Η συμβολή του Adam Smith στην οικονομική επιστήμη. Μέρος Β' Εκτύπωση
Τεύχος 47, περίοδος: Απρίλιος - Ιούνιος 1994


Η συμβολή του Adam Smith στην οικονομική επιστήμη. Μέρος Β'
του Isaac Rubin
μετάφραση Χρ. Βαλλιάνος

        

5. Η θεωρία της αξίας

 

Αρχίζοντας την ανάλυση της έννοιας της αξίας, ο Smith χαράσσει μια βασική διάκριση μεταξύ αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας: Η πρώτη τοποθετείται έξω από το πεδίο της ερευνάς του, και όλη του η προσοχή αφιερώνεται στη δεύτερη. Μ' αυτό τον τρόπο ο Smith στηρίζεται σταθερά στη μελέτη της εμπορευματικής οικονομίας όπου το κάθε προϊόν προορίζεται για ανταλλαγή και όχι για την άμεση ικανοποίηση των αναγκών του παραγωγού του. Η ικανότητα του Smith να θέτει το ζήτημα με έναν τέτοιο σαφή και βασισμένο σε αρχές τρόπο οφείλεται στη θεωρία του για τον καταμερισμό εργασίας: σε κάθε κοινωνία που βασίζεται στον καταμερισμό εργασίας όλοι οι παραγωγοί κατασκευάζουν προϊόντα που χρειάζονται τα άλλα μέλη της κοινωνίας.

Μ' αυτό τον τρόπο, ο Smith ορίζει με μεγάλη ακρίβεια και απόλυτα σωστά το αντικείμενο1 της ερευνάς του: την ανταλλακτική αξία. Από την άλλη πλευρά, αν ρωτήσουμε ποια είναι η ακριβής οπτική από την οποία μελετά ο Smith αυτό το αντικείμενο, βρίσκουμε ένα μεθοδολογικό δυϊσμό στον τρόπο με τον οποίο θέτει το πρόβλημα. Από τη μια πλευρά, ο Smith επιθυμεί να ανακαλύψει τις αιτίες που καθορίζουν πρώτον, πόση αξία διαθέτει ένα εμπόρευμα, και δεύτερον, τις όποιες αλλαγές αυτού του μεγέθους. Από την άλλη, θέλει να βρει ένα ακριβές, αμετάβλητο μέτρο στάθμισης (standard) το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη μέτρηση της αξίας ενός εμπορεύματος. Από τη μια φιλοδοξεί να αποκαλύψει τις πηγές των μεταβολών της αξίας, και από την άλλη να βρει ένα αμετάβλητο μέτρο (measure) της αξίας. Είναι σαφές ότι υπάρχει μια θεμελιώδης μεθοδολογική διαφορά μεταξύ των δύο αυτών τρόπων τοποθέτησης του προβλήματος και ότι αυτή η διαφορά πρέπει να εισάγει ένα δυϊσμό στον πυρήνα της θεωρίας του Smith. H θεωρητική μελέτη των πραγματικών μεταβολών της αξίας συγχέεται με το πρακτικό καθήκον προσέγγισης του άριστου μέτρου της αξίας.2

Ως αποτέλεσμα αυτής της σύγχυσης, η ανάλυση της ανταλλακτικής αξίας από τον Smith διακλαδίζεται και ακολουθεί δύο διαφορετικούς δρόμους: αυτόν της ανακάλυψης του αιτίου των μεταβολών της αξίας, και αυτόν της αναζήτησης ενός αμετάβλητου μέτρου της αξίας. Το καθένα από αυτά τα μονοπάτια οδηγεί τον Smith σε μια ιδιαίτερη αντίληψη της εργασιακής αξίας ή της εργασίας ως βάσης της αξίας. Το πρώτο τον οδηγεί στην έννοια της ποσότητας εργασίας που αναλώνεται για την παραγωγή ενός δεδομένου προϊόντος. Η δεύτερη [τον οδηγεί] στην έννοια της ποσότητας εργασίας την οποία μπορεί να αποκτήσει ή να αγοράσει ένα δεδομένο εμπόρευμα μέσω της ανταλλαγής.

Ο Smith ρωτά στην αρχή της ερευνάς του, σε τι συνίσταται «το πραγματικό μέτρο της... ανταλλακτικής αξίας»; Στην αναζήτηση ενός τέτοιου αμετάβλητου μέτρου αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής του (βιβλίο Ι, κεφ. 5). Προκειμένου να αντιληφθούμε γιατί ο Smith προσανατολίζει την προσοχή του σε ένα τέτοιο μεθοδολογικά λαθεμένο μονοπάτι, πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Smith είχε κληρονομήσει το πρόβλημα της εύρεσης ενός μέτρου της αξίας από τους μερκαντιλιστές προδρόμους του. Για τους μερκαντιλιστές, που είχαν την τάση να αναφέρονται σε πρακτικά προβλήματα, η θεωρία της αξίας είχε ως πρακτικό καθήκον την εύρεση ενός μέτρου της αξίας, θυμούμαστε πώς οι Petty και Cantillon αναζήτησαν ένα μέτρο της αξίας στην «εξίσωση μεταξύ εργασίας και γης.»3 Μόνο πολύ αργά και προοδευτικά κατά τη διαδρομή του 18ου αιώνα  - και σε μεγάλο βαθμό χάρις στις προσπάθειες του ίδιου του Smith - μετατράπηκε η πολιτική οικονομία από συνονθύλευμα πρακτικών κανόνων σε σύστημα θεωρητικών προτάσεων και έπαψε να αναμειγνύεται η αντίληψη περί ύπαρξης θεωρητικών νόμων πίσω από τα φαινόμενα με πρακτικές συνταγές (όπως είχαν κάνει οι μερκαντιλιστές) ή με το «φυσικό νόμο» (όπως έκαναν οι Φυσιοκράτες). Στη θεωρία της αξίας του Smith αυτό το καθήκον της θεωρητικής μελέτης των αιτίων των πραγματικών οικονομικών φαινομένων δεν είχε ακόμα απελευθερωθεί από ξένα στοιχεία πρακτικού χαρακτήρα.

Η γενική ατομικιστική και ορθολογιστική προσέγγιση του Smith παρεισέφρησε εξίσου στην αναζήτηση του μέτρου της αξίας. Είδαμε νωρίτερα ότι ο Smith εξηγεί την αρχή των κοινωνικο-οικονομικών φαινομένων μέσω της ωφέλειας που διαθέτουν από τη σκοπιά του μεμονωμένου οικονομικού ατόμου.4 Την ίδια αυτή προσέγγιση υιοθετεί όταν ασχολείται με τον καταμερισμό εργασίας και την ανταλλαγή. Ο καταμερισμός εργασίας που θεμελιώνεται στην ανταλλαγή, επιτρέπει σε κάθε άτομο να αποκτήσει τα αντικείμενα που χρειάζεται ανταλλάσσοντας το δικό του προϊόν, το οποίο μ' αυτό τον τρόπο αποκτά ειδική σημασία για το άτομο, λόγω της ικανότητας του ατόμου να το ανταλλάξει με άλλα αντικείμενα. Από την οπτική του ατόμου, το πρώτο πρακτικό ζήτημα που τίθεται είναι το πόσο μεγάλη σημασία έχει αυτό το αντικείμενο για το (συγκεκριμένο) άτομο δηλ. ποιο είναι το ακριβές μέτρο της ανταλλακτικής αξίας;

Ποιο επομένως, είναι το μέτρο ή ο δείκτης της αξίας ενός δεδομένου προϊόντος; Από πρώτη ματιά φαίνεται ότι θα μπορούσαμε να λάβουμε ως μέτρο την ποσότητα των άλλων εμπορευμάτων που μπορούμε να αποκτήσουμε ως αντάλλαγμα: όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός τους, τόσο μεγαλύτερη είναι προφανώς η αξία του εν λόγω εμπορεύματος. Ο Smith πολύ ορθά απορρίπτει αυτή την απάντηση στη βάση του ότι η αξία ενός εμπορεύματος που μου παρέχεται ως αντάλλαγμα για το δικό μου προϊόν υπόκειται η ίδια σε συνεχείς αλλαγές. Είναι εξίσου αδύνατο να μετρήσουμε την αξία ενός εμπορεύματος με την ποσότητα χρήματος (χρυσού) με την οποία ανταλλάσσεται, εφόσον η αξία του χρυσού μεταβάλλεται επίσης.

Σ' αυτή την περίπτωση, με τι μπορώ να μετρήσω την αξία του προϊόντος μου; Για να απαντήσει σ' αυτό το ερώτημα ο Smith καταφεύγει στη θεωρία του για τον καταμερισμό εργασίας: εκεί απέδειξε ότι μια κοινωνία βασισμένη στον καταμερισμό εργασίας είναι μια κοινωνία ανθρώπων που εργάζονται και που, μέσω της αμοιβαίας ανταλλαγής των προϊόντων της εργασίας τους, έμμεσα ανταλλάσσουν την εργασία τους. Ο Smith ωστόσο, υιοθετεί μια εξαιρετικά πολύτιμη αντικειμενική κοινωνιολογική αντίληψη της ανταλλακτικής αξίας (αυτή που έμελλε να χρησιμοποιήσει ο Marx ως βάση της δικής του αξιακής θεωρίας) και της δίνει μια υποκειμενική-ατομικιστική ερμηνεία. Μια κοινωνία ανταλλαγών θεμελιώνεται στην αμοιβαία ανταλλαγή της εργασίας των μελών της. Ο Smith στη συνέχεια ρωτά, σε τι ανάγεται αυτή η ανταλλαγή από τη σκοπιά του μεμονωμένου ατόμου; Η απάντηση του: στην απόκτηση της εργασίας άλλων ανθρώπων ως αντάλλαγμα για το δικό του προϊόν. Ανταλλάσσοντας το ύφασμα που έχω φτιάξει με ζάχαρη ή χρήμα, ουσιαστικά αποκτώ ένα ορισμένο ποσό εργασίας άλλων ανθρώπων. Το ύφασμα μου έχει τόσο μεγαλύτερη ανταλλακτική αξία όσο μεγαλύτερο ποσό εργασίας άλλων ανθρώπων μπορώ να αποκτήσω ή να «εξουσιάσω», σύμφωνα με την έκφραση του Smith, ως αντάλλαγμα. Λόγω του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας μπορώ να αποκτήσω τα προϊόντα που χρειάζομαι ανταλλάσσοντας τα προϊόντα που έχω παραγάγει, αντί να τα παράγω μόνος μου, με την προσωπική μου εργασία. Κατά συνέπεια, μπορώ να μετρήσω την αξία αυτού που έχω παραγάγει με την ποσότητα της εργασίας των άλλων ανθρώπων που εισπράττω κατά την ανταλλαγή. Η ποσότητα εργασίας που μπορεί να αποκτηθεί ή να αγοραστεί ως αντάλλαγμα ενός δεδομένου εμπορεύματος είναι το μέτρο της αξίας αυτού του εμπορεύματος.5

Παρ' όλο ότι η θεωρία του Smith για το μέτρο της αξίας φαίνεται να προκύπτει από την αντίληψη του για την κοινωνία ανταλλαγών ως κοινωνίας εργαζομένων-παραγωγών, πάσχει από την εξής αδυναμία: Όταν λέμε ότι σε μια κοινωνία απλών εμπορευματοπαραγωγών όλα τα μέλη της ανταλλάσσουν τα προϊόντα της εργασίας τους, και επομένως, την ίδια τους την εργασία, χρησιμοποιούμε τον όρο «ανταλλαγή» με δύο διαφορετικούς τρόπους. Τα προϊόντα της εργασίας ανταλλάσσονται πραγματικά και τοποθετούνται στην αγορά σε μια ίση βάση το ένα με το άλλο: Εδώ έχουμε ανταλλαγή με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Όσον αφορά την «ανταλλαγή» της πραγματικής εργασίας, εννοούμε ουσιαστικά μια διαδικασία μέσω της οποίας οι εργασιακές δραστηριότητες των ατόμων συνδέονται η μια με την άλλη και καταμερίζονται, μια διαδικασία που σχετίζεται στενά με την ανταλλαγή των προϊόντων εργασίας στην αγορά. Μιλώντας κυριολεκτικά, δεν υπάρχει ανταλλαγή εργασίας, εφόσον αυτό που αγοράζεται και πωλείται στην αγορά δεν είναι η πραγματική εργασία, αλλά τα προϊόντα της εργασίας. Η εργασιακή δραστηριότητα των ανθρώπων επιτελεί μια ορισμένη κοινωνική λειτουργία, αλλά δεν είναι αντικείμενο αγοραπωλησίας. Όταν λέμε ότι υπάρχει μια «ανταλλαγή» εργασίας εννοούμε ότι οι εργασίες γίνονται κοινωνικά ίσες [uravnenie] και δεν εξισώνονται [priravnivanie] στην αγορά.

Έτσι λοιπόν, όταν λέμε ότι σε μια κοινωνία ανταλλαγής (όπου οι άνθρωποι σχετίζονται μεταξύ τους ως απλοί εμπορευματοπαραγωγοί) χρησιμοποιώ το ύφασμα μου για να εξουσιάσω ή να αγοράσω την εργασία κάποιου άλλου, αυτό σημαίνει απλά ότι ασκώ μια έμμεση επίδραση πάνω στην εργασία ενός άλλου εμπορευματοπαραγωγού, αποκτώντας αυτό που έχει φτιάξει. Ανταλλάσσω το προϊόν μου κατ' ευθείαν με ένα άλλο προϊόν εργασίας και όχι με την εργασία κάποιου άλλου. Ως αντάλλαγμα για το ύφασμα μου παίρνω ζάχαρη και επομένως, έμμεσα, την εργασία του παραγωγού ζάχαρης. Με άλλα λόγια, αποκτώ την εργασία ενός άλλου ατόμου σε μια ήδη αντικειμενοποιημένη [materialised: υλικοποιημένη, έχουσα υπόσταση υλικού αντικειμένου  -  σ.τ.Μ.] μορφή, ως το προϊόν που έχει παραγάγει. Αυτό διαφέρει απείρως από την άμεση ανταλλαγή του υφάσματος μου με την εργασία κάποιου άλλου, δηλ. με την εργασιακή δύναμη ενός μισθωτού εργάτη. Αυτό που διαφοροποιεί τόσο ριζικά τις δύο περιπτώσεις δεν είναι απλά η υλική μορφή της εργασίας που αγοράζεται (η υλοποιημένη σε αντίθεση με τη ζωντανή), αλλά επίσης ο τύπος των κοινωνικών σχέσεων που συνδέουν τους εταίρους της ανταλλαγής. Στην πρώτη περίπτωση, οι εταίροι αυτοί συσχετίζονται μεταξύ τους ως απλοί εμπορευματοπαραγωγοί. Στη δεύτερη ως καπιταλιστής και εργάτης. Η πρώτη περίπτωση (δηλ. η ανταλλαγή ενός προϊόντος με ένα άλλο, ή με αντικειμενοποιημένη εργασία) συνιστά το βασικό χαρακτηριστικό κάθε εμπορευματικής οικονομίας. Το δεύτερο (δηλ. η ανταλλαγή ενός προϊόντος με ζωντανή εργασία, ή κεφαλαίου με εργασιακή δύναμη) συμβαίνει μόνο στην καπιταλιστική οικονομία. Μόνο στη δεύτερη περίπτωση η εργασία λειτουργεί άμεσα ως αντικείμενο αγοραπωλησίας ή ως εμπόρευμα (δηλ. εργασιακή δύναμη).

Το λάθος του Smith ήταν ότι μπέρδεψε την κοινωνική «ανταλλαγή» (ή ορθότερα, εξίσωση-ομοιογενοποίηση) της εργασίας που πραγματοποιείται σε κάθε εμπορευματική οικονομία με την αγοραία «ανταλλαγή» της εργασίας ως αντικειμένου αγοραπωλησίας που πραγματοποιείται σε μια καπιταλιστική οικονομία. Ο Smith λέει ότι αποκτώ ή αγοράζω με το ύφασμα μου την εργασία άλλων ανθρώπων. Αλλά όταν ερωτάται αν ανταλλάσσω το ύφασμα μου με αντικειμενοποιημένη εργασία (δηλ. το προϊόν της εργασίας κάποιου άλλου) ή με τη ζωντανή εργασία ενός μισθωτού εργάτη, ο Smith δεν δίνει μια σαφή απάντηση. Μιλά είτε για την «ποσότητα της εργασίας κάποιων άλλων, είτε, κάτι που είναι το ίδιο πράγμα, για το προϊόν της εργασίας των άλλων ανθρώπων το οποίο μπορεί [ο κάτοχος του δεδομένου εμπορεύματος  -  σ.τ.Ε.] να αγοράζει ή να εξουσιάζει.»6 Ο Smith μεταφέρει αυτή τη σύγχυση μεταξύ εργασίας και προϊόντων εργασίας σ' όλη την έκταση των αναλύσεων του. Στην αρχή του κεφαλαίου 5 ο Smith έχει συνήθως υπόψη του την έμμεση απόκτηση της εργασίας των άλλων εμπορευματοπαραγωγών με την απόκτηση των προϊόντων της εργασίας τους. Αλλά ήδη στο τέλος του κεφαλαίου υπογραμμίζει με μεγαλύτερη έμφαση την ανταλλαγή ενός εμπορεύματος με ζωντανή εργασία, ή εργασιακή δύναμη: Ο εμπορευματοπαραγωγός εμφανίζεται τώρα ως «εργοδότης» και το εμπόρευμα που προσφέρεται ως αντάλλαγμα της εργασίας εμφανίζεται ως «τιμή της εργασίας» ή μισθός του εργάτη7. Η εισαγωγή χαρακτηριστικών που είναι ενδοφυή μιας καπιταλιστικής οικονομίας σε μια ανάλυση της αξίας των εμπορευμάτων, ή μια ανάλυση της απλής εμπορευματικής οικονομίας, οδηγεί σε τρομερή σύγχυση. Η αντίληψη του Smith για την εργασία που αγοράζεται ως αντάλλαγμα ενός δεδομένου εμπορεύματος, και που χρησιμεύει ως μέτρο της αξίας αυτού του εμπορεύματος, γίνεται στην πραγματικότητα δύο έννοιες: εμφανίζεται μερικές φορές ως η «αντικειμενοποιημένη αγοραζόμενη εργασία», και μερικές φορές ως η «ζωντανή αγοραζόμενη εργασία».

