Η συμβολή του Adam Smith στην οικονομική επιστήμη Εκτύπωση
Τεύχος 46, περίοδος: Ιανουάριος - Μάρτιος 1994


Η συμβολή του Adam Smith στην οικονομική επιστήμη. Μέρος Α'
του Isaac Rubin
μετάφραση Χρ. Βαλλιάνος
 

1. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός στην Αγγλία στα μέσα του 18ου αιώνα

 

Ο μερκαντιλισμός, που αντανακλούσε τα συμφέροντα του εμπορικού κεφαλαίου, είχε προκαλέσει στη Γαλλία την αντίθεση των Φυσιοκρατών, που ήταν υποστηρικτές της αγροτικής αστικής τάξης. Ωστόσο, η αντίθεση αυτή δεν είχε καμιά κατάληξη, καθώς το πρόγραμμα των Φυσιοκρατών δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Οι μόνες δυνάμεις που μπορούσαν να συντρίψουν τον μερκαντιλισμό ήταν αυτές της βιομηχανικής αστικής τάξης των πόλεων. Η ολοκλήρωση της νίκης επί του μερκαντιλισμού, τόσο στην πράξη, όσο και στη θεωρία, αποτέλεσε έργο της Κλασικής Σχολής που ίδρυσε ο Adam Smith. Αν οι Φυσιοκράτες ονειρεύονταν τις γρήγορες επιτυχίες του παραγωγικού αγροτικού κεφαλαίου, η Κλασική Σχολή αγωνίστηκε εναντίον του μερκαντιλισμού στο όνομα της ελεύθερης ανάπτυξης του βιομηχανικού καπιταλισμού. Για να καταλάβουμε καλύτερα τη θεωρία του Smith, πρέπει πρώτα να πάρουμε μια ιδέα για την κατάσταση του βιομηχανικού καπιταλισμού στην Αγγλία γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα, την παραμονή της βιομηχανικής επανάστασης.

Ο 18ος αιώνας ήταν μια μεταβατική περίοδος στην ιστορία της Αγγλικής βιομηχανίας, και χαρακτηρίστηκε από τη συνύπαρξη διαφορετικών μορφών βιομηχανικής οργάνωσης: κατ' αρχήν ήταν οι ανεξάρτητοι χειροτέχνες, οι οποίοι υπήρχαν ακόμα ως απολίθωμα του παρελθόντος. Δεύτερον, υπήρχε ένα ευρέως διαδεδομένο σύστημα οικοτεχνικής ή οικόσιτης βιομηχανίας μεγάλης κλίμακας. Και τρίτον, εμφανίζονταν πλέον, μεγάλες συγκεντροποιημένες καπιταλιστικές επιχειρήσεις ή μανουφακτούρες (manufactories).

Στις αρχές του 18ου αιώνα υπήρχε ακόμα στην Αγγλία ένας μεγάλος αριθμός ανεξάρτητων τεχνιτών. Ο Defoe μας άφησε ένα ενδιαφέρον πορτρέτο της ζωής των ανεξάρτητων μαστόρων  -  ενδυματοποιών που ζούσαν κοντά στο Χάλιφαξ: «Σχεδόν σε κάθε σπίτι υπήρχε μια τεντώστρα, και σχεδόν σε κάθε τεντώστρα ένα κομμάτι ύφασμα... ή shalloon...» «...κάθε ράφτης πρέπει να συντηρεί ένα άλογο, ίσως και δύο, για τις αποστολές και μεταφορές του εργαστηρίου του... κάθε λοιπόν ενδυματοποιός γενικά συντηρεί για την οικογένεια του μια ή δύο αγελάδες, ή και περισσότερες...» «το σπίτι είναι γεμάτο από γεροδεμένους ανθρώπους, μερικοί στο βαφείο, μερικοί δοκιμάζουν τα ρούχα, κάποιοι άλλοι στον αργαλειό...» «... γυναίκες και παιδιά... είναι συνεχώς απασχολημένοι λαναρίζοντας, γνέθοντας, κοκ, έτσι ώστε κανείς δεν μένει χωρίς ασχολία, όλοι μπορούν να κερδίζουν το ψωμί τους, από τον νεώτερο μέχρι τον γεροντότερο. Μόλις που είναι τεσσάρων χρονών, αλλά τα χέρια τους δουλεύουν καλά και δεν έχουν καμιά ανάγκη βοήθειας.»1 Οι τεχνίτες διατηρούσαν την ανεξαρτησία τους χάρις στο γεγονός ότι μετέφεραν οι ίδιοι τα εμπορεύματα τους για πώληση στις πλησιέστερες αγορές.

