άλλους. Όλοι κρινόμαστε από τα έργα μας και όχι από τα λόγια που λέμε. Κοίταξε τα αποτελέσματα των έργων τους σε ποια κατάσταση μας έχουν φέρει και θα καταλάβεις χότζ’ εφέντημ. Αυτοί είναι που με τις πράξεις τους χώρισαν στα δυο τη χώρα μας. Αν βάλουμε όλες τις ιερόδουλες μαζί Ελληνοκύπριες και Τουρκοκύπριες είναι δυνατόν πουλώντας αγάπη και έρωτα να μοιράσουν την πατρίδα τους στα δυο; Η αγάπη και ο έρωτας ενώνει ψυχικά αλλά και σωματικά τους ανθρώπους. Όμως αν βάλουμε μαζί τους Τουρκοκύπριους και τους Ελληνοκύπριους πατριώτες μαζί στον ίδιο χώρο, φαντάζεσαι τι θα συμβεί χότζα μου; Να, κοίταξε το θέαμα της οδού Ερμού. Τότε γιατί να κατηγορούν εμένα;

 

- Έχεις δίκιο να είσαι πολύ σκληρή με τους ανθρώπους Ζαλιχέ. Πολύ νέα σου αφαίρεσαν τη ζωή. Πες μου όμως,  εγώ πως μπορώ να σε βοηθήσω; Τι πρέπει να κάμω για να σε απελευθερώσω και η ψυχή σου ν’ ανέβει στους ουρανούς; Εγώ είμαι άνθρωπος του Αλλάχ δεν μπορώ να μαζέψω σ’ ένα χώρο όλες αυτές τις γυναίκες που αναφέρεις, όπως και όλους τους Κύπριους πατριώτες από τη μια και από την άλλη πλευρά των συρματοπλεγμάτων. Δεν είμαι πολιτικός και αυτό είναι δουλειά των πολιτικών. Πες μου λοιπόν πως μπορώ να σου φανώ χρήσιμος...

 