Η εννοιολογική σύγχυση του Smith προέκυψε από το γεγονός ότι έχοντας αποτύχει από την αρχή να αντιληφθεί την κοινωνική φύση της διαδικασίας «ανταλλαγής» εργασίας σε μια εμπορευματική κοινωνία, την εξέλαβε ως «ανταλλαγή» στην αγορά, ή αγοραπωλησία εργασίας. Την εργασία ως κοινωνική λειτουργία την θεώρησε ταυτόσημη με την εργασία που λειτουργεί ως εμπόρευμα. Ωστόσο, αν η εργασία λειτουργεί ως αντικείμενο αγοραπωλησίας, μπορεί να χρησιμεύσει πραγματικά ως μέτρο της αξίας; Μήπως η αξία της ίδιας της εργασίας δεν μεταβάλλεται λόγω του ότι μια δεδομένη ποσότητα εργασίας θα είναι σε θέση να αγοράσει μια μεγαλύτερη ή μικρότερη ποσότητα εμπορευμάτων (ανάλογα με τις διακυμάνσεις των μισθών που πληρώνονται για την «εργασία»); Για να ξεφύγει από αυτή τη δυσκολία ο Smith προβάλλει την περίφημη πρόταση ότι «ίσες ποσότητες εργασίας σε κάθε χρόνο και τόπο, μπορεί να λεχθεί ότι είναι ίσης αξίας για τον εργαζόμενο».8 Όσα εμπορεύματα και αν είναι σε θέση να ανταλλάξει ο εργάτης με μια ημέρα εργασίας, αυτή η ημέρα εργασίας θα σημαίνει πάντα ότι θα πρέπει να θυσιάσει το ίδιο ποσό «άνεσης, ελευθερίας και ευτυχίας».9 Αν σήμερα είναι σε θέση να ανταλλάσσει μια ημέρα εργασίας με δύο φορές περισσότερο ύφασμα απ' όσο μπορούσε τον προηγούμενο χρόνο, αυτό δείχνει απλά ότι έχει πέσει η αξία του υφάσματος. Η ίδια η αξία της εργασίας δεν έχει αλλάξει και δεν μπορεί να αλλάξει, εφόσον η υποκειμενική αξιολόγηση της εργασιακής προσπάθειας παραμένει αμετάβλητη. Αλλά σ' αυτή την περίπτωση, η αντικειμενική ποσότητα εργασίας που αγοράζεται ως αντάλλαγμα για ένα δεδομένο εμπόρευμα μπορεί να ληφθεί ως ακριβές μέτρο της αξίας αυτού του εμπορεύματος. Χρειάζεται μόνο να αποδείξουμε ότι ένα δεδομένο εμπόρευμα που προηγούμενα αγοραζόταν με εργασία μιας ημέρας, μπορεί τώρα να αγοραστεί μόνο αν καταβληθεί εργασία δύο ημερών, για να πειστούμε ότι η αξία αυτού του εμπορεύματος έχει διπλασιαστεί. Η εργασία δύο ημερών παριστά πάντα διπλάσια υποκειμενική προσπάθεια και κόπωση σε σύγκριση με την εργασία μιας ημέρας, ακόμα και αν η εργασία δύο ημερών αγοράζει πλέον όχι περισσότερα εμπορεύματα (ή μισθό) απ' όσα αγόραζε προηγούμενα η εργασία μιας ημέρας. Το ειδοποιό χαρακτηριστικό της θεωρητικής σύγχυσης του Smith μεταξύ αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων (μια σύγχυση στην οποία οι αντικειμενικοί παράγοντες τείνουν να κυριαρχήσουν) είναι το εξής: Προκειμένου μια αντικειμενική ποσότητα αγορασμένης εργασίας να διατηρήσει το ρόλο της ως αμετάβλητου μέτρου της αξίας, ο Smith πρέπει να ισχυριστεί ότι οι υποκειμενικές αξιολογήσεις της εργασιακής προσπάθειας είναι επίσης αμετάβλητες.

Προηγουμένως ο Smith είχε εσφαλμένα ταυτίσει την εργασία ως κοινωνική λειτουργία με την εργασία ως εμπόρευμα, και είχε εκλάβει την «αγοραζόμενη εργασία» ως αμετάβλητο μέτρο της αξίας. Τώρα, προκειμένου να απαλλαγεί από τις συνεχείς διακυμάνσεις της αξίας που είναι ενδοφυείς στην εργασία όταν αυτή αποτελεί εμπόρευμα, υποκαθιστά την αντικειμενική ποσότητα της αγοραζόμενης εργασίας με τη συνολική κόπωση και προσπάθεια που συνεπάγεται αυτή η εργασία. Η σύγχυση της εργασιακής δραστηριότητας ως κοινωνικής λειτουργίας με την εργασία ως εμπόρευμα (δηλ. με την «αγοραζόμενη εργασία»), η σύγχυση της «αντικειμενοποιημένης αγοραζόμενης εργασίας» με τη «ζωντανή αγοραζόμενη εργασία», και τέλος η σύγχυση της αντικειμενικής ποσότητας εργασίας με τη συνολική υποκειμενική προσπάθεια και κόπωση  -  οι εννοιολογικές αυτές συγχύσεις είναι το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει ο Smith για το ότι προσανατόλισε την ερευνά του στο μεθοδολογικά λαθεμένο μονοπάτι της αναζήτησης ενός μέτρου της αξίας.

Μέχρι τώρα εξετάσαμε τη θεωρία του Smith για το μέτρο της αξίας. Παράλληλα με αυτή τη συγκεχυμένη και κυριαρχούμενη από λάθη γραμμή σκέψης, υπάρχει ένα άλλο, πολυτιμότερο και περισσότερα υποσχόμενο θεωρητικό νήμα, που κατευθύνεται στην ανάλυση των αιτίων των ποσοτικών αλλαγών της αξίας των εμπορευμάτων. Τα δύο αυτά θεωρητικά μονοπάτια συνεχώς διασταυρώνονται. Παρ' όλο ότι στην αρχή της ανάλυσης του, στο κεφάλαιο 5, η σκέψη του Smith ασχολείται στο μεγαλύτερο βαθμό με την αναζήτηση ενός μέτρου της αξίας, έρχεται συνεχώς αντιμέτωπη με το γεγονός ότι η αξία των εμπορευμάτων στην πραγματικότητα αλλάζει. Αναγκασμένος να ερευνήσει περαιτέρω τα αίτια αυτών των αλλαγών, θεωρεί χωρίς κανένα ενδοιασμό ότι το αίτιο βρίσκεται στην αλλαγή της ποσότητας της δαπανώμενης εργασίας για την παραγωγή ενός εμπορεύματος. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι οι παρατηρήσεις του Smith πάνω στο γιατί δεν μπορεί να ληφθεί το χρήμα ως αμετάβλητο μέτρο της αξίας. «Ωστόσο, η αξία του χρυσού και του αργύρου, όπως και κάθε άλλου εμπορεύματος, μεταβάλλεται». Είναι λοιπόν προφανές ότι «η ποσότητα εργασίας που μια συγκεκριμένη ποσότητα χρυσού ή αργύρου μπορεί να αγοράσει ή να εξουσιάσει» επίσης μεταβάλλεται. Όταν όμως τίθεται το ερώτημα γιατί μεταβάλλεται η αξία του χρυσού και του αργύρου (δηλ. η ποσότητα εργασίας που μπορούν να αγοράσουν), η απάντηση που προβάλλεται είναι απερίφραστη: Γιατί υπήρξε μια μεταβολή της ποσότητας εργασίας που αναλώθηκε για την παραγωγή τους. «Καθώς η μεταφορά αυτών των μετάλλων από το ορυχείο στην  αγορά κοστίζει λιγότερη εργασία... μπορούν να αγοράσουν ή να εξουσιάσουν λιγότερη εργασία.» Είναι απόλυτα προφανές ότι ο Smith συνδέει εδώ τις έννοιες της «αγοραζόμενης εργασίας» και της «δαπανώμενης εργασίας». Η πρώτη είναι μέτρο ή δείκτης της αξίας του εμπορεύματος, η δεύτερη είναι το αίτιο των ποσοτικών μεταβολών της αξίας του10.

Στην αρχή του κεφαλαίου 8, ο Smith βλέπει τις μεταβολές της αξίας των εμπορευμάτων ως άμεση συνέπεια «όλων των βελτιώσεων των παραγωγικών δυνάμεων [της εργασίας σ.τ.Αγγλ. μτφρ.] τις οποίες επέτρεψε ο καταμερισμός εργασίας. Όλα τα πράγματα προοδευτικά θα καθίστανται όλο και φθηνότερα. Θα παράγονται από μια μικρότερη ποσότητα εργασίας, και... φυσικά... θα αγοράζονται από προϊόν μικρότερης ποσότητας.».11 Από τη στιγμή που για την παραγωγή ενός δεδομένου εμπορεύματος αρχίζει να δαπανάται μια μικρότερη ποσότητα εργασίας, πρέπει επίσης να μειώνεται και η ποσότητα εργασίας που αυτό το εμπόρευμα θα αγοράζει όταν ανταλλάσσεται. Μια μεταβολή της ποσότητας της «δαπανώμενης εργασίας», είναι κατά συνέπεια αιτία μεταβολής και της ποσότητας της «αγοραζόμενης εργασίας», επομένως και της μεταβολής της αξίας του, για την οποία η τελευταία λειτουργεί ως μέτρο ή δείκτης. Η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από τη δαπανώμενη εργασία για την παραγωγή του, και εκφράζεται από την εργασία που αγοράζει στη διαδικασία της ανταλλαγής.

Επομένως, ο Smith προσδιορίζει τώρα την αξία του εμπορεύματος με δύο τρόπους: 1) με την ποσότητα της εργασίας που δαπανάται για την παραγωγή του και 2) με την ποσότητα της εργασίας που το δεδομένο εμπόρευμα μπορεί να αγοράσει μέσω της ανταλλαγής. Μήπως οι δύο ορισμοί έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους; Από μια ποσοτική άποψη, υπάρχουν ορισμένες κοινωνικές συνθήκες υπό τις οποίες θα συμπίπτουν. Έστω ότι έχουμε μια κοινωνία απλών εμπορευματοπαραγωγών ή χειροτεχνών που κατέχουν τα δικά τους μέσα παραγωγής. Ο καθένας τους θα ανταλλάσσει το προϊόν δέκα ωρών εργασίας του (π.χ. ύφασμα) με το προϊόν δέκα ωρών εργασίας (π.χ. ένα τραπέζι) που επιτέλεσε κάποιος άλλος, θα είναι σαν να αγοράζει μια ποσότητα εργασίας ενός άλλου (αντικειμενοποιημένη στο τραπέζι) ακριβώς ίση με την ποσότητα εργασίας που ανάλωσε ο ίδιος για την παραγωγή του υφάσματος του. Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να πούμε ότι δεν έχει καμιά διαφορά εάν η αξία του υφάσματος προσδιορίζεται 1) από την ποσότητα εργασίας που δαπανάται για την παραγωγή του, ή 2) από την ποσότητα εργασίας που μπορεί να αγοράσει όταν ανταλλάσσεται. Η ποσότητα «δαπανώμενης εργασίας» συμπίπτει απόλυτα με την ποσότητα της «(αντικειμενοποιημένης) εργασίας που μπορεί να αγοραστεί». Σε μια απλή εμπορευματική οικονομία η εργασία επιτελεί μια διττή λειτουργία: Η «αγοραζόμενη εργασία» χρησιμεύει ως μέτρο της αξίας των προϊόντων, ενώ η «δαπανώμενη εργασία» ρυθμίζει τις αναλογίες στις οποίες ανταλλάσσονται τα εμπορεύματα. «Σ' αυτό το πρώιμο και πρωτόγονο στάδιο της κοινωνίας που προηγείται τόσο της συσσώρευσης αποθεμάτων, όσο και της ιδιοποίησης της γης, η αναλογία μεταξύ των ποσοτήτων εργασίας που απαιτούνται για την απόκτηση διαφόρων αντικειμένων φαίνεται να αποτελεί τη μοναδική περίπτωση όπου μπορεί να υπάρχει ένας κανόνας ανταλλαγής του ενός με το άλλο.»12 Στην «πρώιμη» κοινωνία, που ουσιαστικά σημαίνει την απλή εμπορευματική οικονομία, η ανταλλαγή προϊόντων υπόκειτο στο νόμο της εργασιακής αξίας.

Μέχρι αυτό το σημείο τα δύο αυτά στηρίγματα της ανάλυσης του Smith  - αυτό που οδηγεί από το μέτρο της αξίας στην αγοραζόμενη εργασία, και το άλλο που οδηγεί από την πηγή των μεταβολών της αξίας στη δαπανώμενη εργασία - κινούνται παράλληλα και θα μπορούσαν να συμφιλιωθούν δεδομένου ότι στις συνθήκες μιας απλής εμπορευματικής οικονομίας η (αντικειμενοποιημένη) εργασία που αγοράζεται είναι ίση με την εργασία που έχει δαπανηθεί. Ο Smith όμως δεν περιορίζει τη μελέτη του στην απλή εμπορευματική οικονομία, ενδιαφερόμενος πριν απ' όλα και κυρίως για την αναπτυσσόμενη γύρω του καπιταλιστική οικονομία. Το «χειροτεχνικό» μοτίβο της θεωρίας του συνοδεύεται από ένα «καπιταλιστικό» μοτίβο. Αν το εμπόρευμα είναι ένα μέσο με το οποίο ο τεχνίτης μπορεί να αποκτήσει το προϊόν (ή την αντικειμενοποιημένη εργασία) ενός άλλου ατόμου, για τον καπιταλιστή είναι μέσο απόκτησης της ζωντανής εργασίας ενός άλλου ατόμου. Ο Smith θυμάται πολύ καλά ότι στον καπιταλισμό ο μισθωτός εργάτης εισπράττει μόνο ένα μέρος του προϊόντος της εργασίας του, και ότι μ' αυτόν τον τρόπο μια μικρότερη ποσότητα αντικειμενοποιημένης εργασίας (το εμπόρευμα) ανταλλάσσεται με μια μεγαλύτερη ποσότητα ζωντανής εργασίας (εργασιακή δύναμη). Για το προϊόν δέκα ωρών εργασίας ο καπιταλιστής ενδέχεται να εισπράξει δώδεκα ώρες ζωντανής εργασίας από τους εργάτες. Συμπεραίνουμε, επομένως, ότι η ποσότητα εργασίας που δαπανάται για την παραγωγή ενός εμπορεύματος δεν είναι πλέον ίση με την ποσότητα της ζωντανής εργασίας που θα αγοράσει αυτό το εμπόρευμα ως αντάλλαγμα. Σε μια καπιταλιστική οικονομία, οι δύο προσδιορισμοί της αξίας που στις συνθήκες της απλής εμπορευματικής παραγωγής συνέπιπταν, τώρα αποκλίνουν ριζικά. Επομένως, ο Smith πρέπει τώρα να κάνει μια σταθερή επιλογή: η αξία του εμπορεύματος πρέπει να προσδιορίζεται ή με την εργασία που δαπανάται για την παραγωγή του, ή με τη ζωντανή εργασία που μπορεί να αγοράσει ως αντάλλαγμα. Αντί να υιοθετήσει την πρώτη, ορθή οπτική, ο Smith συνάγει το εντελώς αντίθετο συμπέρασμα. Εμμένει στην πρώτη του άποψη ότι η αξία ενός προϊόντος προσδιορίζεται (ή εκφράζεται) από την ποσότητα της ζωντανής εργασίας που θά αγοράσει όταν ανταλλαχθεί. Αλλά εφόσον αυτή η ποσότητα εργασίας υπερβαίνει την ποσότητα εργασίας που δαπανάται για ένα δεδομένο προϊόν, η «δαπανώμενη εργασία» δεν μπορεί πλέον να λειτουργεί ως ρυθμιστής της αξίας των προϊόντων, όπως γινόταν στην απλή εμπορευματική οικονομία. Ο νόμος της εργασιακής αξίας παύει να λειτουργεί στην καπιταλιστική οικονομία.