Ωστόσο, από τη στιγμή που έφθαναν στην αγορά, οι τεχνίτες συνήθως έπρεπε να πωλούν τα εμπορεύματα τους όχι άμεσα στον καταναλωτή, αλλά σ' ένα μεσάζοντα [middleman]. Οι υφασματοποιοί που ζούσαν κοντά στο Leeds έφερναν τα υφάσματα τους στο Leeds δύο φορές την εβδομάδα, όπου το εμπόριο διεξαγόταν αρχικά σε μια γέφυρα, και αργότερα σε δύο σκεπαστές αγορές. Κάθε υφασματοποιός είχε το δικό του πάγκο όπου έφερνε τα υφάσματα του. Στις έξι ή επτά το πρωί, με τον κτύπο της καμπάνας, εμφανίζονταν οι έμποροι και οι μεσάζοντες, που άρχιζαν να διαπραγματεύονται με τους υφασματοποιούς, ολοκληρώνοντας τις συναλλαγές τους σε μια περίπου ώρα. Γύρω στις εννέα οι πάγκοι είχαν αδειάσει και η αγορά ήταν έρημη. Σ' αυτές τις συνθήκες οργάνωσης, παρ' όλον ότι διατηρούσαν την ανεξαρτησία τους, οι τεχνίτες πωλούσαν ήδη τα εμπορεύματα τους στον έμπορο και όχι στον καταναλωτή.

Η ανάγκη να πωλούν στους εμπόρους οφειλόταν, τις περισσότερες περιπτώσεις, στην ειδίκευση των τεχνιτών, στο γεγονός ότι ο καθένας τους ήταν συγκεντρωμένος σε μια ιδιαίτερη περιοχή, και στην επέκταση της αγοράς. Αν για παράδειγμα οι υφασματοποιοί που ζούσαν γύρω από το Leeds εξειδικεύονταν στην κατασκευή ενός ιδιαίτερου τύπου υφάσματος, η κατανάλωση του δεν περιοριζόταν προφανώς μόνο στην περιοχή του Leeds, θα εξαγόταν και σε άλλες Αγγλικές πόλεις, ακόμα και στο εξωτερικό. Δεδομένου ότι δεν μπορούσε να παραδόσει το ύφασμα του σε τόσο απομακρυσμένες περιοχές ο ίδιος ο τεχνίτης, το πούλαγε στους εμπόρους, τα φορτωμένα καραβάνια των οποίων μετέφεραν τα αγαθά στις διάφορες αγορές και εμπορικές πόλεις της Αγγλίας.

Επίσης, οι μάκρυνες αποστάσεις των αγορών των πρώτων υλών, για παράδειγμα, η αδυναμία μετάβασης στα μεγάλα εμπορικά κέντρα για την αγορά μαλλιού, οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα. Οι πρώτες ύλες αγοράζονταν από τους εμπόρους, που τις διένεμαν στους τεχνίτες για κατεργασία. Έτσι λοιπόν στο Lancashire, οι υφαντές προμηθεύονταν στιμόνια και υφάδια, τα κατεργάζονταν, και μετάφεραν τα έτοιμα προϊόντα στην αγορά. Ωστόσο, προοδευτικά, η προμήθεια νήματος έγινε δυσκολότερη, σε σημείο που οι έμποροι του Μάντσεστερ άρχισαν να μοιράζουν στους υφαντές στιμόνια και μπαμπάκι και οι υφαντές εξαρτήθηκαν απ' αυτούς.

Σε άλλες περιπτώσεις, η εξάρτηση των τεχνιτών από τους εμπόρους επήλθε από την ανάγκη αγοράς νέων μέσων παραγωγής. Οι πρόοδοι της υφαντουργικής τεχνολογίας απαιτούσαν ο κάθε «μάστορας» να διαθέτει ένα μεγαλύτερο αριθμό αργαλειών. Δεδομένου ότι έλλειπαν τα μέσα για τέτοιου είδους προμήθειες, τους πρόσθετους αργαλειούς τους παράγγελναν οι προαγοραστές και τους παραχωρούσαν στους «μαστόρους».

Έτσι λοιπόν, οι μεταβαλλόμενες συνθήκες παραγωγής και πώλησης εμπορευμάτων (η εξειδίκευση των τεχνιτών, η πιο εκτεταμένη αγορά όπου πωλούνταν αυτά τα εμπορεύματα, οι μακρινές αποστάσεις των αγορών για την προμήθεια των πρώτων υλών, η ανάγκη επέκτασης των μέσων παραγωγής) προκάλεσαν την προοδευτική υποταγή του «μάστορα»  -  τεχνίτη στον προαγοραστή. Στο Leeds, ο μάστορας εξακολουθούσε να μεταφέρει τα εμπορεύματα του στην πόλη. Ωστόσο, προοδευτικά, άρχισε να έρχεται ο έμπορος. Οι έμποροι του Λονδίνου, ταξίδευαν μέχρι τους μαστόρους, αγόραζαν όλα τα εμπορεύματα τους, και τους πλήρωναν σε μετρητά. Στο Μπίρμιυγκχαμ, οι προαγοραστές έφταναν μέχρι τους κλειδαράδες, με άλογα για φόρτωμα, αγοράζοντας όλα τα εμπορεύματα τους. Αποκομμένος από την αγορά, ο τεχνίτης εξαρτήθηκε τελικά από το εμπορικό κεφάλαιο.