- Θα έτυχε να ακούσεις Αχμέτ εφέντημ, Χότζαμ εφόσον ζούσες και συ στη γειτονιά μας, ότι στο σπίτι όπου εργαζόμουν, στόλιζε μια τεράστια φωτογραφία ολόγυμνης γυναίκας τοποθετημένη σε κοχύλι. Την ονομάζουν Κύπρις ή Θεά Αφροδίτη. Οι Έλληνες τη θεωρούν Θεά της αγάπης και του έρωτα. Είναι η πιο λατρευτή στους αιώνες Κυπρία και κατάγεται από την Πέτρα του Ρωμιού. Αυτή τη Θεά τη συνάντησα εδώ, με πήρε από το χέρι με μια μαγική δύναμη με μετατόπισε μέσα στους αιώνες και μ’ έχωσε βαθιά μέσα στο παρελθόν μέχρι την εξαΰλωση της μορφής μου. Και να ‘μαι σήμερα μαζί σου με όλη τη συσσωρευμένη εμπειρία των ομματιών μου και τη σοφία που ήλθε με το χρόνο να σου διηγούμαι ιστορίες και γεγονότα. Σ’ αυτές τις γειτονιές, για μισό αιώνα μου αφηγείται την ιστορία αυτού του τόπου, αγκαλιά τριγυρνούμε μες τα χαλάσματα και κλαίμε, κλαίμε γι’ αυτό τον τόπο που οι άνθρωποι του τον καταστρέφουν χωρίς λόγο. Αυτή τη Θεά παρακάλεσα να με βοηθήσει να απαλλαγώ από αυτό το βάρος που φέρω από το 1963 που με κρατά δεσμώτη, όπως τον Προμηθέα, λες κι’ έχω «τσιεγκέλια»(7) και μ’ έχουν δεμένη μ’ αυτά σε τούτη τη γης, είναι όπως μια άγκυρα που κρατά το πλοίο, δεν με αφήνει να ανέλθω στους ουρανούς. Καθίσαμε, λοιπόν, με τη Θεά εκεί στο σταυροδρόμι, της οδού Λήδρας με την Ερμού, στου Λοκματζή(8). Οι Ρωμιοί, για πολλά χρόνια είχαν ένα τεράστιο τοίχο, τον είχαν κάνει πασαρέλα για να περνούν οι ξένοι και να γελούν με την κατάντια μας, κι’ αυτοί νόμιζαν πως έκαναν προπαγάνδα για να βρουν το δίκιο τους. Εδώ σ’ αυτά τα χαλάσματα αρχίσαμε να συζητούμε τον τρόπο της απελευθέρωσης μου. Η Θεά μου χάρισε πολλές ώρες, εξάλλου δεν έχουμε και τίποτε άλλο να κάνουμε παρά να γυρνούμε σ’ αυτή την νεκρή περιοχή που είναι γιομάτη με τρωκτικά που γνωρίζουν πολύ καλά τι σημαίνει ροκάνισμα και καταστροφή. Δεν έχω και άλλη επιλογή αφού οι άνθρωποι το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι το χρήμα και η επίδειξη. Πού αλλού να πάω; Αν πάω στο νότο, Χότζα μου, οι Ελληνοκύπριοι θα μου δώσουν μια ταυτότητα. Θα μπορώ μ’ αυτή να πάω στην Ευρώπη, στην Ελλάδα ίσως και στην Τουρκία, θα μπορώ να μπαίνω και να βγαίνω από τα νοσοκομεία χωρίς να πληρώνω δεκάρα, αλλά δεν θα μπορώ να ψηφίζω τους άρχοντες της πατρίδας μου. Τι σόι πολίτης αυτής της χώρας θα είμαι; Να πάω στην άλλη πλευρά και να είμαι περιτριγυρισμένη με σιδερόφρακτες στρατιές και να με πηδούν μόνο οι καράσακκαες(9) αφού οι συμπατριώτες μου έχουν λιγοστέψει; Και πως θα ζήσω σ’ ένα κομμάτι γης ξεχασμένο από τον κόσμο και τη Θεά μου; Η Θεά, μου είπε όλη την ιστορία της χώρας μου, που δε γνώριζα, που δεν μου ‘πανε ποτέ στο σχολείο, που δεν την γράφουν τα βιβλία. Μας έλεγαν, ότι η ιστορία αυτής της γης αρχίζει με τους Οσμανλήδες και φανταζόμουν το Συπρί (10) ολοπράσινο να ζουν μόνο άγρια θηρία. Η Θεά μου είπε πως όλα τούτα ήταν ένα παραμύθι και μου ‘ξιστόρησε την αλήθεια. Ζήσαμε χρόνια και χρόνια μέσα στο ψέμα, μέσα στους μύθους που μάθαιναν τα νιάτα στα σχολεία. Αντί να διδάσκουν πως να αγαπάνε τους ανθρώπους, πως να ερωτεύονται, εκπαίδευαν στα όπλα τους άντρες και τους έλεγαν πως σκοτώνοντας, η πατρίδα θα τους ανταμείψει γιατί υπερασπίζονται την τιμή και την υπόληψη της. Ντύθηκαν οι ρωμιοί στο χακί, ντύθηκαν και οι δικοί μας. Εμείς πιτσιρίκες, πρώτη φορά βλέπαμε δικούς μας ντυμένους στην πράσινη στολή και το όπλο στον ώμο, τρέχαμε ξοπίσω τους να τους ερωτευθούμε και να καμαρώνουμε δίπλα τους. Βέβαια κανείς δε ρώτησε τις μάνες, αν ήθελαν να αναζητούν τα παιδιά τους στα πηγάδια ή σε ομαδικούς τάφους. Εμένα η μάνα μου αγαπούσε όλο τον κόσμο, αγαπούσε όλους τους τόπους. Ποτέ δεν την άκουσα να πει «αυτό ανήκει σε μας» και ότι κανένας άλλος που μιλά άλλη γλώσσα  ή πιστεύει σε ένα άλλο θεό, δεν έχει δικαίωμα να μένει δίπλα μας. Ζούσαμε στο φτωχικό μας στην Πάφο και αυτό ήταν όλη η Κύπρος. Γνώριζα από μικρή όλο το νησί, γνώρισα πολλούς νέους από πολλά χωριά. Πες την αλήθεια, Χότζα μου, όσο σκληρή κι’ αν είναι είτε για τους Ρωμιούς είτε για του Τούρκους. Ίσως κάποτε συνέλθουν από το αφιόνι που τους πότισαν. Είπα στην Αφροδίτη για ταμπέλες και επίθετα και αυτή μου απάντησε:

 

- Ξέρεις πόσους πολιτικούς και αθώους πολίτες εξοστράκισε η πλειοψηφία στην αρχαία Αθήνα, πόσους αντιπάλους τους δολοφόνησαν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες και πόσους φιλόσοφους, ποιητές και πνευματικούς ανθρώπους αποκεφάλισε, έπνιξε στη θάλασσα του Μαρμαρά ή και παλούκωσε ο Σουλτάνος;

 

- Αυτά μου είπε να σου πω για να τα μεταφέρεις στους ανθρώπους.