Σε μια τέτοια περίπτωση, τι προσδιορίζει την αξία ενός προϊόντος σε μια καπιταλιστική οικονομία; Έστω ότι ένας καπιταλιστής προκαταβάλλει ένα κεφάλαιο 100 λίρες για να μισθώσει εργάτες (ο Smith υποθέτει ότι το σύνολο του κεφαλαίου αναλώνεται για τη μίσθωση εργατών και αγνοεί τις δαπάνες για πάγιο κεφάλαιο13) , που με τη σειρά τους παράγουν γι' αυτόν εμπορεύματα αξίας 120 λιρών. Πώς προσδιορίζεται (υπολογίζεται) η αξία αυτών των εμπορευμάτων; Όπως γνωρίζουμε, από την ποσότητα της (ζωντανής) εργασίας την οποία μπορεί να αγοράσει ο καπιταλιστής όταν τα ανταλλάξει. Με το σύνολο των 120 λιρών ο καπιταλιστής μπορεί κατ' αρχήν να αγοράσει το ίδιο ποσό εργασίας μισθωτών εργατών όπως αυτό που δαπανήθηκε για την παραγωγή των εν λόγω εμπορευμάτων (δηλ. 100 λίρες, ή το σύνολο των μισθών τους). Δεύτερον, μπορεί να αγοράσει μια πρόσθετη ποσότητα εργασίας με τις 20 λίρες που απομένουν και που απαρτίζουν το κέρδος του. Ως αποτέλεσμα, η αξία των εμπορευμάτων δεν προσδιορίζεται (υπολογίζεται) πλέον από την ποσότητα της εργασίας που δαπανάται για την παραγωγή τους (μάλιστα, ο Smith υποκαθιστά εδώ τη δαπανώμενη εργασία με την «πληρωνόμενη εργασία» δηλ. τους μισθούς, ή την «αξία της εργασίας»). Η αξία των εμπορευμάτων είναι τώρα αρκετά μεγάλη ώστε να αποζημιώσει πλήρως την εργασία που δαπανήθηκε για την παραγωγή τους και να αφήσει επιπλέον μια ορισμένη μάζα κέρδους. Με άλλα λόγια, σε μια καπιταλιστική οικονομία η αξία του εμπορεύματος ορίζεται από το σύνολο των μισθών συν το κέρδος (και σε ορισμένες περιπτώσεις συν την πρόσοδο), δηλ. ως το άθροισμα των «κοστών παραγωγής» του, με την ευρεία έννοια του όρου. Ο Smith εδώ εγκαταλείπει το έδαφος της εργασιακής θεωρίας της αξίας και την αντικαθιστά με τη θεωρία των κοστών παραγωγής. Προηγουμένους ο Smith όριζε την αξία ενός εμπορεύματος από την ποσότητα εργασίας που δαπανάται για την παραγωγή του. Τώρα την ορίζει ως το άθροισμα των μισθών, του κέρδους και της προσόδου. Προηγουμένως ο Smith δήλωνε ότι η αξία ενός εμπορεύματος αναλύεται στο εισόδημα (μισθοί, κέρδος και πρόσοδος). Τώρα λέει ότι η αξία απαρτίζεται από εισοδήματα που επομένως λειτουργούν τώρα ως οι «πηγές» της ανταλλακτικής αξίας του εμπορεύματος. Τα εισοδήματα είναι το πρωτεύον και το δεδομένο, ενώ η αξία ενός εμπορεύματος θεωρείται δευτερεύουσα και παράγωγη, απαρτιζόμενη από την άθροιση των ξεχωριστούν εισοδημάτων. Το μέγεθος της αξίας ενός εμπορεύματος εξαρτάται από τα «φυσικά μερίδια» μισθών, κέρδους, και προσόδου.14

Συνοψίζοντας το νήμα της σκέψης του Smith, μπορούμε να πούμε ότι η θεωρία του υποφέρει από τη θεμελιώδη αδυναμία ενός δυϊσμού της συνολικής του μεθοδολογικής προσέγγισης. Η ανάλυση των αιτίων των μεταβολών της αξίας τον οδηγεί σε μια έννοια της «δαπανώμενης εργασίας». Η αναζήτηση ενός μέτρου της αξίας, καθώς προκύπτει από μια ατομικιστική κατανόηση του καταμερισμού εργασίας, τον οδηγεί σε μια έννοια της «αγοραζόμενης εργασίας». Επιπλέον, αυτές οι δύο έννοιες της εργασίας θεωρούνται από την αντικειμενική και την υποκειμενική τους πλευρά, αν και κυρίως από την πρώτη. Περαιτέρω, η ίδια η έννοια της «αγοραζόμενης εργασίας» διχάζεται, εμφανιζόμενη στις περισσότερες περιπτώσεις ως «αντικειμενοποιημένη αγοραζόμενη εργασία» (η ανταλλαγή μεταξύ απλών εμπορευματοπαραγωγών ή ανταλλαγή εμπορεύματος με εμπόρευμα), και σε άλλες ως «ζωντανή αγοραζόμενη εργασία» (ανταλλαγή μεταξύ καπιταλιστή και εργάτη, ή ανταλλαγή μεταξύ ενός εμπορεύματος ως κεφαλαίου και εργασίας ως εργασιακής δύναμης). Στο βαθμό που κυριαρχεί το πρώτο μοτίβο, των «τεχνιτών», η αγοραζόμενη εργασία θεωρείται ίση με τη δαπανώμενη εργασία και δεν έχει καμιά διαφορά αν η αξία του εμπορεύματος προσδιορίζεται με τη μια ή με την άλλη. Εδώ ο Smith λειτουργεί με μια εργασιακή θεωρία της αξίας, και η παραλληλότητα και η συμφιλίωση αυτών των δύο νημάτων της θεωρίας του αποκρύβει τον μεθοδολογικό του δυϊσμό. Από τη στιγμή που εμφανίζεται στο προσκήνιο το «καπιταλιστικό» μοτίβο, τα δύο αναλυτικά μονοπάτια και οι δύο έννοιες της εργασίας αποκλίνουν σημαντικά. Σε μια καπιταλιστική οικονομία η αντικειμενοποιημένη στο εμπόρευμα εργασία ανταλλάσσεται με μια μεγαλύτερη ποσότητα ζωντανής εργασίας: είναι μια ανταλλαγή μη-ισοδυνάμων, και ο Smith είναι ανίκανος να την εξηγήσει από την άποψη της εργασιακής αξίας. Διατηρώντας για την «αγοραζόμενη εργασία» τον προηγούμενο ρόλο της ως μέτρου της αξίας, ο Smith πρέπει να πάψει να θεωρεί τη «δαπανώμενη εργασία» ως ρυθμιστή των αναλογιών ανταλλαγής. Η αξία του εμπορεύματος δεν εξαρτάται πλέον από τη δαπανώμενη εργασία αλλά από το μέγεθος των εισοδημάτων των διαφόρων εταίρων της παραγωγής (δηλ. από τους μισθούς, το κέρδος και την πρόσοδο). Παρ' όλο ότι η ιδέα της εργασιακής αξίας είναι ένα από τα βασικά μοτίβα της σκέψης του Smith, δεν την ακολουθεί μέχρι την κατάληξη της και όταν την εφαρμόζει στην καπιταλιστική οικονομία την αντικαθιστά με τη θεωρία των κοστών παραγωγής. Η εργασιακή θεωρία της αξίας του Smith συνετρίβη πάνω στους βράχους: γιατί ήταν αδύνατο να ερμηνεύσει την ανταλλαγή αντικειμενοποιημένης εργασίας με ζωντανή εργασία (ή κεφαλαίου με εργασία).

Όσο ο Smith παρέμενε στα όρια μιας απλής εμπορευματικής οικονομίας, τα αντιφατικά στοιχεία που έκρυβε η θεωρία του (ο ρυθμιστής των μεταβολών της αξίας και το μέτρο της αξίας, δαπανώμενη εργασία και αγοραζόμενη εργασία, αντικειμενοποιημένη αγοραζόμενη εργασία και ζωντανή αγοραζόμενη εργασία) μπορούσαν να διατηρούνται σε κάποιο είδος ασταθούς ισορροπίας. Από τη στιγμή ωστόσο, που ο Smith προέκτεινε την ανάλυση του στην καπιταλιστική οικονομία, αυτή η ασταθής ισορροπία καταστράφηκε και πρόβαλε καθαρά ο δυαδικός χαρακτήρας της θεωρητικής κατασκευής του Smith. Καθεμιά από τις διαφορετικές όψεις της θεωρίας του Smith υιοθετήθηκε και αναπτύχθηκε από μεταγενέστερες οικονομικές σχολές. Ο Ricardo ανέπτυξε μια όψη της θεωρίας του Smith, όταν  - με τη μέγιστη συνέπεια - όρισε την αξία ενός εμπορεύματος με βάση την εργασία που δαπανάται για την παραγωγή του. Ο Malthus ανέπτυξε μια άλλη πλευρά της θεωρίας και όρισε την αξία των εμπορευμάτων με βάση την αξία που μπορούν να αγοράσουν κατά την ανταλλαγή. Η ίδια τύχη περίμενε τη θεωρία του Smith (που ήταν επίσης διαποτισμένη από ένα δυϊσμό) για τη σχέση μεταξύ της αξίας ενός προϊόντος και των εισοδημάτων όσων λαμβάνουν μέρος στην παραγωγή. Η ιδέα ότι η αξία ενός εμπορεύματος αναλύεται στους μισθούς, το κέρδος και την πρόσοδο αποτέλεσε τη βάση της θεωρίας του Ricardo, ο οποίος στη συνέχεια την απελευθέρωσε από τις εσωτερικές της αντιφάσεις. Το λάθος του Smith σ' αυτό το ζήτημα  -  η προσπάθεια του να συναγάγει την αξία του εμπορεύματος από τα εισοδήματα (μισθοί, κέρδος και πρόσοδος) υιοθετήθηκε από τον Say, που το ανέπτυξε στο θεώρημα των «παραγωγικών υπηρεσιών». Εδώ, όπως και αλλού, ο πραγματικά πολύτιμος πυρήνας των ιδεών του Smith έμελλε να αναπτυχθεί στη συνέχεια από τους Ricardo, Rodbertus και Marx, ενώ τις πλάγιες παραφυάδες τους επρόκειτο να εκμεταλλευτούν οι λεγόμενοι «χυδαίοι» οικονομολόγοι.

 

6. Η θεωρία της διανομής

 

Παρ' όλες τις ανεπάρκειες και αντιφάσεις της, η θεωρία της διανομής του Smith  - την οποία επρόκειτο να διορθώσουν οι Ricardo και Marx - έχει ένα μεγάλο προτέρημα: Ο Smith περιέγραψε σωστά την ταξική διαίρεση και τις μορφές εισοδήματος που είναι χαρακτηριστικές της καπιταλιστικής οικονομίας. Ο Smith επιμένει ότι η σύγχρονη κοινωνία διαιρείται στις εξής βασικές τάξεις: τους επιχειρηματίες καπιταλιστές, τους μισθωτούς εργάτες και τους γαιοκτήμονες, μια διαίρεση που γίνεται επιστημονικά αποδεκτή ακόμα και στις μέρες μας. Ως βασικές μορφές εισοδήματος θεωρεί το κέρδος, το μισθό και την έγγεια πρόσοδο. Για να εκτιμήσουμε πλήρως την εφευρετικότητα αυτής της διαίρεσης των τάξεων και των εισοδημάτων, που σήμερα φαίνεται να αποτελεί κοινό τόπο, αρκεί να συγκρίνουμε τη θεωρία του Smith με αυτή των Φυσιοκρατών.

Ο Quesnay είχε διαιρέσει την κοινωνία σε τρεις τάξεις: τους γαιοκτήμονες, τους καλλιεργητές (την παραγωγική τάξη) και τους εμπόρους και βιομηχάνους (τη στείρα τάξη). Το σχήμα αυτό συγχέει τις ταξικές διαιρέσεις με τη διαφοροποίηση μεταξύ κλάδων παραγωγής (αγροτική οικονομία και βιομηχανία). Ο Turgot βελτίωσε αυτό το σχήμα διαιρώντας καθεμιά από τις τελευταίες δύο τάξεις στα δύο. Προέκυψε έτσι μια πενταπλή διαίρεση σε γαιοκτήμονες, αγρότες επιχειρηματίες (farmers), εργάτες της υπαίθρου, βιομηχάνους επιχειρηματίες και βιομηχανικούς εργάτες.15 Στο σχήμα του Turgot η διαίρεση των τάξεων συμπίπτει με τη διαίρεση μεταξύ των κλάδων παραγωγής. Ο Smith πήρε τη δεύτερη και την τέταρτη τάξη και τις συνδύασε σε μια ενιαία τάξη των καπιταλιστών επιχειρηματιών. Με παρόμοιο τρόπο συνένωσε την τρίτη και την πέμπτη τάξη σε μια ενιαία τάξη μισθωτών εργατών. Έχουμε και πάλι μια διάκριση σε τρία μέρη, στην οποία όμως απομακρύνθηκε η φυσιοκρατική αντιπαράθεση της αγροτικής οικονομίας απέναντι στη βιομηχανία και αποκαλύφθηκε καθαρότατα ο ταξικός ανταγωνισμός μεταξύ καπιταλιστών επιχειρηματιών και μισθωτών εργατών (όπως είχε γίνει και από τον Turgot).

Ακόμα μεγαλύτερης σημασίας είναι η συστηματική ταξινόμηση των εισοδημάτων από τον Smith. Οι Φυσιοκράτες ουσιαστικά γνώριζαν μόνο δύο τύπους εισοδημάτων: την έγγεια πρόσοδο (καθαρό εισόδημα) και τους μισθούς.16 Στη θεωρητική τους κατασκευή το επιχειρηματικό κέρδος δεν υπάρχει, αλλά αναλύεται είτε στην αξία αντικατάστασης του κεφαλαίου, είτε στα αναγκαία μέσα διαβίωσης (δηλ. τους μισθούς) των βιομηχάνων, των αγροτών-καπιταλιστών και των εμπόρων. Το καπιταλιστικό κέρδος εξισωνόταν με τους μισθούς ή, για να το πούμε ακριβέστερα, και οι δύο αυτές μορφές εισοδήματος, εθεωρείτο ότι ήταν της ίδιας τάξης όπως και το εισόδημα ή τα «μέσα διαβίωσης» των ανεξάρτητων τεχνιτών.

Η κατ' αυτό τον τρόπο αγνόηση του κέρδους, ενώ στη Γαλλία αντανακλούσε την καθυστερημένη καπιταλιστική ανάπτυξη της χώρας αυτής κατά το 18ο αιώνα, θα ήταν αδύνατη για την περισσότερο αναπτυγμένη Αγγλία. Οι άγγλοι μερκαντιλιστές είχαν ήδη αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος της προσοχής τους στο κέρδος, παρ' όλο ότι το γνώριζαν κυρίως ως εμπορικό κέρδος. Οι επιτυχίες του βιομηχανικού καπιταλισμού βρήκαν την έκφραση τους στο σχήμα του Smith, όπου το βιομηχανικό κέρδος με την ευρεία έννοια του όρου (συμπεριλαμβανομένου του κέρδους των αγροτών-καπιταλιστών) εμφανίζεται ως η βασική μορφή εισοδήματος. Η άλλη μορφή εισοδήματος που είχε απασχολήσει τη μερκαντιλιστική σκέψη, ο τόκος δανεισμού, για τον Smith είναι δευτερεύουσα: ο τόκος είναι απλά το μέρος του κέρδους που πληρώνει ο βιομήχανος στο δανειστή για τη χρήση του κεφαλαίου του.