Στο βαθμό που ο τεχνίτης μπορούσε να πωλεί τα εμπορεύματα του σε μια σειρά εμπόρων, μπορούσε και πάλι να διατηρεί ένα βαθμό ανεξαρτησίας. Αλλά προοδευτικά εξαρτάτο όλο και περισσότερο από ένα συγκεκριμένον έμπορο, ο οποίος αγόραζε ολόκληρη την παραγωγή του, του έδινε παραγγελίες, προκαταβολές, και, τελικά, άρχισε να τον προμηθεύει με πρώτες ύλες (και λιγότερο συχνά, με εργαλεία παραγωγής). Από εκείνη τη στιγμή και μετά, το προϊόν δεν ανήκε πλέον στον τεχνίτη (που πλέον εισέπραττε μια απλή αποζημίωση για την εργασία του), αλλά στον προαγοραστή. Αυτός με τη σειρά του, έγινε προμηθευτής, με πολλούς τεχνίτες μικρής κλίμακας  -  τεχνίτες που είχαν γίνει ανεξάρτητοι εργαζόμενοι οικοτεχνίας. Οι ανεξάρτητοι τεχνίτες παραχώρησαν τη θέση τους στην οικοτεχνική βιομηχανία, ή οικόσιτο σύστημα βιομηχανίας μεγάλης κλίμακας, η επέκταση του οποίου σήμαινε τη διείσδυση του εμπορικού κεφαλαίου στη βιομηχανία, και έστρωσε το δρόμο για την πλήρη αναδιοργάνωση της βιομηχανίας σε καπιταλιστική βάση.

Στη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα, ταυτόχρονα με την επέκταση του οικόσιτου ή αποκεντρωμένου συστήματος της βιομηχανίας μεγάλης κλίμακας, έκαναν την εμφάνιση τους οι μανουφακτούρες. Αυτές ήταν λίγο ως πολύ μεγάλης κλίμακας, συγκεντροποιημένες καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Η μανουφακτούρα διέφερε από το οικόσιτο σύστημα κατά το ότι οι εργάτες εργάζονταν όχι μόνοι τους στο σπίτι, αλλά σε μια ενιαία εγκατάσταση, που είχε οργανώσει ο επιχειρηματίας. Διέφερε από το μεταγενέστερο εργοστάσιο λόγω της κυριαρχίας της χειρωνακτικής εργασίας, και της απουσίας οποιασδήποτε εφαρμογής μηχανών.

Οι μανουφακτούρες εμφανίστηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις ανεξάρτητα από το οικόσιτο σύστημα, και σε ορισμένες περιπτώσεις προέκυψαν άμεσα απ' αυτό. Εμφανίστηκαν ανεξάρτητα εκεί όπου εγκαταστάθηκε σε μια δεδομένη χώρα ένας νέος, προηγουμένως άγνωστος παραγωγικός κλάδος: προσκλήθηκαν από το εξωτερικό είτε ξένοι επιχειρηματίες από κοινού με το μισθωμένο τους προσωπικό, είτε μεμονωμένοι μάστορες που στη συνέχεια συνενώθηκαν σε μια ενιαία «μανουφακτούρα». Μ' αυτόν ακριβώς τον τρόπο εμφανίστηκαν πολλές μανουφακτούρες στη Γαλλία  - με την ενεργό συμμετοχή του κράτους. Σε άλλες περιπτώσεις προέκυψαν άμεσα από το οικόσιτο σύστημα: ο προαγοραστής, που προηγουμένως προμήθευε πρώτες ύλες στους εργάτες της οικόσιτης βιομηχανίας για να εργαστούν στο σπίτι, μάζεψε αυτούς τους εργάτες μαζί σε μια εγκατάσταση όπου αυτοί εργάζονταν κάτω από την άμεση επίβλεψη του. Ο εξαρτημένος εργάτης της οικοτεχνικής βιομηχανίας μετατρεπόταν σε μισθωτό εργάτη (προλετάριο) που εισέπραττε ένα μισθό. Ο προαγοραστής  -  προμηθευτής μεταβαλλόταν σε άμεσο οργανωτή της παραγωγής, σε βιομήχανο καπιταλιστή. Αν η διασπορά του οικόσιτου συστήματος αποτελούσε σημάδι της διείσδυσης του εμπορικού κεφαλαίου στη βιομηχανία, η οργάνωση της μανουφακτούρας σήμαινε την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας και την έλευση του βιομηχανικού καπιταλισμού με την αυστηρή έννοια του όρου.