 

***************************************   

 

Ο γέρο χότζας, Άχμετ εφέντης δεν θυμάται, αν διάβασε τους στίχους από το Κοράνι ή όχι. Τόσο πολύ επηρεάστηκε από αυτή τη συνομιλία, από όλα όσα του διηγήθηκε η Τζεμαλιέ που δεν κατάλαβε πως πέρασε η ώρα. Βίωσε ο ίδιος πολλά από τα λεγόμενα που του είπε το βαμπίρ της νεκρής, αλλά ποτέ δεν τα έβαλε σ’ αυτή τη σειρά. Θυμάται μόνο πόσο έκλαιγε για τους αδικοχαμένους πατεράδες, νέους, μητέρες και παιδιά που έθαβε συνέχεια. Δεν ξέρει τι να πει τώρα σ’ αυτούς τους ανθρώπους που θα συναντήσει. Θέλει να τους πει ότι συνομίλησε με τη Τζεμαλιέ, ότι άκουσε την ιστορία της, πως εδώ και χιλιάδες χρόνια τριγυρνά σ’ αυτή τη γης και βοηθά τους ανθρώπους και πως τελικά ζητά να απελευθερωθεί από τα δεσμά του ταξίμ για να φύγει με ήρεμη τη συνείδηση από τούτη της γης. Κανείς, όμως δεν θα τον πιστέψει, αφού η Τζεμαλιέ σκοτώθηκε πριν μισό αιώνα. Θα είναι, όμως και μεγάλη ντροπή ένας Χότζας να μιλά ή να οραματίζεται μια πουτάνα και να πολύ περισσότερο να μεταφέρει τα μηνύματα της. Φοβάται πως θα τον χλευάσουν, ότι θα ντροπιάσει την οικογένεια του, τα παιδιά του….

 

Η Τζεμαλιέ τον πήρε από το χέρι και κάθισαν στα σκαλοπάτια έξω από το τζαμί. Είχε ακόμα να του διηγηθεί... και άρχισε από την αρχή, από τότε που οι Κύπριοι ήταν Ετεοκύπριοι και όχι Έλληνες, από τότε που υπήρχαν άνθρωποι σ’ αυτό τον τόπο, και του ‘λεγε την ιστορία τους, μιλούσε για το χαρακτήρα τους, εξιστορούσε τους έρωτες των ανθρώπων και τις καταστροφές, για να κλείσει τον κύκλο της ζωής της με τη δολοφονία της...  

 

 


Σημειώσεις:

 

1. Γεσιηλάτα – πράσινο νησί (τουρκική λέξη)

2. Κερχανέ – μπορδέλο (τουρκ.)

3. καφκά – καυγάς (τουρκ.)

4. Δκιαλέεις –επιλέγεις

5. Ερώτημα που έθεσε ο Πόντιος Πιλάτος στο Χριστό. Για την ιστορία του ερωτήματος, υπενθυμίζουμε ότι είναι η απάντηση του Πιλάτου στα λόγια του Χριστού: «ήρθα στον κόσμο για να διαλαλήσω την αλήθεια».

6. Ταξίμ – διαμοιρασμός, στην Κύπρο προσδιορίστηκε ως διχοτόμηση (τουρκ.)

7. Τσεγκέλι (τουρκ.)

8. Ονομάστηκε έτσι από τον Αρμένη που ‘φτιαχνε λουκουμάδες.

9. Έτσι περιφρονητικά ονομάζουν οι τουρκοκύπριοι τους εκ Τουρκίας.

10.  Συπρί- αρχαία ονομασία της Κύπρου.

 

 

cid:image005.jpg@01CCBB40.A29B2780

 

 

 

 

Aριστερά η Τζεμαλιέ και δεξιά η φίλη της Χαβά. 

cid:image006.jpg@01CCBB40.A29B2780

 

 

 

 

Ο Ζεκκί Χαλήλ και η γυναίκα του σε φωτογραφία ημ. 1/10/1961.