Ξεχωρίζοντας το κέρδος ως ειδική μορφή εισοδήματος ο Smith το οριοθετεί προσεκτικά από τους μισθούς. Ασκεί κριτική στην άποψη ότι «τα κέρδη. .. είναι μόνο ένα διαφορετικό όνομα για το μισθό ενός ιδιαίτερου είδους εργασίας, της εργασίας επιστασίας και διεύθυνσης.» Ο όγκος των κερδών εξαρτάται από το μέγεθος του επενδεδυμένου σε μια επιχείρηση κεφαλαίου, και όχι από την εργασία που πιθανόν να δαπανά ο καπιταλιστής για επιστασία. Γι αυτό «τα κέρδη... είναι τελείως διαφορετικά, και ρυθμίζονται από τελείως διαφορετικές αρχές απ' ό,τι οι μισθοί.»17

Από την άλλη πλευρά ο Smith διακρίνει τους μισθούς των εργατών όχι απλά από τα κέρδη των καπιταλιστών, αλλά επίσης και από το εισόδημα των τεχνιτών. Οι χειροτέχνες αποτελούσαν ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού της Αγγλίας του 18ου αιώνα, και είναι τελείως φυσικό ότι το παράδειγμα των τεχνιτών εμφανίζεται συχνά στην επιχειρηματολογία του Smith. Ωστόσο, ο Smith ήταν επίσης σε μεγάλο βαθμό εντυπωσιασμένος από τις επιτυχίες που είχε ο βιομηχανικός καπιταλισμός (τις οποίες έτεινε ακόμα και να μεγαλοποιεί), και επέμενε ότι «τέτοιες περιπτώσεις [όπου ένας «ανεξάρτητος εργάτης» κατασκευάζει ένα προϊόν μόνο με δικές του δαπάνες  -  I.R.] δεν είναι συχνές, και σε όλη την Ευρώπη στους είκοσι εργάτες που υπηρετούν υπό ένα μάστορα αντιστοιχεί ένας ανεξάρτητος.» Έτσι, λοιπόν, «ο μισθός της εργασίας θεωρείται παντού ότι είναι αυτό που συνήθως είναι, όταν ο εργάτης είναι ένα άτομο, και ο ιδιοκτήτης αποθέματος που τον απασχολεί είναι ένα άλλο.»18 Με την αυστηρή έννοια του όρου, ως μισθός θεωρείται το εισόδημα του εργάτη που είναι αποστερημένος από τα μέσα παραγωγής, και όχι αυτό του εργάτη-τεχνίτη, που διατηρεί ακόμα την κατοχή τους. Προφανώς ο Smith προσμετρά στους εργάτες όχι μόνο το σχετικά μικρό την εποχή εκείνη αριθμό των εργατών στις μανουφακτούρες μεγάλης κλίμακας, αλλά επίσης και τους εργάτες της οικοτεχνικής βιομηχανίας που εργάζονταν επί παραγγελία για τους προαγοραστές-προμηθευτές: Ο Smith περιγράφει τους βιομηχάνους ως ανθρώπους που τροφοδοτούν τους εργάτες με «τα υλικά της εργασίας τους.»19

Ο Smith, λοιπόν, δεν κάνει αυτό που έκανε ο Quesnay και δεν ταυτίζει τα κέρδη και τους μισθούς με το εισόδημα (μέσα διαβίωσης) των τεχνιτών. Το λάθος του βρίσκεται στην αντίθετη κατεύθυνση. Δηλώνει ότι το εισόδημα των τεχνιτών (και των αγροτών) περιλαμβάνει τόσο τους μισθούς, όσο και τα κέρδη, όταν στην πραγματικότητα αυτό το αδιαφοροποίητο εισόδημα αυτού του μικρού ανεξάρτητου παραγωγού έχει έναν ενιαίο χαρακτήρα και διακρίνεται από τις δύο άλλες μορφές.

Το λάθος που έκανε ο Smith κατά τη μεταφορά των κατηγοριών της καπιταλιστικής οικονομίας στις μορφές οικονομίας που προηγήθηκαν αυτής, με κανένα τρόπο δεν μειώνει τον έπαινο που του οφείλεται όσον αφορά τη θεωρία της καπιταλιστικής οικονομίας. Ο Smith αντελήφθη ορθά την ταξική δομή αυτής της κοινωνίας και τις χαρακτηριστικές της μορφές εισοδήματος. Ξεχωρίζοντας το κέρδος ως ειδική μορφή εισοδήματος, ο Smith έκανε ένα μεγάλο βήμα προς τη διατύπωση του προβλήματος της υπεραξίας. Οι μερκαντιλιστές είχαν γνωρίσει την υπεραξία μόνον ως εμπορικό κέρδος, που εξάγεται από τη διαδικασία κυκλοφορίας μέσω της μη ισοδύναμης ανταλλαγής εμπορευμάτων. Οι Φυσιοκράτες, παρ' όλον ότι αναζήτησαν την αφετηρία της κυκλοφορίας στην παραγωγή, την κατανόησαν (την υπεραξία, σ.τ.Μ.) μόνον ως πρόσοδο της γης. Επειδή ο Smith ξεχώρισε το κέρδος και κατανόησε ότι απαρτίζει το καθαρό εισόδημα του καπιταλιστή πάνω και πέρα από την κάλυψη των κοστών παραγωγής του, συνέδεσε το πρόβλημα του βιομηχανικού κέρδους με το πρόβλημα της υπεραξίας.

Οι Φυσιοκράτες ασχολήθηκαν μόνο με την πηγή της προσόδου της γης, εφόσον άποψη τους ήταν ότι αυτή είναι η μια και μοναδική μορφή καθαρού εισοδήματος. Ο Smith, καθιστώντας το κέρδος μέρος του εισοδήματος, διεύρυνε το πρόβλημα της υπεραξίας. Από πρόβλημα προσόδου  - που ήταν για τους Φυσιοκράτες - έγινε πρόβλημα πηγής όλων των μορφών εισοδήματος πέρα και πάνω από αυτό που παραχωρείται στην εργασία: η έγγεια πρόσοδος, το κέρδος, και ο τόκος.20 Το ερώτημα που αποκτούσε προτεραιότητα ήταν αυτό της πηγής του κέρδους. Ο Smith θεώρησε σωστά τον τόκο ως μέρος του κέρδους. Όσον αφορά την πρόσοδο, ο Smith ήταν έντονα επηρεασμένος από τη φυσιοκρατική θεωρία, και η εξήγηση του ήταν εξαιρετικά αδύναμη και έπασχε από έντονες αντιφάσεις. Ο Smith αναζήτησε την πηγή της προσόδου: 1) μερικές φορές στη μονοπωλιακή τιμή των αγροτικών προϊόντων, που εξηγείτο από την υψηλή ζήτηση αυτών των αγαθών. 2) Μερικές φορές στη φυσική παραγωγικότητα της γης, που «παράγει μια μεγαλύτερη ποσότητα τροφής από αυτή που είναι αρκετή για να συντηρήσει... [και] να αντικαταστήσει το απόθεμα που απασχόλησε αυτή την εργασία, μαζί με τα κέρδη του». Και 3) μερικές φορές στην εργασία των εργατών της υπαίθρου.21 Επομένως, η πρόσοδος, εμφανίζεται στον Smith μερικές φορές ως μια «μονοπωλιακή» τιμή ή επιπλέον ποσό πέρα και πάνω από την αξία των αγροτικών προϊόντων, μερικές φορές, ως «το έργο της φύσης που απομένει μετά την αφαίρεση ή αποζημίωση κάθε πράγματος που μπορεί να θεωρηθεί ως έργο του ανθρώπου»22 και μερικές φορές ως «ένα μερίδιο όλου σχεδόν του προϊόντος που μπορεί ο εργάτης είτε να καλλιεργήσει, είτε να συλλέξει»23 και το οποίο αποδίδεται στο γαιοκτήμονα λόγω της μονοπωλιακής ιδιοκτησίας. Η τελευταία αυτή ερμηνεία, που συμφωνεί με την ιδέα της εργασιακής αξίας εμφανίζεται μόνο φευγαλέα στη θεωρία του Smith για την πρόσοδο.

Η έννοια της εργασιακής αξίας επιβάλλεται δυναμικά στη θεωρία τον Smith για το κέρδος. Το ζήτημα της πηγής του κέρδους ως ανεξάρτητης μορφής εισοδήματος έπρεπε αναπόφευκτα να οδηγήσει τον Smith πέρα από τα όρια της φυσιοκρατικής θεωρίας του υπερ-προϊόντος. Η φυσική παραγωγικότητα της φύσης ήταν μεν ακόμα ικανή να εξηγήσει την πηγή της προσόδου ως πλεονάσματος υπεραξίας που αποδίδει η αγροτική οικονομία πάνω και πέρα από τα συνολικά κέρδη, η εξήγηση όμως αυτή σαφώς δεν ήταν πλέον εφαρμόσιμη στο κέρδος, που αποτελεί την κανονική και συχνότερα απαντώμενη μορφή υπεραξίας. Σαφώς, τα κέρδη δεν αυξάνονται μόνο μέσα στην αγροτική οικονομία, αλλά επίσης και στη βιομηχανία, όπου κατά την άποψη του Smith «η φύση δεν κάνει τίποτα, και ο άνθρωπος κάνει τα πάντα.»24 Είναι προφανές ότι η πηγή του κέρδους πρέπει να αναζητηθεί στην ανθρώπινη εργασία. Το πρόβλημα της υπεραξίας (εισόδημα), που τέθηκε από τους Φυσιοκράτες, συνδέθηκε τώρα άμεσα με την εργασιακή θεωρία της αξίας που είχαν σκιαγραφήσει οι μερκαντιλιστές. Μια από τις μεγαλύτερες αρετές που Smith είναι το ότι πραγματοποίησε αυτή τη σύνθεση.

Στην πραγματικότητα, παρ' όλες τις αντιφάσεις της θεωρίας του για το κέρδος και τα κενά της κατανόησης του, ο Smith υποστήριζε με σαφήνεια την άποψη ότι το κέρδος είναι εκείνο το τμήμα της αξίας του προϊόντος που ιδιοποιείται ο καπιταλιστής για τον εαυτό του. «Στη γενική κατάσταση πραγμάτων που προηγείται τόσο της ιδιοποίησης της γης όσο και της συσσώρευσης αποθέματος, το συνολικό προϊόν της εργασίας ανήκει στον εργάτη.»25 Από τη στιγμή όμως που η γη γίνεται αντικείμενο ιδιοποίησης ως ατομική ιδιοκτησία και υπάρχει μια «συσσώρευση αποθέματος», ένα μέρος του προϊόντος της εργασίας του εργάτη πηγαίνει ως πρόσοδος στο γαιοκτήμονα και ένα άλλο στον καπιταλιστή ως κέρδος. Από πού προέρχεται αυτή η «συσσώρευση αποθέματος»; Ο Smith, στο πνεύμα των ιδεολόγων της ανερχόμενης αστικής τάξης, προσφέρει την ακόλουθη εξήγηση: τα περισσότερο εργατικά και προνοητικά άτομα, αντί να σπαταλούν το σύνολο του προϊόντος της εργασίας τους, «αποταμίευσαν» μέρος του, και προοδευτικά συσσώρευσαν κεφάλαιο. Κεφάλαιο είναι αυτό που αποταμίευσε ο κάτοχος ή οι προγονοί του από το προϊόν της εργασίας τους. «Τα κεφάλαια αυξάνονται από τη φειδωλότητα και μειώνονται από τη σπατάλη και την κακή διαχείριση.» «Η φειδωλότητα και όχι η σκληρή εργασία είναι η άμεση αιτία της αύξησης του κεφαλαίου.» Ο Marx ήταν αυτός ακριβώς που εικονογραφώντας την πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου μέσω των εμπορικών μονοπωλίων, της λεηλασίας των αποικιών, της απομάκρυνσης της αγροτιάς από τη γη της, της εκμετάλλευσης των εργατών και τεχνιτών της οικοτεχνικής βιομηχανίας, κλπ., διέλυσε τον αφελή μύθο που επί τόσο καιρό κυριαρχούσε στην αστική επιστήμη, ότι η πηγή τον κεφαλαίου έγκειται στην «φειδωλότητα».

Παρά την αφέλεια της θεωρίας του για τις πηγές του κεφαλαίου, ο Smith αντιλαμβάνεται σταθερά ότι σε μια κοινωνία όπου έχει ήδη πραγματοποιηθεί αυτή η «συσσώρευση αποθέματος» η μάζα του πληθυσμού, αποχωρισμένη από τα μέσα παραγωγής (θεωρούμενα εδώ με την ευρεία έννοια του όρου που περιλαμβάνει επίσης τα μέσα διαβίωσης για τη συντήρηση του εργάτη κατά την εργασία του),26 εξαρτάται άμεσα από αυτά τα τυχερά άτομα, η «φειδωλότητα» των οποίων τους επέτρεψε να συσσωρεύσουν κεφάλαιο. «Το μεγαλύτερο μέρος των εργατών έχουν την ανάγκη ενός αφεντικού που θα τους προκαταβάλει τα υλικά της εργασίας τους, και τους μισθούς και τη συντήρηση τους μέχρι την ολοκλήρωση της εργασίας. Αυτός μοιράζεται το προϊόν της εργασίας τους, ή την αξία την οποία προσθέτει στα υλικά πάνω στα οποία εφαρμόζεται. Και το κέρδος του συνίσταται σ' αυτό το μερίδιο.»27 Το κέρδος είναι μια «παρακράτηση από το προϊόν της εργασίας» την οποία ιδιοποιείται ο καπιταλιστής προσωπικά. Από τη μεριά τους, οι εργάτες είναι αναγκασμένοι να συγκατατεθούν σε μια τέτοια «παρακράτηση», δεδομένου ότι χωρίς ένα αφεντικό που θα επενδύσει το κεφάλαιο του σε μια επιχείρηση δεν κατέχουν τα μέσα ούτε να διαχειριστούν μια δική τους επιχείρηση, ούτε να συντηρηθούν οι ίδιοι ενώ εργάζονται.

Ο Smith μ' αυτό τον τρόπο αναγνωρίζει την εργασία ως πηγή της αξίας του συνολικού προϊόντος, περιλαμβανομένου του μεριδίου της αξίας που προκύπτει στον καπιταλιστή ως κέρδος. Ωστόσο, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Smith αποδείχτηκε ανίκανος να επεξεργαστεί την ιδέα της εργασιακής αξίας μέχρι το τέλος. Είναι επομένως κατανοητό ότι η θεωρία του για τη διανομή είναι αντίστοιχα μόνο ατελώς επεξεργασμένη και μαστίζεται από σημαντικές αντιφάσεις. Είδαμε ότι κατά την άποψη του Smith, η εργασία που δαπανάται στην παραγωγή ενός προϊόντος δεν αποτελεί στην καπιταλιστική κοινωνία ρυθμιστή της αξίας αυτού του προϊόντος: η αξία του, ή η «φυσική του τιμή», ορίζεται ως το σύνολο του φυσικού μισθού, του φυσικού κέρδους και της φυσικής προσόδου. Τα επίπεδα των μισθών, του κέρδους και της προσόδου θεωρούνται ως οι πρωταρχικοί ή δεδομένοι παράγοντες, και η αξία ενός προϊόντος ως το αποτέλεσμα της άθροισης αυτών των τριών ποσών εισοδήματος. Η θεωρία των κοστών παραγωγής παίρνει τη θέση της εργασιακής θεωρίας της αξίας.

Η θεωρία διανομής του Smith υφίσταται αντίστοιχα μια ορισμένη μεταβολή. Προηγουμένως είχε σωστά συγκροτηθεί στη βάση της θεωρίας της αξίας. Ωστόσο, αργότερα, η θεωρία της αξίας είναι αυτή που στηρίζεται στη θεωρία της διανομής. Έτσι, γίνεται αδύνατο να εξηγήσουμε τους μισθούς και το κέρδος ως μέρος της αξίας του προϊόντος, εφόσον η τελευταία μπορεί να εξηγηθεί μόνο μετά τον καθορισμό της στάθμης των «συστατικών της μερών», δηλ. του κέρδους και των μισθών. Εάν ο Smith ήταν απόλυτα συνεπής θα έπρεπε να συμπεράνει (όπως έκανε αργότερα ο Ricardo) από τη δήλωση ότι το κέρδος αποτελεί μια «παρακράτηση» από την αξία του προϊόντος, ότι το μερίδιο του κέρδους μπορεί να αυξηθεί μόνον όταν μειωθεί το μερίδιο των μισθών. Ωστόσο τώρα, υποστηρίζει ότι η αύξηση του κέρδους χρησιμεύει μόνο στην αύξηση της αξίας του προϊόντος, και δεν έχει καμιά επίπτωση στους μισθούς. Με μια θεωρία διανομής σαν και αυτή, ο ερευνητής πρέπει πριν απ' όλα να βρει τη φυσική στάθμη των μισθών και τον κέρδους, έτσι ώστε να μπορούν αυτά να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό της αξίας του προϊόντος. Ο Smith κάνει ακριβώς αυτό, και προσπαθεί να εξηγήσει τους μισθούς και το κέρδος ανεξάρτητα από τη θεωρία της αξίας  -  μια προσπάθεια καταδικασμένη σε αποτυχία.