Βάζοντας τους εργάτες μαζί κάτω από την ίδια στέγη, ο επιχειρηματίας απάλλαξε τον εαυτό του από τα μη απαραίτητα έξοδα που συνεπαγόταν η διανομή των υλικών στους μεμονωμένους εργαζόμενους της οικοτεχνικής βιομηχανίας και η μεταφορά του προϊόντος κάποιων εργατών σε κάποιους άλλους για περαιτέρω κατεργασία. Ταυτόχρονα, απόκτησε ένα καλύτερο έλεγχο πάνω στις πρώτες ύλες, δεδομένου ότι με το οικοτεχνικό σύστημα, οι προμηθευτές παραπονούντο πάντα ότι οι εργάτες της οικοτεχνικής βιομηχανίας παρακρατούσαν ένα μέρος των πρώτων υλών για τον εαυτό τους. Από την άλλη πλευρά, το οικοτεχνικό σύστημα απάλλασσε τον επιχειρηματία  -  προαγοραστή απ' όλα τα κόστη πάγιου κεφαλαίου (κτήρια, εργαλεία παραγωγής), ενώ επέτρεπε στους εργάτες της οικοτεχνικής βιομηχανίας να εργάζονται στο σπίτι και να συνδυάζουν τη δραστηριότητα τους με βοηθητικές ασχολίες (γεωργία, καλλιέργεια φρούτων και λαχανικών, κλπ). Εξ αιτίας αυτών ακριβώς των πλεονεκτημάτων, το οικοτεχνικό σύστημα αποδείχτηκε ικανό να ανταγωνιστεί τις μανουφακτούρες, πολύ δε περισσότερο που οι τελευταίες αυτές δεν διέθεταν κάποια ιδιαίτερα πλεονεκτήματα από άποψη τεχνολογίας. Επομένως, οι μανουφακτούρες δεν ήταν σε θέση να εκτοπίσουν και να αντικαταστήσουν το οικοτεχνικό σύστημα  -  αυτό ήταν ένα καθήκον που μόνο τα εργοστάσια, με την εκτεταμένη εφαρμογή των μηχανών μετά τη βιομηχανική επανάσταση του τέλους του 18ου αιώνα, είχαν τη δυνατότητα να επιτελέσουν. Οι ανεξάρτητοι χειροτέχνες και το οικοτεχνικό σύστημα συνυπήρχαν με τις νεο-εγκαθιστάμενες μανουφακτούρες, οι οποίες κατά κύριο λόγο δεν το αντικατέστησαν αλλά απέσπασαν μεμονωμένες διαδικασίες παραγωγής που, εξ αιτίας της πολυπλοκότητας της παραγωγικής τους διαδικασίας, της ψηλής ποιότητας των χρησιμοποιούμενων πρώτων υλών κοκ, απαιτούσαν μια ειδική επίβλεψη των εργατών. Συχνά, μόνο οι πολύ προκαταρκτικές και οι τελικές παραγωγικές διεργασίες εκτελούνταν μέσα στη μανουφακτούρα, ενώ οι ενδιάμεσες διεργασίες πραγματοποιούνταν στο σπίτι από εργάτες οικοτεχνίας. Γι αυτό και βλέπουμε πολύ συχνά το συνδυασμό της μανουφακτούρας με το οικοτεχνικό σύστημα: Μερικές δεκάδες εργάτες (σε σπάνιες περιπτώσεις μερικές εκατοντάδες) εργάζονταν στη μανουφακτούρα, ενώ ταυτόχρονα ο ιδιοκτήτης της μοίραζε μια σημαντική ποσότητα εργασίας σε εργάτες οικοτεχνίας για να εκτελεστεί στο σπίτι.

Παρ' όλον ότι η μανουφακτούρα δεν διαδόθηκε στη διάρκεια του 17ου και του 18ου αιώνα όσο το σύστημα της οικοτεχνικής βιομηχανίας, ή όσο το εργοστάσιο στο 19ο αιώνα, έπαιξε ωστόσο ένα σημαντικό ρόλο στην ιστορία της οικονομικής ανάπτυξης. Σήμανε την εμφάνιση του βιομηχανικού καπιταλισμού με τα δικά του χαρακτηριστικά κοινωνικά και τεχνολογικά γνωρίσματα: 1) τη διαίρεση της κοινωνίας σε μια τάξη βιομηχάνων καπιταλίστων και μια τάξη μισθωτών εργαζομένων, και 2) την κυριαρχία της παραγωγής μεγάλης κλίμακας που βασίζεται στον καταμερισμό εργασίας (αν και χωρίς την εφαρμογή μηχανών).