Τι είναι αυτό που προσδιορίζει την απόλυτη στάθμη του κέρδους; Ο Smith ούτε καν ριψοκινδυνεύει μια απάντηση σ' αυτό το ερώτημα, και περιορίζεται στην προσπάθεια εξήγησης των σχετικών ανοδικών και καθοδικών της διακυμάνσεων. Ο Smith διακρίνει την κατάσταση της οικονομίας μιας χώρας σε ακμάζουσα, στάσιμη, και παρακμάζουσα. Η πρώτη χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση και τον πολλαπλασιασμό της συνολικής μάζας του κεφαλαίου της χώρας. Στη δεύτερη το συνολικό κεφάλαιο παραμένει στα προηγούμενα επίπεδα του. Και στην τρίτη το κεφάλαιο φθίνει και η χώρα οδεύει προς χρεοκοπία. Στην πρώτη κατάσταση το κεφάλαιο είναι άφθονο και αυτό προκαλεί τη μείωση των κερδών (και του τόκου) ενώ οι μισθοί αυξάνονται χάρις στον ανταγωνισμό μεταξύ των καπιταλιστών για εργατικά χέρια. Αυτό κατά τον Smith εξηγεί την πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους που παρατηρήθηκε στην Ευρώπη από το 16ο ως το 18ο αιώνα. Μόνο στις νέες και γρήγορα αναπτυσσόμενες αποικίες με την ελεύθερη παρθένα γη και την έλλειψη εργατών αλλά και κεφαλαίου μπορούσαν το κέρδος και οι μισθοί να υπάρχουν ταυτόχρονα σε υψηλά επίπεδα. Όταν μια κοινωνία είναι στάσιμη, η αγορά τόσο του κεφαλαίου όσο και της εργασίας είναι πλήρως κορεσμένη. Επομένως, τόσο το κέρδος όσο και οι μισθοί προσδιορίζονται σε ένα πολύ χαμηλό επίπεδο. Τέλος, όταν μια κοινωνία οπισθοχωρεί ή βρίσκεται σε κατάσταση παρακμής, η έλλειψη κεφαλαίων προκαλεί την άνοδο του ποσοστού κέρδους και την πτώση των μισθών. Η επιδερμικότητα της επιχειρηματολογίας του Smith τον περιορίζει στην εξήγηση των διακυμάνσεων του ύψους του κέρδους από την αφθονία ή τη σπανιότητα τον κεφαλαίου.

Περισσότερο επιτυχής είναι η θεωρία του Smith για τους μισθούς, που περιέχει μια σειρά εύστοχες και ακριβείς παρατηρήσεις. Αυτό που προσδίδει σ' αυτή τη θεωρία την ιδιαίτερη της έλξη είναι η βαθιά αίσθηση συμπάθειας που δείχνει ο Smith προς τους εργάτες σε κάθε σελίδα του. Ωστόσο, από μια θεωρητική άποψη, η θεωρία του Smith για τους μισθούς πάσχει επίσης από ασυνέπειες και αντιφάσεις.

Ο λεγόμενος σιδηρούς νόμος των μισθών γνώρισε μια σχεδόν καθολική αποδοχή μεταξύ των οικονομολόγων του 17ου και του 18ου αιώνα. Διατυπώθηκε με το σαφέστερο τρόπο από τους Φυσιοκράτες,28 που υποστήριζαν ότι γενικά, το επίπεδο των μισθών δεν υπερβαίνει τα ελάχιστα μέσα διαβίωσης που απαιτούνται για τη συντήρηση του εργάτη και της οικογένειας του. Ο Smith είναι διστακτικός στο να προσυπογράψει πλήρως αυτή τη θέση που κατά την άποψη του δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Από το 17ο ως τα μέσα του 18ου αιώνα οι μισθοί στην Αγγλία αυξάνονταν και στην εποχή του Smith είχαν φτάσει ένα επίπεδο που υπερέβαινε σαφώς αυτό που ο Smith θεωρούσε ελάχιστο επίπεδο μέσων διαβίωσης. Πώς έπρεπε να εξηγηθεί αυτή η αύξηση των μισθών; Ο Smith την εξηγεί με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο εξηγεί την πτώση του ποσοστού κέρδους κατά την περίοδο από το 1βο έως το 18ο αιώνα: η οικονομική ευημερία και η συσσώρευση κεφαλαίου δημιουργούν μια μεγαλύτερη ζήτηση εργατών. Η γρήγορη συσσώρευση κεφαλαίου (και όχι ο απόλυτος όγκος του) απαιτεί ένα μεγαλύτερο αριθμό χεριών: οι υψηλοί μισθοί επιτρέπουν στους εργάτες να ανατρέφουν περισσότερα παιδιά, γεγονός που με, τη σειρά του επαναφέρει το επίπεδο των μισθών σε εκείνο ακριβώς το ύψος, στο οποίο ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού αντιστοιχεί λίγο ως πολύ με το ρυθμό αύξησης της ζήτησης εργασίας. Μια στάσιμη οικονομία θα είναι διαφορετική. Όταν το προκαταβαλλόμενο κεφάλαιο για τη μίσθωση των εργατών παραμένει στάσιμο, ο υπάρχων αριθμός εργατών αποδεικνύεται αρκετός για να ικανοποιήσει τη ζήτηση εργασίας, και «τα αφεντικά [δεν θα] είναι υποχρεωμένα να χτυπηθούν μεταξύ τους για να τους αποκτήσουν.»29 Οι μισθοί θα πέσουν στο επίπεδο των ελάχιστων μέσων διαβίωσης, ο πληθυσμός θα αναπαράγεται με μικρότερους ρυθμούς και το μέγεθος της εργατικής τάξης, θα μείνει σταθερό σ' αυτό το συγκεκριμένο επίπεδο. Τέλος, όταν μια, χώρα βρίσκεται σε παρακμή και τα «κεφάλαια που προορίζονται για τη συντήρηση της εργασίας μειώνονται αισθητά», η ζήτηση εργατών θα φθίνει σταθερά και θα πέσει κάτω από το καθιερωμένο ελάχιστο, «στην αθλιότερη και πενιχρότερη διαβίωση του εργάτη».30 Η φτώχεια, η πείνα και η θνησιμότητα θα μειώσουν το μέγεθος του πληθυσμού σ' αυτό που θα απαιτεί ο μειωμένος πλέον όγκος του κεφαλαίου.

Επομένως, το επίπεδο των πραγματικών μισθών θα εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας, με άλλα λόγια, από το ρυθμό μεγέθυνσης του κεφαλαίου ή του χρηματικού αποθέματος που προκαταβλήθηκε για τη μίσθωση των εργατών. Ο Smith, λοιπόν, προωθεί μια εμβριακή εκδοχή της θεωρίας του κονδυλίου των μισθών, που επρόκειτο να καταστεί τόσο δημοφιλής μεταξύ των αστών μελετητών.31 Ωστόσο, συνεχίζει να συγχέει την ιδέα ενός κονδυλίου των μισθών με την αντίληψη ότι οι μισθοί θα έλκονται προς το ελάχιστο επίπεδο μέσων διαβίωσης. «Ο άνθρωπος πρέπει πάντα να ζει από την εργασία του και ο μισθός του πρέπει τουλάχιστον να είναι ικανός να τον συντηρήσει. Μάλιστα, πρέπει στις περισσότερες περιπτώσεις να είναι κάτι παραπάνω. Διαφορετικά θα είναι αδύνατο να αναθρέψει μια οικογένεια και η' φυλή ενός τέτοιου εργάτη δεν θα διαρκέσει περισσότερο από μια γενιά.»32 Είδαμε όμως ότι ο Smith πιστεύει ότι οι μισθοί στην πραγματικότητα θα τείνουν προς το επίπεδο επιβίωσης όταν ο όγκος του κεφαλαίου και η ζήτηση εργασίας είναι στάσιμα. Όταν υπάρχει ανάπτυξη, οι μισθοί θα ανεβαίνουν πάνω από αυτό το επίπεδο. Όταν υπάρχει συρρίκνωση, θα πέφτουν κάτω από αυτό. Προφανώς ο Smith πίστευε ότι η πτώση των μισθών κάτω από αυτό το επίπεδο θα αποτελούσε μόνο ένα πρόσκαιρο και μεταβατικό φαινόμενο, εφόσον η φτώχεια και η θνησιμότητα θα επανέφεραν γρήγορα τον αριθμό των εργατών σε αντιστοιχία με τις μειωμένες απαιτήσεις του κεφαλαίου για εργασία. Από την άλλη πλευρά, ο Smith πίστευε επίσης ότι μπορούσε να υπάρχει μια μακροπρόθεσμη αύξηση των μισθών πάνω και πέρα από το ελάχιστο των μέσων Διαβίωσης  -  στο βαθμό που οι αυξημένοι μισθοί δεν ενθάρρυναν τους εργάτες να αναπαραχθούν γρηγορότερα από τις αυξημένες απαιτήσεις εργασίας του συσσωρευόμενου κεφαλαίου. Αυτή η πίστη στη μακροπρόθεσμη προοπτική βελτίωσης της ευημερίας των εργατών (που εν μέρει οφειλόταν στο γεγονός ότι οι μισθοί των άγγλων εργατών είχαν πραγματικά αυξηθεί από το 17ο έως τα μέσα του 18ου αιώνα) ξεχώριζε την αισιόδοξη κοσμοαντίληψη του Smith από αυτήν των οπαδών του, για παράδειγμα του Ricardo.

Παρ' όλη την αισιοδοξία του, ο Smith αναγνώριζε ότι ακόμα και όταν η κοινωνία αναπτυσσόταν, οι μισθοί δεν θα αυξάνονταν πέρα από το ελάχιστο που απαιτείτο για να ευθυγραμμιστεί η αύξηση του εργατικού πληθυσμού με τη ζήτηση εργαζομένων από το κεφάλαιο. Πρόκειται για ένα ζήτημα για το οποίο οι καπιταλιστές επίσης δείχνουν ενδιαφέρον: Επειδή είναι αριθμητικά λιγότεροι και μπορούν έτσι εύκολα να έρθουν σε συνεννόηση μεταξύ τους, επειδή προστατεύονται από το νόμο και επειδή οι εργάτες δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς δουλειά ούτε για μια ελάχιστη περίοδο, σε κάθε σύγκρουση τους με τους εργάτες βρίσκονται σ' ένα πλεονεκτικό κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων, που μπορούν πάντα να τον χρησιμοποιούν για να μειώνουν τους μισθούς μέχρι εκείνο το επίπεδο πέραν του οποίου η υπάρχουσα κατάσταση αναφορικά με το κεφάλαιο και τον πλούτο (το εάν δηλ. αυτό είναι σε ακμή, στασιμότητα, ή παρακμή) δεν τους επιτρέπει περαιτέρω μείωση. Αυτή η αναγνώριση του ευνοϊκού για τους καπιταλιστές κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων δεν οδηγεί από την άλλη πλευρά τον Smith στο συμπέρασμα ότι οι εργάτες πρέπει να αντιπαλέψουν τους καπιταλιστές για τη βελτίωση της κοινωνικής τους θέσης, να χρησιμοποιήσουν δηλ. απεργίες ή μορφές συνδικαλισμού. Όσο και αν ο Smith βλέπει με συμπάθεια τις ανάγκες των εργατών, δεν πιστεύει ότι η ένωση των εργατών μπορεί να βελτιώσει την τύχη τους. Σε μια ακμάζουσα κοινωνία οι ενώσεις αυτές θα είναι περιττές, γιατί οι μισθοί θα αυξηθούν ούτως ή άλλως από καθαρά οικονομικούς παράγοντες. Αν η κοινωνία είναι σε στασιμότητα ή παρακμή, (οι ενώσεις) δεν θα έχουν τη δύναμη να αποτρέψουν μια μείωση των μισθών. Η υποτίμηση της σημασίας των εργατικών ενώσεων από τον Smith αντανακλούσε το νηπιακό στάδιο του εργατικού κινήματος της εποχής. Ταυτόχρονα εναρμονιζόταν με τις γενικές του απόψεις, υπό την έννοια ότι η οικονομική ζωή έπρεπε να αφεθεί στο ελεύθερο παιχνίδι των ιδιαίτερων προσωπικών συμφερόντων.

 

7. Η θεωρία τον κεφαλαίου και της παραγωγικής εργασίας

 

Όπως είδαμε, ο Smith θεώρησε το κέρδος, και όχι την πρόσοδο, ως κύρια μορφή καθαρού εισοδήματος (υπεραξίας). Αλλά ο Smith αντιλαμβανόταν επίσης το κέρδος ως το «εισόδημα που προκύπτει από απόθεμα». Έτσι, λοιπόν, δεν εκπλήσσει καθόλου το γεγονός ότι ο Smith είχε μια πολύ ευρύτερη και ορθότερα επεξεργασμένη θεωρία τον κεφαλαίου απ' ό,τι οι Φυσιοκράτες. Η ιδιαίτερη συμβολή του συνίσταται στο ότι 1) διεύρυνε την έννοια του κεφαλαίου πέραν της σφαίρας της αγροτικής οικονομίας για να συμπεριλάβει και τη βιομηχανία, και 2) σκιαγράφησε την άμεση σύνδεση μεταξύ των εννοιών του κεφαλαίου και του κέρδους.

Επηρεασμένοι από τους Rodbertus και Adolf Wagner, οι αστοί οικονομολόγοι κάνουν συχνά τη διάκριση μεταξύ δύο εννοιών κεφαλαίου: μιας έννοιας «εθνικής οικονομίας» και μιας έννοιας «ιδιωτικής οικονομίας».33 Η πρώτη αναφέρεται στο συνολικό άθροισμα του προϊόντος της εργασίας μιας κοινωνίας που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για τη μελλοντική παραγωγή. Η δεύτερη αναφέρεται σε κάθε σύνολο αξίας που αποφέρει στον κάτοχο της ένα σταθερό εισόδημα μη προερχόμενο από εργασία. Η πρώτη έννοια του κεφαλαίου προκύπτει από μια μονόπλευρη υλικο-τεχνική οπτική, σύμφωνα με την οποία το κεφάλαιο είναι τα υπάρχοντα μέσα παραγωγής, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους μορφή. Εξ ου και το παράλογο συμπέρασμα που συναντάμε συχνά στα επιχειρήματα των Κλασικών οικονομολόγων και των επιγόνων τους, ότι ο πρωτόγονος κυνηγός είναι ένας «καπιταλιστής» λόγω του ότι κατέχει ένα τόξο και ένα βέλος. Αντίθετα, κατά τη δεύτερη ερμηνεία το κεφάλαιο διαχωρίζεται ως έννοια από την υλική διαδικασία παραγωγής, αφήνοντας έτσι αναπάντητο το ερώτημα σχετικά με το από πού αντλεί ο καπιταλιστής το μη προερχόμενο από εργασία εισόδημα του.

Όπως και αλλού, έτσι και εδώ ο Smith θα πρέπει να θεωρηθεί ως προγεννήτορας και των δύο εννοιών του κεφαλαίου. Ο Smith επιμένει ότι η ιδιοκτησία ενός ατόμου (υπό τον όρο ότι είναι αρκετά μεγάλη) θα διαιρείται σε δύο μέρη: «Εκείνο το μέρος το οποίο προσδοκά ότι θα του αποφέρει το εισόδημα του ονομάζεται το κεφάλαιο του. Το άλλο είναι αυτό που προμηθεύει την άμεση κατανάλωση του.»34 Το κεφάλαιο είναι η ιδιοκτησία που αποφέρει στον κάτοχο του ένα εισόδημα μη προερχόμενο από εργασία, με τη μορφή κέρδους. Η κύρια αξία αυτού του ορισμού είναι ότι συνδέει άμεσα την έννοια του κεφαλαίου με την έννοια του κέρδους.

Ωστόσο, ο Smith αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να περιοριστεί σ' έναν ορισμό του κεφαλαίου μόνο με όρους «ιδιωτικής οικονομίας». Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, ένα ιδιωτικό σπίτι όταν εκμισθώνεται αποτελεί κεφάλαιο για τον ιδιοκτήτη του. Είναι ωστόσο εξίσου προφανές ότι όταν το ίδιο σπίτι χρησιμοποιείται άμεσα από τον ιδιοκτήτη του «δεν μπορεί να προσφέρει κανένα κέρδος στην κοινωνία, ούτε να λειτουργήσει ως κεφάλαιο γι' αυτή».35 Με αυτό το δεδομένο, παράλληλα με τον προαναφερόμενο ορισμό, ο Smith μιλά συχνά για κεφάλαιο με όρους «εθνικής οικονομίας», δηλ. με μια υλικο-τεχνική έννοια, σύμφωνα με την οποία το αντιλαμβάνεται ως ένα «συσσωρευμένο απόθεμα προϊόντων» που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί σε μια μελλοντική παραγωγή, και συγκεκριμένα: 1) οι πρώτες ύλες που απαιτούνται γι' αυτή την εργασία, 2) τα εργαλεία παραγωγής και 3) τα μέσα διαβίωσης των εργατών.

Ο Smith αδυνατεί να συμφιλιώσει αυτούς τους δύο ορισμούς του κεφαλαίου επειδή, λόγω των συγχύσεων στο εσωτερικό της θεωρίας του για την υπεραξία, δεν μπορεί να παρακολουθήσει πώς το κεφάλαιο που είναι επενδυμένο στην αγροτική οικονομία, τη βιομηχανία και το εμπόριο (ο Smith τοποθετεί εσφαλμένα το κεφάλαιο που είναι επενδυμένο στο εμπόριο και τις ανταλλαγές σε ίση μοίρα με το παραγωγικό κεφάλαιο που είναι επενδυμένο στην αγροτική οικονομία και τη βιομηχανία) έχει την ικανότητα να αποφέρει ένα σταθερό εισόδημα με τη μορφή του κέρδους. Ο δυϊσμός των απόψεων του Smith για το κεφάλαιο αποκαλύπτεται καθαρά από το γεγονός ότι μερικές φορές αντιλαμβάνεται σωστά το κεφάλαιο ως τη συνολική αξία που δαπανά ο επιχειρηματίας για την αγορά μηχανών, πρώτων υλών, κλπ., σε άλλες όμως περιπτώσεις θεωρεί εσφαλμένα ότι [το κεφάλαιο] αποτελείται από τις μηχανές, τις πρώτες ύλες και τα παρόμοια, ως υλικές μορφές. Αυτή η σύγχυση των υλικών και τεχνικών στοιχείων της παραγωγής (τα μέσα παραγωγής ως τέτοια) με τη δεδομένη τους κοινωνική μορφή (δηλ. τη λειτουργία τους ως κεφάλαιο) αποτελεί τόσο ένα ειδοποιό γνώρισμα της θεωρίας του Smith για το κεφάλαιο, όσο και ένα χαρακτηριστικό της Κλασικής Σχολής γενικά.

Η έλλειψη σαφήνειας στη θεωρία του Smith για το κεφάλαιο αντανακλάστηκε στην άποψη του ότι το κεφάλαιο διαιρείται σε δύο τύπους, το πάγιο και το κυκλοφορούν. Την εμβρυακή μορφή αυτής της θεωρίας την συναντήσαμε στον Quesnay, που έκανε τη διάκριση μεταξύ αρχέγονων προκαταβολών και ετήσιων προκαταβολών36 Ο Smith γενίκευσε αυτές τις κατηγορίες πέραν του αγροτικού στο βιομηχανικό κεφάλαιο (κάτι που ήταν σωστό) αλλά και στο εμπορικό κεφάλαιο (κάτι που ήταν λάθος, εφόσον η διάκριση μεταξύ πάγιου και κυκλοφορούντος κεφαλαίου εφαρμόζεται μόνο στο παραγωγικό και όχι στο εμπορικό κεφάλαιο).37 ·37α

Τώρα το κυκλοφορούν κεφάλαιο διαφέρει από το πάγιο κεφάλαιο ανάλογα με τη χρονική διάρκεια της κυκλοφορίας του: η αξία του κυκλοφορούντος κεφαλαίου (π.χ. πρώτες ύλες) αποκαθίσταται πλήρως για τον ιδιοκτήτη του εργοστασίου με την ολοκλήρωση μιας μοναδικής παραγωγικής περιόδου καθώς αυτή η αξία περιέχεται στην τιμή του προϊόντος. Από την άλλη μεριά, η αξία του πάγιου κεφαλαίου (π.χ. μηχανές) εξαλείφεται μόνον εν μέρει και διαγράφεται μόνο μετά το πέρασμα αρκετών παραγωγικών περιόδων. Ο Smith παρέμεινε ασαφής σχετικά με αυτή τη διάκριση. Η προσοχή του επικεντρώθηκε στην υλική πλευρά των φαινομένων ως πραγμάτων, στις υπάρχουσες μηχανές ως φυσική μορφή, και όχι στην αξία τους. Ενώ στην κυκλοφορία εισέρχεται η συνολική αξία των μηχανών, αν και αργά και βαθμιαία, οι πραγματικές μηχανές παραμένουν κάθε φορά στην κατοχή του ιδιοκτήτη του εργοστασίου μέχρι την πλήρη απαξίωση τους. Ο Smith, κάνοντας αυτή την παρατήρηση, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι κανένα μέρος του πάγιου κεφαλαίου δεν εισέρχεται στην κυκλοφορία: αντίθετα με το κυκλοφορούν κεφάλαιο (πρώτες ύλες για παράδειγμα), που «απομακρύνεται συνεχώς απ' αυτόν [τον ιδιοκτήτη του  -  σ.τ.αγγ. μτφρ.] σε μια μορφή και επιστρέφει σε μια άλλη», το πάγιο κεφάλαιο αποφέρει ένα κέρδος «χωρίς να αλλάζει κατόχους, ή να κυκλοφορεί περαιτέρω».38 Οι ασυνέπειες στις οποίες οδηγεί τον Smith ένας τέτοιος ορισμός είναι ορατές από τον τρόπο με τον οποίο υποχρεώνεται να χαρακτηρίσει την αξία του σπόρου που φυλάσσει ο αγρότης-καπιταλιστής για την επόμενη σπορά ως πάγιο κεφάλαιο, απλά επειδή παραμένει στην κατοχή του αγρότη-καπιταλιστή. Χρησιμοποιώντας τον ίδιο ορισμό, ο Smith θεωρεί τα εμπορεύματα που κατέχουν οι έμποροι ως κυκλοφορούν κεφάλαιο, παρ' όλο ότι μιλώντας γενικά, αποτελούν εμπόρευμα, ή εμπορικό κεφάλαιο και όχι παραγωγικό κεφάλαιο.

Στη θεωρία του για το κεφάλαιο, ο Smith πλησίασε πολύ το πρόβλημα της αναπαραγωγής, περιλαμβανομένου αυτού της σχέσης μεταξύ κεφαλαίου και εισοδήματος. Το διατύπωσε με όρους πολύ ευρύτερους από αυτούς των Φυσιοκρατών, αντιλαμβανόμενος ότι ο σχηματισμός του καθαρού εισοδήματος  - με τη μορφή του κέρδους - πραγματοποιείται επίσης στη βιομηχανία. Ωστόσο, το υπόλοιπο της ανάλυσης για την αναπαραγωγή βρίθει από τα χονδροειδέστερα λάθη.

Όπως είδαμε, σύμφωνα με τη θεωρία του Smith ένα μερίδιο του κεφαλαίου δαπανάται για την αγορά των εργαλείων παραγωγής (πάγιο κεφάλαιο) και των πρώτων υλών (κυκλοφορούν κεφάλαιο). Από αυτό θα φαινόταν να προκύπτει το συμπέρασμα ότι η αξία του ετήσιου προϊόντος της κοινωνίας ως σύνολο πρέπει κατ' αρχήν και κυρίως να προορίζεται να αντικαταστήσει το συνολικά δαπανηθέν κεφάλαιο. Το εισόδημα της κοινωνίας είναι μόνο αυτό που απομένει πάνω και πέρα από αυτό το σύνολο, και στη συνέχεια διαιρείται μεταξύ των τριών κοινωνικών τάξεων ως μισθοί, κέρδος και πρόσοδος (ενώ οι μισθοί εμφανίζονται ταυτόχρονα ως μέρος του κυκλοφορούντος κεφαλαίου, το κέρδος και η πρόσοδος συνθέτουν την υπεραξία ή καθαρό εισόδημα). Σε ορισμένα χωρία ο Smith φτάνει ακριβώς σε μια τέτοια ορθή κατανόηση του προβλήματος: «Το ακαθάριστο εισόδημα όλων των κατοίκων μιας μεγάλης χώρας περιλαμβάνει το συνολικό ετήσιο προϊόν της εργασίας και της γης τους. Το καθαρό εισόδημα, [είναι] αυτό που απομένει μετά την αφαίρεση των δαπανών συντήρησης πρώτον του πάγιου και δεύτερον του κυκλοφορούντος κεφαλαίου. Αυτό μπορούν να το τοποθετήσουν στο απόθεμα που προορίζεται για την άμεση κατανάλωση τους χωρίς να παρέμβουν στο κεφάλαιο τους, ή μπορούν να το δαπανήσουν για τη διαβίωση τους, τις ανέσεις και τις διασκεδάσεις τους.»39 Έτσι, λοιπόν, η αξία του ετήσιου προϊόντος της κοινωνίας περιέχει όχι απλά το εισόδημα που εισπράττει η κάθε κοινωνική τάξη (δηλ. μισθοί, κέρδος και πρόσοδος), αλλά επίσης το πάγιο και το κυκλοφορούν κεφάλαιο που αναπαράγονται.

Αφού φτάσει τόσο κοντά σε μια σωστή διατύπωση του προβλήματος της αναπαραγωγής, ο Smith αρχίζει να έχει τις αμφιβολίες του. Αυτό που τον μπερδεύει είναι το γεγονός ότι μια αξία που παριστά κεφάλαιο για ένα άτομο, παριστά εισόδημα για ένα άλλο. Για τον κάτοχο του εργοστασίου υφαντουργίας οι κλωστικές μηχανές που αγοράζει παριστούν το πάγιο κεφάλαιο του. Ωστόσο αυτό που πληρώνει για αυτές στον κατασκευαστή τους και αυτό που ο τελευταίος διανέμει στους εργάτες του ως μισθό συνιστά εισόδημα για τους εργάτες και αντικατάσταση του κυκλοφορούντος κεφαλαίου για τον κατασκευαστή των μηχανών. Ο Marx αναλύει τη σύνθετη διασταύρωση αυτών των σχέσεων μεταξύ κεφαλαίου και εισοδήματος στον τόμο II του Κεφαλαίου. Εξετάζει εκεί τη διαδικασία αναπαραγωγής του κοινωνικού προϊόντος από δύο πλευρές: αυτή των υλικών του στοιχείων (μέσα παραγωγής και μέσα κατανάλωσης), και αυτή των συστατικών μερών της αξίας του (το αναπαραγόμενο σταθερό κεφάλαιο, οι μισθοί και η υπεραξία). Ο Smith, όπως γνωρίζουμε, συνέχεε τις δύο αυτές έννοιες  - την υλική και την κοινωνική - της διαδικασίας παραγωγής. Στη θεωρία του για την υπεραξία ταλαντεύεται μεταξύ διαφόρων οπτικών, μην έχοντας καμιά γνώση της διάκρισης μεταξύ σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου που επρόκειτο να εισαγάγει ο Marx. Κατά συνέπεια, ο Smith αποδείχτηκε ανίκανος να παράσχει μια ορθή λύση του προβλήματος της αναπαραγωγής και για να ξεπεράσει τις αμφιβολίες που τον οδηγούσαν σε αμηχανία κατέφυγε σε μια εξαιρετικά απλοϊκή προσέγγιση. Δέχτηκε απλά ότι η αξία του σταθερού κεφαλαίου, για παράδειγμα οι κλωστικές μηχανές, μπορεί να αναλυθεί στο σύνολο της σε εισόδημα, δηλ. σε μισθούς και κέρδος (και πρόσοδο). Βέβαια, η αξία του σταθερού κεφαλαίου που είναι απαραίτητη για την κατασκευή αυτών των μηχανών (π.χ. ο σίδηρος) πρέπει με τη σειρά της να εισέλθει στην αξία των μηχανών. Αλλά η αξία του σιδήρου αποτελείται και πάλι από τους μισθούς των εργατών που τον εξόρυξαν και τον κατεργάστηκαν συν το κέρδος του επιχειρηματία, κλπ. Το επιχείρημα αυτό δείχνει ακριβώς ότι σε κάθε στάδιο της παραγωγής του προϊόντος, η αξία του περιέχει όχι απλά τα εισοδήματα που εισπράττουν όσοι συμμετέχουν στην παραγωγή (δηλ. μισθοί, κέρδος και πρόσοδος), αλλά επίσης μια αναπλήρωση του σταθερού κεφαλαίου (μηχανές, πρώτες ύλες και τα παρόμοια). Ο Smith ωστόσο φτάνει ακριβώς στο αντίθετο συμπέρασμα. Νομίζει ότι η αξία του σταθερού κεφαλαίου αναλύεται σε τελευταία ανάλυση αποκλειστικά σε εισόδημα: μισθό, κέρδος και πρόσοδο. Κατά συνέπεια, η τιμή «όλων των εμπορευμάτων που συνθέτουν το συνολικό ετήσιο προϊόν της εργασίας της κάθε χώρας θεωρούμενη συνολικά, πρέπει να αναλύεται στα ίδια τρία μέρη και να κατανέμεται μεταξύ των διαφόρων κατοίκων της χώρας είτε ως μισθός της εργασίας τους, ως κέρδος του αποθέματος τους, είτε ως πρόσοδος της γης τους.»40 Ενώ ο Smith είχε προηγουμένως αντιληφθεί ότι ένα μερίδιο του ετήσιου προϊόντος της εργασίας προορίζεται να αντικαταστήσει το σταθερό κεφάλαιο, φθάνει τώρα στο παράλογο συμπέρασμα ότι το σύνολο της αξίας τον κοινωνικού προϊόντος αναλύεται σε εισοδήματα, εισερχόμενο με άλλα λόγια στην ατομική κατανάλωση των μεμονωμένων μελών της κοινωνίας.

Η λανθασμένη αυτή θεωρία κατέστη κυρίαρχο δόγμα για τους οικονομολόγους της Κλασικής Σχολής: Ο Ricardo την αποδέχτηκε, ο Say την ανήγαγε σε δόγμα, και ο John Stuart Mill την επαναλάμβανε ακόμα και στα μέσα του 19ου αιώνα.41

Για τον Smith λοιπόν, η αξία ενός προϊόντος συντίθεται από μισθούς, κέρδη και πρόσοδο. Οι μισθοί αποτελούν αυτό που στη Μαρξική ορολογία ονομάζεται μεταβλητό κεφάλαιο. Μπορούμε λοιπόν να αναδιατυπώσουμε την πρόταση αυτή ως εξής: η αξία τον προϊόντος αποτελείται από μεταβλητό κεφάλαιο και καθαρό εισόδημα (κέρδος και πρόσοδο). Το συνολικό κεφάλαιο υποτίθεται ότι απαρτίζεται αποκλειστικά από μεταβλητό κεφάλαιο. Το μέρος της αξίας του προϊόντος που αποτελεί το αναπαραγόμενο σταθερό κεφάλαιο λησμονείται τελείως. Πώς όμως μπορεί να γίνει αντιληπτή η αναπαραγωγή του κοινωνικού προϊόντος αν κανείς αγνοεί την αναπαραγωγή του σταθερού κεφαλαίου, που έχει μια τόσο μεγάλη και συνεχώς διευρυνόμενη σημασία στην καπιταλιστική οικονομία; Σαφώς, η εσφαλμένη αντίληψη του Smith ότι η αξία ενός προϊόντος αναλύεται σε εισοδήματα καταστρέφει το σύνολο της θεωρίας της αναπαραγωγής. Στο ζήτημα αυτό μένει πίσω ακόμα και από τον Quesnay, ο οποίος δεν λησμόνησε ούτε για μια στιγμή ότι μέρος του ετήσιου προϊόντος κατευθύνεται στην αντικατάσταση του απαξιωμένου τμήματος του κοινωνικού κεφαλαίου.

Τα λάθη στα οποία υπέπεσε ο Smith κατά την ανάλυση της διαδικασίας της εν γένει αναπαραγωγής δεν θα μπορούσαν να μην αντανακλαστούν στο πώς κατανόησε τη διαδικασία της διευρυμένης αναπαραγωγής, δηλαδή της συσσώρευσης κεφαλαίου. Αν το συνολικό κεφάλαιο αναλώνεται ως μεταβλητό κεφάλαιο, για τη μίσθωση εργατών, η διαδικασία της συσσώρευσης προφανώς θα εκτυλιχθεί ως εξής: Υπάρχει ένα μέρος του εισοδήματος του καπιταλιστή (το κέρδος του) που δεν αναλώνεται σε προσωπική κατανάλωση αλλά προστίθεται στο κεφάλαιο, δηλ. προκαταβάλλεται για τη μίσθωση εργασίας. Όλο το κεφάλαιο που συσσωρεύεται αναλώνεται για τη μίσθωση εργασίας. Η θέση αυτή είναι προφανώς λαθεμένη και για μια ακόμα φορά αγνοεί το γεγονός ότι ο καπιταλιστής πρέπει να διαθέσει ένα μέρος του επιπλέον κεφαλαίου του για την αγορά μηχανών, πρώτων υλών, κλπ.