Στην εποχή που προηγήθηκε της εμφάνισης της μανουφακτούρας, ο καπιταλιστής του χρήματος (τοκογλύφος και χρηματοδότης), ο έμπορος καπιταλιστής (έμπορος) και ο προαγοραστής  -  προμηθευτής ήταν οι οικείες φιγούρες. Ο τελευταίος αποτελούσε ένα υβρίδιο μεταξύ του εμπόρου και του επιχειρηματία. Η πρωταρχική γραμμή δραστηριότητας του ήταν και πάλι το εμπόριο και την οργάνωση της οικοτεχνικής βιομηχανίας την αναλάμβανε μόνο στο βαθμό που αυτό ήταν απαραίτητο για την περισσότερο επιτυχή πώληση των εμπορευμάτων. Το εισόδημα του ήταν εξ ίσου υβριδικού χαρακτήρα, συνιστάμενο εν μέρει από εμπορικό κέρδος· («κέρδος λόγω απαλλοτρίωσης») που προέκυπτε από την πώληση εμπορευμάτων εκεί όπου υπήρχαν συμφέρουσες αγορές, και εν μέρει από την εκμετάλλευση του εργάτη  -  παραγωγού της οικοτεχνικής βιομηχανίας. Με την εμφάνιση της μανουφακτούρας, ο βιομήχανος καπιταλιστής με τη στενή έννοια του όρου αναδύθηκε προοδευτικά με τη δική του χαρακτηριστική μορφή εισοδήματος  -  το βιομηχανικό κέρδος. Ο ιδιοκτήτης της μανουφακτούρας ως δικό του έργο είδε την οργάνωση της διαδικασίας παραγωγής. Παραιτήθηκε από τον εμπορικό του ρόλο, πουλώντας συνήθως τα εμπορεύματα του σε εμπόρους, οι οποίοι εισέπρατταν το κέρδος από την εμπορία.

Ταυτόχρονα, στη μανουφακτούρα ολοκληρωνόταν η διαδικασία σχηματισμού ενός βιομηχανικού προλεταριάτου. Βέβαια, οι κοινωνικο-οικονομικές διαδικασίες που δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση του προλεταριάτου είχαν τεθεί σε κίνηση πολύ πριν τη διάδοση της μανουφακτούρας, προχωρώντας με ιδιαίτερη ένταση κατά τον 17ο και 18ο αιώνα (η δημιουργία της άκληρης αγροτιάς, ο οικονομικός μαρασμός των τεχνιτών, η αποκλειστικότητα των συντεχνιών και η δυσκολία να γίνει κανείς μάστορας, η διάκριση των έμμισθων τεχνιτών από τους μαστόρους). Πρόγονοι των βιομηχανικών προλετάριων ήταν οι έμμισθοι τεχνίτες (journeymen) και οι εργάτες της οικοτεχνικής βιομηχανίας. Ωστόσο, οι έμμισθοι τεχνίτες δεν έχαναν ποτέ την ελπίδα να αποκτήσουν απλά εργαλεία και να γίνουν μάστορες-τεχνίτες. Οι εργάτες της οικοτεχνικής βιομηχανίας, που στρατολογούνταν από τους ημιπρολεταριοποιημένους τεχνίτες και αγρότες, διατηρούσαν μια απατηλή ανεξαρτησία χάρις στο γεγονός ότι εργάζονταν στο σπίτι, είχαν τα δικά τους εργαλεία εργασίας, και αποκόμιζαν βοηθητικά κέρδη από τη γεωργία. Οι έμμισθοι τεχνίτες και οι εργάτες της οικοτεχνικής βιομηχανίας αντιπροσώπευαν έναν ενδιάμεσο τύπο μεταξύ του ανεξάρτητου παραγωγού (του τεχνίτη και του αγρότη) και του μισθωτού εργάτη. Οι εργάτες της μανουφακτούρας ήταν προλετάριοι με την ακριβή έννοια του όρου: Η μεγάλης κλίμακας φύση της παραγωγής στερούσε τους περισσότερους απ' αυτούς από κάθε ελπίδα να γίνουν και αυτοί επιχειρηματίες. Αποστερημένοι από κάθε εργαλείο παραγωγής, εισέπρατταν ένα εισόδημα αυστηρά από την πώληση της εργασιακής τους δύναμης, δηλ. ακριβώς ένα μισθό. Και παρ' όλον ότι εξακολουθούσαν να υπάρχουν αναρίθμητα νήματα που κρατούσαν δεμένους τους εργάτες της μανουφακτούρας με την παραγωγή των τεχνιτών και την οικοτεχνική βιομηχανία (συχνά ήταν πρώην τεχνίτες, και εργάτες οικοτεχνίας, μερικές φορές αποκόμιζαν ένα βοηθητικό εισόδημα από ένα χωράφι ή ένα περιβόλι και σε κάποιες περιπτώσεις διατηρούσαν ακόμα και τα δικά τους απλά εργαλεία τα οποία μετέφεραν για να εργαστούν στην επιχείρηση), η εργασία τους στη μανουφακτούρα τους τοποθετούσε στην κοινωνική θέση των μισθωτών προλετάριων και έδινε στο εισόδημα τους τον κοινωνικό χαρακτήρα του μισθού.

Αν μετακινηθεί κανείς από τα κοινωνικά στα τεχνολογικά χαρακτηριστικά του βιομηχανικού καπιταλισμού, μπορεί να πει ότι από την άποψη των εργαλείων εργασίας, η μανουφακτούρα συνέχισε να διατηρεί μια συνέχεια με τους χειροτέχνες, ενώ από την άποψη οργάνωσης της εργασίας, άνοιξε το δρόμο στο εργοστάσιο. Η εκτεταμένη εφαρμογή των μηχανών, που επρόκειτο να εξασφαλίσει τη γρήγορη ανάπτυξη της εργοστασιακής παραγωγής του 19ου αιώνα, ήταν ακόμα άγνωστη στη μανουφακτούρα. Η βασική μορφή της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας είχε, ωστόσο, ήδη δημιουργηθεί: παραγωγή μεγάλης κλίμακας, βασισμένη στον καταμερισμό εργασίας. Δίπλα στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας μεταξύ μεμονωμένων επιχειρήσεων που ήδη υπήρχε, εμφανίστηκε ένας βιομηχανικός, ή τεχνικός καταμερισμός εργασίας στο εσωτερικό της ίδιας της επιχείρησης.

Η κατάτμηση της παραγωγικής διαδικασίας σε ξεχωριστές φάσεις είχε υπάρξει επίσης και στους χειροτέχνες των συντεχνιών. Εκεί, ωστόσο, πραγματοποιείτο απλά ως κοινωνικός καταμερισμός εργασίας μεταξύ μεμονωμένων επιχειρήσεων τεχνιτών: οι λαναράδες δούλευαν το μαλλί, μετά το παρέδιναν στο μάστορα που το έγνεθε και ετοίμαζε το νήμα, ο υφαντής ύφαινε το νήμα, ο βαφέας το έβαφε, κοκ. Στο εσωτερικό του κάθε εργαστηρίου, ο καταμερισμός εργασίας ήταν πρακτικά ανύπαρκτος. Η μετάβαση από τους χειροτέχνες στη μανουφακτούρα ήταν μια διττή διαδικασία: σε πρώτη φάση οι πρώην ανεξάρτητοι τεχνίτες ή διαδικασίες παραγωγής συγκεντρώθηκαν μαζί σε μια μοναδική μανουφακτούρα (για παράδειγμα, μια μανουφακτούρα που έφτιαχνε ύφασμα συγκέντρωνε μαζί λαναράδες, κλωστές, κλπ.). Σε δεύτερη φάση, κάθε μεμονωμένη διαδικασία παραγωγής (π.χ. λανάρισμα ή γνέσιμο) διασπόταν περαιτέρω σε μια σειρά ακόμα λεπτομερέστερων διεργασιών. Με την κατάτμηση της παραγωγικής διαδικασίας και την επανασύνδεση της σύμφωνα με ένα μοναδικό σχέδιο, η μανουφακτούρα απόκτησε τα χαρακτηριστικά ενός σύνθετου, διαφοροποιημένου οργανισμού, όπου τα ατομικά καθήκοντα (και οι ατομικοί εργάτες) αποτελούσαν το ένα αναγκαίο συμπλήρωμα του άλλου.

Χέρι-χέρι με την κατάτμηση της παραγωγικής διαδικασίας προχώρησε η εξειδίκευση των εργατών. Κάθε επί μέρους διεργασία ανατίθετο σε ένα συγκεκριμένον εργάτη, ο οποίος ασχολείτο με αυτή και μόνο. Ο τεχνίτης-μάστορας που κατείχε μια λίγο ως πολύ καθολική τεχνική γνώση (στα πλαίσια του επαγγέλματος του, βέβαια), αντικαταστάθηκε από έναν εργάτη που ασχολείτο με μια λεπτομέρεια ή τμήμα της διεργασίας, και ο οποίος με τη συνεχή επανάληψη ενός και του αυτού, απλού, μονότονου χειρισμού, έγινε ικανός να την εκτελεί με μεγάλη ακρίβεια, ταχύτητα και επιδεξιότητα. Παρ' όλον ότι η πλειοψηφία των χειρισμών συνέχιζε να εκτελείται από εργάτες που ήταν εκπαιδευμένοι τεχνίτες, τα απλούστερα καθήκοντα άρχιζαν ήδη να εκτελούνται από εργάτες που ήταν ανεκπαίδευτοι  -  μια ομάδα τελείως άγνωστη την περίοδο των συντεχνιών. Από την άλλη πλευρά, η ανάγκη συντονισμού της εργασίας πολλών ατόμων σε μια ενιαία επιχείρηση οδήγησε σ' ένα καταμερισμό στο εσωτερικό του ηγετικού οργανωτικού προσωπικού: εκτός του επιχειρηματία, που ήταν ο τελικός οργανωτής της επιχείρησης, εμφανίστηκαν εργοδηγοί, επόπτες, ελεγκτές, κλπ. Με τη μανουφακτούρα οι εργάτες άρχισαν να διασπώνται σε οριζόντιες ομάδες: παρ' όλον ότι το βασικό πυρήνα συνέχισαν να αποτελούν οι εκπαιδευμένοι τεχνίτες ή ειδικευμένοι εργάτες, τώρα, κάτω απ' αυτούς υπήρχαν ανεκπαίδευτοι εργάτες και πάνω απ' αυτούς διοικητικό προσωπικό.