Από αυτή τη λαθεμένη θεωρία για τη συσσώρευση θα μπορούσαν να συναχθούν δύο σημαντικά συμπεράσματα. Το πρώτο είναι ότι επειδή το συνολικό κεφάλαιο αναλώνεται για τη μίσθωση εργασίας, «κάθε αύξηση ή μείωση κεφαλαίου τείνει, επομένως, να αυξήσει ή να μειώσει την πραγματική ποσότητα της προσπάθειας, του αριθμού των παραγωγικών χεριών.»42 Κατά συνέπεια, κάθε αύξηση τον κεφαλαίου, προκαλώντας μια αναλογική αύξηση της ζήτησης εργασίας, λειτουργεί απόλυτα προς το συμφέρον της εργατικής τάξης. Οι υποστηρικτές αυτού του επιχειρήματος έχουν λησμονήσει ότι στην πραγματικότητα η ζήτηση εργασίας μεγεθύνεται μόνο ανάλογα με την αύξηση του μεταβλητού τμήματος του. κεφαλαίου και όχι με την αύξηση του κεφαλαίου ως συνόλου. Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι η συσσώρευση κεφαλαίου δεν συνεπάγεται μια περικοπή της προσωπικής κατανάλωσης των μελών της κοινωνίας. Αν ο καπιταλιστής συσσωρεύει το μισό ενός κέρδους ίσου με 1.000 λίρες, χρησιμοποιεί 500 λίρες για τη μίσθωση εργατών. Ο καπιταλιστής παραχωρεί αυτό το ποσό από την προσωπική του κατανάλωση υπέρ της προσωπικής κατανάλωσης των εργατών. «Αυτό που εξοικονομείται κάθε χρόνο καταναλώνεται το ίδιο ομαλά όπως αυτό που ξοδεύεται κάθε χρόνο, και σχεδόν ταυτόχρονα. Καταναλώνεται όμως από ένα διαφορετικό σύνολο ανθρώπων», δηλ. από εργάτες: «Η κατανάλωση είναι η ίδια αλλά οι καταναλωτές είναι διαφορετικοί.»43 Στο βαθμό που ο Smith απευθύνει αυτά τα λόγια εναντίον της αρχέγονης μικροαστικής και αγροτικής αντίληψης ότι συσσώρευση κεφαλαίου σημαίνει απόκρυψη χρυσών νομισμάτων σε χρηματοκιβώτια, έχει δίκιο. Το συσσωρευόμενο κεφάλαιο ασφαλώς αναλώνεται. Αναλώνεται, όμως, όχι απλά στη μίσθωση εργατών, αλλά εξίσου, και στην αγορά μηχανών, πρώτων υλών, κλπ. Συνολικά η ατομική κατανάλωση μειώνεται υπέρ της παραγωγικής κατανάλωσης. Η παραγωγή των μέσων παραγωγής αυξάνεται σε βάρος των μέσων κατανάλωσης. Η αγνόηση αυτού του γεγονότος έθεσε τις βάσεις της Κλασικής θεωρίας των αγορών των Say και Ricardo. Ακόμα και οι αντίπαλοι αυτής της θεωρίας, όπως ο Sismondi, υιοθέτησαν τη λαθεμένη άποψη του Smith ότι το συνολικό ετήσιο προϊόν της κοινωνίας κατευθύνεται στην προσωπική κατανάλωση των μελών της.44

Στενά δεμένη με τη θεωρία του για το κεφάλαιο και το εισόδημα είναι η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και αξιόλογη θεωρία του Smith για την παραγωγική και μη παραγωγική εργασία. Όπως ήδη γνωρίζουμε, άποψη του Smith ήταν ότι το σύνολο του κεφαλαίου δαπανάται στη μίσθωση εργατών, αποτελείται δηλ. από μισθούς. Μήπως αυτό σημαίνει ότι ο κάθε εργάτης πληρώνεται το μισθό του από το κεφάλαιο; Όχι, απαντά ο Smith, οι εργάτες είναι δυνατόν να εισπράττουν τους μισθούς τους είτε από το κεφάλαιο, είτε από το καθαρό εισόδημα (κέρδος και πρόσοδο). Ο καπιταλιστής μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτό το καθαρό εισόδημα (δηλ. το κέρδος), είτε για να αγοράσει διάφορα εμπορεύματα, είτε για να αγοράσει την εργασία άλλων εργατών που θα χρησιμοποιηθούν άμεσα για την κατανάλωση του (μια υπηρέτρια, ένας μάγειρας, ένας οικιακός δάσκαλος, κλπ.). Η εργασία αυτών των ανθρώπων προσφέρει στον καπιταλιστή μια συγκεκριμένη αξία χρήσης, ωστόσο δεν αποφέρει καμιά ανταλλακτική αξία ή υπεραξία. Αυτό συνιστά τη βάση της διάκρισης μεταξύ παραγωγικών και μη παραγωγικών εργατών. Παραγωγικοί εργάτες είναι αυτοί που ανταλλάσσουν άμεσα την εργασία τους με κεφάλαιο. Μη παραγωγικοί εργάτες είναι αυτοί που ανταλλάσσουν άμεσα την εργασία τους με εισόδημα. Πραγματικά, ο καπιταλιστής μπορεί να δαπανήσει μέρος του εισοδήματος του στη μίσθωση πρόσθετων παραγωγικών εργατών. Αλλά στην περίπτωση αυτή μετατρέπει ένα μέρος του εισοδήματος του σε κεφάλαιο: το συσσωρεύει ή το κεφαλαιοποιεί. Δεδομένου ότι το κεφάλαιο πρέπει να αποφέρει μια υπεραξία, την παραπάνω πρόταση μπορούμε να τη διατυπώσουμε διαφορετικά: παραγωγικοί εργάτες είναι αυτοί που η εργασία τους μπορεί να αποφέρει υπεραξία. Μη παραγωγικοί εργάτες είναι αυτοί που η εργασία τους δεν έχει αυτή την ιδιότητα. «Η εργασία, λοιπόν, ενός παραγωγού αυξάνει την αξία των υλικών τα οποία κατεργάζεται, την αξία της δικής του προσπάθειας και το κέρδος του αφεντικού του. Αντίθετα, η εργασία ενός υπηρέτη δεν αυξάνει καμιά αξία.»45

Μπορούμε να δούμε πώς η έννοια της παραγωγικής εργασίας μεταβλήθηκε με την ανάδυση της έννοιας της υπεραξίας (ή του καθαρού εισοδήματος). Η μοναδική μορφή υπό την οποία είχαν γνωρίσει οι μερκαντιλιστές την υπεραξία ήταν αυτή του εμπορικού κέρδους που προερχόταν από το εξωτερικό εμπόριο, και έρεε στη χώρα ως χρυσός ή άργυρος. Για το λόγο αυτό, κατ' αυτούς, η παραγωγικότερη εργασία ήταν αυτή των εμπόρων και ναυτικών που ασχολούνταν με το εξωτερικό εμπόριο. Οι Φυσιοκράτες κατανόησαν ότι η υπεραξία δημιουργείται στη διαδικασία τη; παραγωγής, αλλά, αγνοώντας το κέρδος και ταυτίζοντας την υπεραξία με την πρόσοδο, κατέληξαν στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι μόνο η εργασία του αγροτικού πληθυσμού είναι παραγωγική. Ο Smith, επεκτείνοντας την έννοια της υπεραξίας ώστε να συμπεριλάβει το κέρδος, ξεπέρασε μ' αυτό τον τρόπο την περιορισμένη έννοια της παραγωγικής εργασίας στην οποία ήταν προσκολλημένοι οι Φυσιοκράτες. Σύμφωνα με τη θεωρία του Smith, κάθε μισθωτή εργασία, είτε αγροτική, είτε βιομηχανική, είναι παραγωγική όταν ανταλλάσσεται άμεσα με κεφάλαιο και αποφέρει στον καπιταλιστή ένα κέρδος.

Εδώ ο Smith συνάγει τη διάκριση μεταξύ παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας από τις διαφορετικές τους κοινωνικές μορφές, και όχι από τις υλικές τους ιδιότητες. Στη βάση του παραπάνω ορισμού, η εργασία ενός υπηρέτη θα πρέπει να θεωρείται μη παραγωγική εάν ο καπιταλιστής τον μισθώνει για τις προσωπικές του υπηρεσίες, και παραγωγική όταν απασχολείται από έναν καπιταλιστή που διευθύνει ένα μεγάλο εστιατόριο. Στην πρώτη περίπτωση ο καπιταλιστής σχετίζεται με τον υπηρέτη ως καταναλωτής-αγοραστής, ενώ στη δεύτερη ως καπιταλιστής-αγοραστής. Παρ' όλο ότι η εργασία του υπηρέτη είναι ταυτόσημη στις δύο περιπτώσεις, η καθεμιά συνεπάγεται διαφορετικές κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, παραγωγικές στη μια περίπτωση και μη παραγωγικές στην άλλη. Ωστόσο, εδώ ο Smith αδυνατεί να φτάσει σ' ένα τέτοιο σωστό συμπέρασμα και αποδεικνύεται ανίκανος να διακρίνει την κοινωνική μορφή της εργασίας από το υλικό της περιεχόμενο. Παρατηρώντας αυτό που πραγματικά συμβαίνει γύρω του, ο Smith βλέπει ότι ο επιχειρηματίας μερικές φορές χρησιμοποιεί το κεφάλαιο του για να μισθώσει εργάτες, η εργασία των οποίων ενσωματώνεται σε υλικά αντικείμενα ή εμπορεύματα, άλλες όμως φορές χρησιμοποιεί το εισόδημα του για να αγοράσει προσωπικές υπηρεσίες όπου απουσιάζει αυτή η ιδιότητα της υλικότητας. Από εκεί καταλήγει στο συμπέρασμα ότι παραγωγική εργασία είναι αυτή που «προσανατολίζεται και πραγματοποιείται σε κάποιο ιδιαίτερο αντικείμενο ή αγοράσιμο εμπόρευμα, που διαρκεί τουλάχιστον επί κάποιο διάστημα μετά το τέλος της εργασίας... Η εργασία του ταπεινού υπηρέτη, αντιθέτως, δεν προσανατολίζεται και δεν πραγματοποιείται σε κανένα ιδιαίτερο αντικείμενο ή αγοράσιμο εμπόρευμα. Οι υπηρεσίες του γενικά χάνονται την ίδια τη στιγμή που επιτελούνται και σπάνια αφήνουν πίσω τους κάποιο ίχνος αξίας για την οποία θα μπορούσε στη συνέχεια να προσφερθεί μια ίση ποσότητα υπηρεσίας.»46

Όπως βλέπουμε, ο Smith δίνει εδώ ένα δεύτερο ορισμό της παραγωγικής εργασίας, τα ειδοποιά χαρακτηριστικά του οποίου είναι η ικανότητα της να δημιουργεί υλικά αντικείμενα. Προφανώς ο Smith δεν έχει επίγνωση του ότι προβάλλει δύο ορισμούς που δεν συμπίπτουν απόλυτα ο ένας με τον άλλο. Από την άποψη του πρώτου, του σωστού ορισμού, η εργασία του υπηρέτη ενός εστιατορίου που διευθύνει ένας καπιταλιστής είναι παραγωγική. Από την άποψη του δεύτερου, του λαθεμένου ορισμού, η εργασία του υπηρέτη ενός εστιατορίου που διευθύνει ένας καπιταλιστής είναι μη παραγωγική, εφόσον δεν ενσωματώνεται σε κανένα υλικό αντικείμενο. Εξ αντιδιαστολής, η εργασία ενός κηπουρού, τον οποίο διατηρεί ένας καπιταλιστής στη θερινή του κατοικία για την περιποίηση των φυτών του είναι κατά τον πρώτο ορισμό μη παραγωγική, δεδομένου ότι η εργασία αγοράζεται από το εισόδημα του καπιταλιστή και όχι από το κεφάλαιο του  -  με δυο λόγια τοποθετείται στην προσωπική του κατανάλωση και όχι στην παραγωγή υπεραξίας. Σύμφωνα με το δεύτερο ορισμό, η εργασία του κηπουρού, λόγω του ότι αφήνει πίσω της υλικά αποτελέσματα υπό τη μορφή ανθέων και φυτών, θα πρέπει πάντα να θεωρείται ως παραγωγική.

Στο σημείο αυτό, όπως και σε άλλα ζητήματα, βλέπουμε ότι ο Smith (και αυτό είναι τυπικό της Κλασικής Σχολής) συγχέει την υλική-τεχνική πλευρά της παραγωγικής διαδικασίας με την κοινωνική της μορφή. Κάθε φορά που ο Smith μελετά την κοινωνική μορφή της οικονομίας, ανακαλύπτει νέες προοπτικές και είναι ένας από τους θεμελιωτές της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας. Όταν συγχέει την κοινωνική μορφή της οικονομίας με το υλικό-τεχνικό της περιεχόμενο πέφτει σε αναρίθμητα λάθη και αντιφάσεις, των οποίων οι δύο ορισμοί της παραγωγικής εργασίας αποτελούν ένα απλό παράδειγμα.

Οι επίγονοι της Κλασικής Σχολής, που προσανατόλισαν την προσοχή τους προς την υλική-τεχνική πλευρά της παραγωγής, δεν έδωσαν την παραμικρή προσοχή στον πρώτο ορισμό που διατύπωσε ο Smith για την παραγωγική εργασία, και υιοθέτησαν μόνο τον δεύτερο, τον λαθεμένο. Μερικοί απ' αυτούς υιοθέτησαν τις απόψεις του Smith για τη μη παραγωγική εργασία ως εργασία που δεν ενσωματώνεται σε υλικά αντικείμενα. Άλλοι αντέκρουσαν αυτή την άποψη στη βάση του ότι η εργασία των υπαλλήλων, των στρατιωτών, των ιερέων, κλπ., θα έπρεπε επίσης να θεωρείται ως παραγωγική. Ωστόσο, ούτε οι υποστηρικτές, ούτε οι αντίπαλοι της άποψης του Smith κατανόησαν τον πραγματικά πολύτιμο κοινωνικό ορισμό της παραγωγικής εργασίας, τον οποίο επρόκειτο να αναπτύξει αργότερα ο Marx.

 

 

1.. Το ρωσικό κείμενο χρησιμοποιεί τον όρο «ob'etilipredmet», που στην περίπτωση αυτή σημαίνει αντικείμενο μιας έρευνας ή μελέτης. [σ.τ.Ε.].

2. Στο τέλος του κεφαλαίου 4 περιγράφει πώς θα προχωρήσει στην επακόλουθη ανάλυση της αξίας:

«Προκειμένου να ερευνήσω τις αρχές που ρυθμίζουν την ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων, θα προσπάθησα) να δείξω,

Πρώτον, ποιο είναι το πραγματικό μέτρο της ανταλλακτικής αξίας, ή σε τι συνίσταται η πραγματική τιμή όλων των εμπορευμάτων,

Δεύτερον, ποια είναι τα διάφορα μέρη τα οποία απαρτίζουν ή συγκροτούν αυτή την πραγματική τιμή.

Και τέλος, ποιες είναι οι διάφορες περιστάσεις που μερικές φορές υψώνουν μερικά ή και όλα αυτά τα διαφορετικά μέρη της τιμής πάνω από το φυσικό ή κανονικό τους ύψος, και μερικές φορές τα βυθίζουν κάτω απ' αυτό. Ή, ποιες είναι οι αιτίες που μερικές φορές εμποδίζουν την αγοραία τιμή, δηλ. την πραγματική τιμή των εμπορευμάτων, να συμπέσει ακριβώς με αυτό που μπορεί να ονομαστεί φυσική τους τιμή.» Wealth of Nations, βιβλίο Ι, κεφ. 4, σελ. 46. [σ.τ.Ε.]

3. Βλ. προηγούμενα, κεφ. 7.

4. Βλ. κεφ. 20 (Θέσεις 46, υποσημ. 3).

5.. Ως δευτερεύον μέτρο της αξίας ενός εμπορεύματος ο Smith λαμβάνει την ποσότητα των σιτηρών που αυτό αγοράζει μέσω της ανταλλαγής (εφόσον μια δεδομένη ποσότητα σιτηρών θα είναι πάντα σε θέση να αγοράσει κατά προσέγγιση την ίδια ποσότητα εργασίας).

6. Όπ. παρ., βιβλίο Ι, κεφ. 5, σελ. 48. Υπογράμμιση του Rubin [σ.τ.Ε.].

7.. Όπ. παρ., βιβλίο Ι, κεφ. 5, σελ. 51. «Παρ' όλο όμως ότι ίσες ποσότητες εργασίας είναι ίσης αξίας για τον εργάτη, για το άτομο που τον απασχολεί εμφανίζονται άλλες φορές μεγαλύτερης και άλλες φορές μικρότερης αξίας. Μερικές φορές τις αγοράζει με μια μεγαλύτερη και μερικές φορές με μια μικρότερη ποσότητα αγαθών και γι' αυτόν η τιμή της εργασίας φαίνεται να κυμαίνεται όπως η τιμή όλων των άλλων πραγμάτων. Γι αυτόν φαίνεται ακριβή στη μια περίπτωση και φτηνή στην άλλη. Ωστόσο στην πραγματικότητα, τα αγαθά είναι αυτά που είναι φτηνά στη μια περίπτωση και ακριβά στην άλλη» [σ.τ.Ε.].

8. Όπ. παρ. βιβλίο Ι, κεφ. 5, σελ. 50.

9. Όπ. παρ. βιβλίο Ι, κεφ. 5, σελ. 50.

10.. Τα αποσπάσματα που μνημονεύονται σ' αυτή την παράγραφο είναι όλα από το Smith, όπ. παρ., βιβλίο Ι, κεφ. 5, σελ. 49-50. Υπογράμμιση του Rubin [σ.τ.Ε.].

11. Όπ. παρ., βιβλίο Ι, κεφ. 8, σελ. 82. Υπογράμμιση του Rubin. [σ.τ.Ε.].

12. Όπ. παρ., βιβλίο Ι, κεφ. 6, σελ. 65.

13. Βλ. στη συνέχεια, κεφ. 24. (Κεφ. 7 της παρούσας δημοσίευσης).

14. Η συζήτηση στην οποία αναφέρεται ο Rubin εμφανίζεται στο βιβλίο Ι, κεφ. 7, σελ. 72:

 «Αυτά τα συνήθη ή μέσα μερίδια μπορούν να αποκληθούν φυσικά μερίδια μισθών, κέρδους και προσόδου, στη χρονική στιγμή και στον τόπο που επικρατούν.