Τέλος, παράλληλα με την εξειδίκευση των εργατών, ήρθε και η εξειδίκευση, ή διαφοροποίηση των εργαλείων εργασίας. Ένα συγκεκριμένο εργαλείο τροποποιόταν ανάλογα με τη φύση του χειρισμού που επρόκειτο να επιτελέσει. Εμφανίστηκαν λοιπόν διάφοροι τύποι σφυριών, κοπτικών εργαλείων, κλπ. καθένα από τα οποία ήταν προσαρμοσμένο στο μέγιστο δυνατό βαθμό σ' ένα επί μέρους χειρισμό. Ωστόσο τα εργαλεία συνέχιζαν να λειτουργούν χειροκίνητα, και η ενέργεια τους εξαρτάτο από τη δύναμη και την επιδεξιότητα των χεριών που τα κινούσαν. Αποτελούσαν κάτι περισσότερο από ένα συμπλήρωμα των ζωντανών εργατών, που συνέχιζαν να κατέχουν την πρωτεύουσα θέση στην παραγωγική διαδικασία. Η μανουφακτούρα βασιζόταν στη χειρωνακτική τεχνολογία, της οποίας η υψηλή στάθμη παραγωγικότητας οφειλόταν στην κατάτμηση της παραγωγικής διαδικασίας, την εξειδίκευση των εργατών και τη διαφοροποίηση των εργαλείων εργασίας.

Έτσι λοιπόν στην Αγγλία του 18ου αιώνα αναπτύσσονταν στα πλαίσια της βιομηχανίας νέες, καπιταλιστικές σχέσεις δίπλα στις συντεχνίες χειροτεχνών του παρελθόντος: Το οικοτεχνικό σύστημα είχε διαδοθεί ευρέως. Σε μικρότερο βαθμό η μανουφακτούρα. Στην πορεία της ανάπτυξης της, η καπιταλιστική βιομηχανία ήρθε αντιμέτωπη με τα εμπόδια που δημιουργούσε μια παρωχημένη και ωστόσο υπαρκτή νομοθεσία: ιδιαίτερα το σύστημα των συντεχνιών, το οποίο στην εποχή του είχε εγκαθιδρυθεί για να προστατεύσει τα συμφέροντα των τεχνιτών και την πολιτική του μερκαντιλισμού.