Όταν η τιμή ενός εμπορεύματος δεν είναι ούτε μεγαλύτερη ούτε μικρότερη από αυτό που είναι αρκετό για να πληρωθεί η πρόσοδος της γης, οι μισθοί της εργασίας και τα κέρδη του αποθέματος που χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία, την ετοιμασία και τη μεταφορά του στην αγορά, σύμφωνα με τα φυσικά τους μερίδια, το εμπόρευμα πωλείται τότε έναντι αυτού που μπορεί να αποκληθεί η φυσική του τιμή» [σ.τ.Ε.].

15. Βλ. παραπάνω. Κεφ. 13.

16. Μεταφράσαμε τον όρο τον Rubin zemel'naya renta άλλοτε ως «έγγεια πρόσοδο», που είναι και το ακριβέστερο νόημα, και άλλοτε ως «πρόσοδο γης» που είναι η ορολογία που χρησιμοποίησε πραγματικά ο Smith όταν ασχολείτο με την πρόσοδο ως οικονομική κατηγορία, που προσδιορίζει την κοινωνική σχέση με βάση την οποία η τάξη των γαιοκτημόνων συνδέεται με τις άλλες τάξεις της κοινωνίας. Η ιδιαίτερη εξέταση της έγγειας προσόδου από τον Smith γίνεται στο βιβλίο V [σ.τ.Ε.].

17.. Wealth οι Nations, βιβλίο Ι, κεφ. 8, σελ. 83.

18.. Όπ. παρ. βιβλίο Ι, κεφ. 8, σελ. 63. Υπογράμμιση του Rubin [στΕ]

19.. Όπ. παρ. βιβλίο Ι, σελ. 83.

20.. Η πραγματική διατύπωση του Rubin είναι «chistyi ili netrudovoi dokhod», που επί λέξει σημαίνει «καθαρό ή μη προερχόμενο από εργασία εισόδημα». Ωστόσο μια τέτοια απόδοση δεν αντιστοιχεί στο πλήρες νόημα της εργασίας ως μοναδικής πηγής αξίας [σ.τ.Ε.].

21.. Το απόσπασμα είναι από το κεφ. 11, σελ. 162-63. Για την πρώτη πηγή της προσόδου ο Smith γράφει: «Υπάρχουν κάποια μέρη του προϊόντος της γης για τα οποία η ζήτηση πρέπει πάντα να είναι τέτοια, ώστε να αποδέχεται μια τιμή μεγαλύτερη από αυτή που είναι αρκετή για να τα φέρει στην αγορά. Και υπάρχουν άλλα για τα οποία αυτή μπορεί να είναι ή να μην είναι τόση που να αποδέχεται μια τέτοια μεγαλύτερη τιμή. Τα πρώτα πρέπει πάντα να αποφέρουν μια πρόσοδο στο γαιοκτήμονα. Τα δεύτερα μερικές φορές ενδέχεται να αποφέρουν [πρόσοδο] και μερικές φορές όχι, ανάλογα με τις περιστάσεις.» (βιβλίο Ι, κεφ. 11, σελ. 162). Αυτό που ο Rubin περιγράφει ως τρίτη πηγή προσόδου αναλύεται από τον Smith ως εξής: «Όταν όμως λόγω της βελτίωσης και της καλλιέργειας της γης η εργασία μιας οικογένειας μπορεί να προσφέρει τροφή για δύο, η εργασία της μισής κοινωνίας γίνεται αρκετή να προσφέρει τροφή για το σύνολο της. Ωστόσο, το άλλο μισό, ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του μπορεί να απασχοληθεί για την προμήθεια άλλων πραγμάτων ή στην ικανοποίηση των άλλων αναγκών και προτιμήσεων του ανθρώπινου γένους.» «Η τροφή είναι μ' αυτό τον τρόπο, όχι μόνο η αρχική πηγή της προσόδου, αλλά κάθε άλλο μέρος του προϊόντος της γης, που στη συνέχεια αποφέρει πρόσοδο, αντλεί αυτό το μέρος της αξίας του από τη βελτίωση και καλλιέργεια της εργασίας κατά την παραγωγή της τροφής μέσω της βελτίωσης και της καλλιέργειας της γης.» (βιβλίο Ι, κεφ. 11, σελ. 180 & 182).

22.. Όπ. παρ., βιβλίο II, κεφ. 5, σελ. 364.

23.. Όπ. παρ., βιβλίο Ι, κεφ. 8, σελ. 83.

24.. Στην πραγματικότητα ακόμα και η βιομηχανική εργασία απαιτεί τη συμβολή των δυνάμεων της φύσης. Η αντίθετη άποψη του Smith είναι χαρακτηριστική της μανουφακτορικής περιόδου, όταν δεν υπήρχαν μηχανές και κυριαρχούσε η χειρωνακτική εργασία. Ωστόσο, φαίνεται πιθανό ότι αυτή η εσφαλμένη αντίληψη επηρέασε ευνοϊκά την ανάπτυξη της σκέψης του Smith: γιατί του επέτρεψε να υπερβεί τη φυσιοκρατική θεωρία και να τοποθετήσει την πηγή της αξίας και της υπεραξίας όχι στη φύση αλλά στην ανθρώπινη εργασία. [Η παρατιθέμενη φράση προέρχεται από το βιβλίο II, κεφ. 5, σελ. 364  -  σ.τ.Ε.].

25.. Όπ. παρ., κεφ. 8, σελ. 82.

26.. Ο Rubin εννοεί ότι οι εργάτες χωρίς τα δικά τους μέσα διαβίωσης αποστερούνται τα μέσα παραγωγής του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη.

27.. Wealth of Nations, βιβλίο Ι, κεφ. 8. σελ. 83.

28.. Βλ. στα προηγούμενα, κεφ. 3 και 13.

29.. Όπ. παρ., βιβλίο Ι, κεφ. 8, σελ. 89.

30.. Όπ. παρ., βιβλίο Ι, κεφ. 8, σελ. 90-91.

31.. Βλ. στη συνέχεια, μέρος V, κεφ. 34.

32.. Όπ. παρ. βιβλίο Ι, κεφ. 8, σελ. 85.

33.. Το ρωσικό κείμενο χρησιμοποιεί εδώ τη λέξη «chistokhozyaisivennoe», που σημαίνει «καθαρά οικονομικός». Στην επόμενη σελίδα χρησιμοποιείται, ο όρος «chastnokhozyaistvennoe», ή «ιδιωτικο-οικονομικός». Επειδή ο πρώτος όρος φαίνεται να έχει μικρή σχέση με το πλαίσιο στο οποίο τον χρησιμοποιεί ο Rubin, υποθέσαμε  - ίσω; τολμηρά - ότι πρόκειται για τυπογραφικό λάθος και το μεταφράσαμε ως «ιδιωτική οικονομία», ώστε να συμφιονεί με τον όρο που εμφανίζεται στη συνέχεια του κειμένου [σ.τ.Ε.].

34.. Wealth of Nations, βιβλίο II, κεφ. 1, σελ. 279. Υπογράμμιση του Rubin [στΕ].

35.. Όπ. παρ., βιβλίο II, σελ. 281.

36.. Βλ. στα προηγούμενα, κεφ. 13.

37.. Στον τόμο II του Κεφαλαίου ο Marx διακρίνει τρεις βασικές μορφές με τις οποίες εμφανίζεται το βιομηχανικό κεφάλαιο, καθεμία από τις οποίες χαρακτηρίζεται από το δικό της σχήμα κυκλοφορίας: Το χρηματικό κεφάλαιο, του οποίου το βασικό σχήμα είναι M-C...P...C'-M, δηλ. το χρήμα (Μ) μετασχηματίζεται σε εμπορεύματα (C  -  μέσα παραγωγής και εργασιακή δύναμη), που λειτουργούν ως παραγωγικό κεφάλαιο (Ρ), και από το οποίο προκύπτουν εμπορεύματα μεγαλύτερης αξίας που τελικά μετασχηματίζονται και πάλι σε χρήμα (Μ', δηλ. τώρα ένα ποσό μεγαλύτερο απ ό,τι προηγούμενα, γιατί περιέχει την προσαύξηση της υπεραξίας). Δεύτερον, υπάρχει το παραγωγικό κεφάλαιο, που αναφέρεται ειδικά στη μορφή που παίρνει το κεφάλαιο στην παραγωγική διαδικασία. Το κύκλωμα του είναι P...C'-M'-C...P. Δηλ. η παραγωγική διαδικασία αποδίδει εμπορεύματα που είναι αυξημένα κατά την υπεραξία και τα οποία στη συνέχεια πωλούνται έναντι χρήματος. Αν το σύνολο της υπεραξίας κατευθύνεται στην προσωπική κατανάλωση του καπιταλιστή (δηλ. καταναλώνεται ως εισόδημα) τα εμπορεύματα που αγοράζονται για την ανανέωση της παραγωγής θα έχουν την ίδια αξία όπως και προηγούμενα, και θα έχουμε επομένως, C...P (απλή αναπαραγωγή). Αν ένα μέρος της υπεραξίας κεφαλαιοποιείται και χρησιμοποιείται για την αγορά μιας μεγαλύτερης αξίας μέσων παραγωγής και εργασιακής δύναμης από αυτήν που παριστούσε το αρχικό Ρ στην αρχή του κυκλώματος, τότε ως αποτέλεσμα αυτής της συσσώρευσης θα έχουμε στο τέλος του σχήματος C...P'. Τέλος, υπάρχει το εμπορευματικό κεφάλαιο, του οποίου το σχήμα είναι C'-M'-C...P-C. Εδώ αρχίζουμε με το συνολικό εμπορευματικό προϊόν όπως αυτό προκύπτει από την παραγωγική διαδικασία, και το οποίο περιέχει την αρχική αξία Ρ συν την υπεραξία. Αυτό στη συνέχεια μετασχηματίζεται σε χρηματικό κεφάλαιο, που χρησιμοποιείται για την αγορά νέων μέσων παραγωγής και εργασιακής δύναμης. Τα στοιχεία αυτά, αφού λειτουργήσουν στην παραγωγική διαδικασία αποδίδουν ένα νέο εμπορευματικό προϊόν C', που επίσης περιέχει την αξία του αρχικού παραγωγικού κεφαλαίου συν την υπεραξία. Όλη η ανάλυση του Marx για το πάγιο και κυκλοφορούν κεφάλαιο περιστρέφεται γύρω από αυτές τις διακρίσεις, γιατί, όπως υπογραμμίζει ο Marx, η διάκριση μεταξύ πάγιου και κυκλοφορούντος κεφαλαίου ισχύει μόνο στο εσωτερικό της διαδικασίας παραγωγής. Το λάθος του Smith, όπως εξηγεί εδώ ο Rubin, είναι ότι συγχέει την κυκλοφορία της αξίας με την κυκλοφορία των υλικών αντικειμένων που ενσωματώνουν αυτή την αξία. Το κυκλοφορούν κεφάλαιο είναι κεφάλαιο του οποίου η αξία διανύει το συνολικό κύκλωμα του παραγωγικού κεφαλαίου μέσα σε μια μοναδική παραγωγική περίοδο. Το πάγιο κεφάλαιο είναι κεφάλαιο του οποίου η αξία διανύει το ίδιο αυτό κύκλωμα μόνο μετά από μια εκτεταμένη χρονική περίοδο, δηλ. μετά από αρκετές παραγωγικές περιόδους. Ο Smith οδηγείται έτσι στη σύγχυση ανάμεσα στο κυκλοφορούν κεφάλαιο (που είναι κατ' ανάγκην μέρος του Ρ) και το κεφάλαιο της κυκλοφορίας (το κυκλοφοριακό κεφάλαιο), δηλ. το εμπορευματικό κεφάλαιο (ή αυτό που ο Rubin αναφέρει εδώ ως εμπορικό κεφάλαιο).[σ.τ.Ε.].

37.α. Η διατύπωση αυτή του Rubin είναι αμφιλεγόμενη, διότι φαίνεται να υποστηρίζει ότι το εμπορικό κεφάλαιο δεν αποτελεί τμήμα του (με την ευρεία έννοια) παραγωγικού κεφαλαίου. Μια τέτοια ερμηνεία δεν συνηγορεί όμως με την ορθή θέση, την οποία αποδέχεται ο Rubin στη συνέχεια αυτού του κεφαλαίου, ότι «κάθε μισθωτή εργασία (...) είναι παραγωγική όταν ανταλλάσσεται άμεσα με κεφάλαιο και αποφέρει στον καπιταλιστή ένα κέρδος.» Σχετικά με τον παραγωγικό χαρακτήρα του εμπορικού κεφαλαίου, αλλά και ορισμένες αντιφατικές διατυπώσεις, γύρω από το ζήτημα αυτό στο έργο του Marx, βλ. Γιώργου Σταμάτη: «Αγροτικό πλεόνασμα, παραγωγική και μη παραγωγική εργασία, άνιση ανταλλαγή και παραοικονομία: Η θαυμαστή καριέρα ορισμένων εννοιών της Μαρξικής Πολιτικής Οικονομίας στις σημερινές κοινωνικές επιστήμες στη χώρα μας», περ. Θέσεις, τ. 27, 1989. Αναδημοσιεύτηκε στο Γ. Σταμάτης: Κείμενα Οικονομικής θεωρίας και Πολιτικής, τόμ. Α, σελ. 133-183. Όπως παρατηρεί στο κείμενο αυτό ο Γ. Σταμάτης, «η διαδικασία κυκλοφορίας είναι υλική διαδικασία παραγωγής, δηλ. μια διαδικασία η οποία χρησιμοποιεί εργασιακή δύναμη και μέσα παραγωγής και παράγει υλικά αγαθά και/ή υπηρεσίες. Ο χονδρέμπορος π.χ. που πουλάει σιδερόβεργες για οικοδομές, τις οποίες αγοράζει από ένα εργοστάσιο χαλυβουργίας, παράγει ένα νέο προϊόν, διαφορετικό από τις  - από φυσική άποψη ίδιες - σιδερόβεργες του εργοστασίου χαλυβουργίας, χρησιμοποιώντας στη διαδικασία παραγωγής του, πλην της εργασιακής δύναμης, και άλλες αρχικές και ενδιάμεσες εισροές τις οποίες προμηθεύεται από άλλους παραγωγούς, και στις οποίες ανήκουν πλην άλλων (όπως κτίρια, εξοπλισμός γραφείων, ηλεκτρικό ρεύμα, υπηρεσίες μεταφορών, υπηρεσίες ασφάλισης, κλπ.) και αυτές οι ίδιες οι σιδερόβεργες του εργοστασίου χαλυβουργίας  -  οι τελευταίες αποτιμημένες βέβαια σε τιμές εργοστασίου (...) Η τιμή του χονδρεμπόρου περιέχει λοιπόν μισθούς και κέρδη, δηλ. (προστιθέμενη) αξία, που δεν περιέχονταν στην τιμή εργοστασίου, αλλά δημιουργήθηκαν στην υλική διαδικασία παραγωγής του χονδρεμπόρου, χειροπιαστό προϊόν της οποίας είναι οι σιδερόβεργες στην Αθήνα, και όχι σιδερόβεργες στο εργοστάσιο χαλυβουργίας στη Θεσσαλονίκη» (Κείμενα..., όπ. παρ., σελ. 156-57) [σ.τ.Ε. ελλην. έκδ.]

38.. Wealth of Nations, βιβλίο II, κεφ. 1, σελ. 279.

39.. Όπ, παρ., βιβλίο II, κεφ. 2, σελ. 286-287.

40.. Όπ. παρ., βιβλίο Ι. κεφ. 6. σελ. 69.

41.. Βλ. το κεφάλαιο για τον Sismondi, στο μέρος V, στα επόμενα.

42.. Όπ. παρ., βιβλίο II, κεφ. 3, σελ. 337. Άλλα αποσπάσματα στην ίδια σελίδα τονίζουν μια ανάλογη θέση. «Αυτό που εξοικονομεί κάποιος από το εισόδημα του το προσθέτει στο κεφάλαιο του, και είτε το απασχολεί ο ίδιος για τη διατήρηση ενός πρόσθετου αριθμού παραγωγικών χεριών, ή δίνει σε κάποιον άλλο αυτή τη δυνατότητα, δανείζοντας το σε αυτόν έναντι ενός τόκου...» «Η φιλαργυρία, με την αύξηση του αποθέματος που προορίζεται για τη συντήρηση των παραγωγικών χεριών, τείνει να αυξήσει τον αριθμό εκείνων των χεριών των οποίων η εργασία αυξάνει την αξία του αντικειμένου στο οποίο δαπανάται.» [σ.τ.Ε.]. 

43.. Όπ. παρ., βιβλίο II, κεφ. 3, σελ. 337-38.

44.. Βλ. το κεφάλαιο για τον Sismondi, στο μέρος V, στα επόμενα.

45.. Όπ. παρ., βιβλίο II, κεφ. 3. σελ. 330.

46.. Όπ. παρ., βιβλίο II, κεφ. 3. σελ. 330.

 
< Προηγ.
Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση - εκδόσεις Νήσος, Σαρρή 14, 10553, Αθήνα. τηλ-fax. 210-3250058
Το περιεχόμενο του ιστοχώρου διατίθεται ελεύθερα χωρίς περιορισμούς υπό τον όρο της παραπομπής στην αρχική του πηγή, για μη-εμπορικούς σκοπούς