Οι κανονισμοί των συντεχνιών παραχωρούσαν το δικαίωμα της ανεξάρτητης δραστηριοποίησης στη βιομηχανία μόνο για τα άτομα που είχαν παρακολουθήσει μια επταετή εκπαίδευση και είχαν καταστεί μέλη μιας συντεχνίας (αυτός ήταν ο νόμος της Ελισάβετ Ι για τη μαθητεία, που εκδόθηκε το 1562 και ίσχυε ακόμα κατά τον 18ο αιώνα). Οι ίδιες αυτές ρυθμίσεις απαγόρευαν, την πώληση εμπορευμάτων σε κάθε προαγοραστή που δεν ανήκε σε συντεχνία. Η απαγόρευση απασχόλησης περισσότερων από ένα ορισμένο αριθμό έμμισθων τεχνιτών και μαθητευόμενων τροχοπέδησε την οργάνωση της μανουφακτούρας. Η αυστηρή συμμόρφωση με τους κανονισμούς των συντεχνιών καθιστούσε αδύνατη την εξάπλωση του οικοτεχνικού συστήματος και της μανουφακτούρας. Αλλά οι απαιτήσεις της οικονομικής ανάπτυξης αποδείχτηκαν ισχυρότερες από την παρωχημένη νομοθεσία. Οι ίδιες οι συντεχνίες υποχρεώθηκαν προοδευτικά να αποδεχτούν την παρουσία προαγοραστών, δεδομένου ότι πλέον οι τεχνίτες παρήγαν για απομακρυσμένες αγορές και δεν θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν χωρίς τη βοήθεια τους. Ήδη στο Στρασβούργο του 1βου αιώνα, για παράδειγμα, οι υφαντές, ανίκανοι να βρουν αγορά για τα υφαντά τους, εκλιπαρούσαν τους εμπόρους να τα αγοράσουν με κάθε δυνατό τρόπο. Οι συντεχνίες ήταν περισσότερο πείσμονες στην πάλη τους ενάντια στις μανουφακτούρες, αλλά και πάλι δεν μπορούσαν να ανασχέσουν την ανάπτυξη τους. Για να αποφύγουν τους περιορισμούς των συντεχνιών, οι προμηθευτές και οι επιχειρηματίες μετέφεραν τις δραστηριότητες τους σε αγροτικές περιοχές, ή σε νέες πόλεις που δεν υπάγονταν στο καθεστώς των συντεχνιών. Ωστόσο, ακόμα και στις πόλεις όπου ίσχυε το καθεστώς των συντεχνιών, οι κανονισμοί παρακάμπτονταν τελείως επ' ωφελεία των καπιταλιστών-επιχειρηματιών  -  οι νέοι κλάδοι παραγωγής που δεν υπήρχαν την εποχή της έκδοσης των νόμων για τις συντεχνίες (π.χ. κλωστήρια βαμβακιού) εξαιρούνταν από την εφαρμογή τους. Ο νόμος που προέβλεπε τον υποχρεωτικό ορισμό του ύψους των μισθών από τα ειρηνοδικεία περιήλθε προοδευτικά σε αχρηστία. Ακόμα και στα μέσα του 18ου αιώνα, το Κοινοβούλιο επικύρωσε τη νομική ισχύ αυτού του νόμου προς το συμφέρον των μικρών υφασματοποιών, γρήγορα όμως αναγκάστηκε να τον ανακαλέσει υπό την πίεση των καπιταλιστών που είχαν εισχωρήσει στην κατασκευή του υφάσματος.

Η μερκαντιλιστική πολιτική, που στην εποχή της υπηρέτησε το ρίζωμα της καπιταλιστικής οικονομίας, στην πορεία του χρόνου μετατράπηκε σε (τρένο της περαιτέρω ανάπτυξης της. Η ένθερμη υποστήριξη που παρείχε στους ευνοούμενους κλάδους της εγχώριας βιομηχανίας ζημίωνε την ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού σε άλλους τομείς. Επί πολλά έτη, για παράδειγμα, η Αγγλική Κυβέρνηση, ενεργούσα προς το συμφέρον της εριουργίας, είχε απαγορεύσει ή είχε επιβάλει κάθε είδους περιορισμούς στην ανάπτυξη της υφαντουργίας βαμβακιού που επρόκειτο αργότερα να εξασφαλίσει στην Αγγλία την κυρίαρχη θέση της στην παγκόσμια αγορά. Τα μονοπώλια των προνομιούχων εμπορικών εταιρειών εμπόδιζαν την πρωτοβουλία των μεμονωμένων ατομικών εμπόρων και βιομηχάνων. Το σύστημα του αυστηρού προστατευτισμού, που είναι γεγονός ότι υποστηριζόταν ακόμα από ορισμένους βιομηχάνους, άρχισε ήδη να γίνεται περιττό έως και επιζήμιο για τους περισσότερους σημαντικούς κλάδους της Αγγλικής βιομηχανίας  -  υφαντουργία και μεταλλουργία  -  που με κανένα τρόπο δεν απειλούνταν από τον ξένο ανταγωνισμό και είχαν να κερδίσουν τα πάντα από τον παραμερισμό των εμποδίων που ορθώνονταν μεταξύ αυτών και της παγκόσμιας αγοράς.

Η εξασφάλιση της ισχυρής ανάπτυξης του βιομηχανικού καπιταλισμού και η στροφή της Αγγλίας στην παγκόσμια αγορά απαιτούσε την απελευθέρωση του εμπορίου και της βιομηχανίας από τους περιορισμούς των συντεχνιών και του μερκαντιλισμού. Οι ιδέες τον ελεύθερου εμπορίου που είχε παρουσιάσει ο North και είχε αναπτύξει ο Hume (όπως και οι Φυσιοκράτες στη Γαλλία) είχαν αποκτήσει ευρεία αποδοχή ήδη από το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα. Ο Adam Smith όφειλε τη λαμπρή επιτυχία του βιβλίου του πριν απ' όλα στα εύγλωττα κηρύγματα του υπέρ της ελευθερίας του εμπορίου και της βιομηχανίας.

Ο Adam Smith μπορεί να αποκληθεί ο οικονομολόγος της μανουφακτορικής περιόδου της καπιταλιστικής οικονομίας. Μόνον ένας οικονομολόγος που είχε παρατηρήσει την ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού μέσω των επιχειρήσεων μανουφακτούρας μεγάλης κλίμακας μπορούσε να παρουσιάσει μια γενική εικόνα της καπιταλιστικής οικονομίας και να αναλύσει τα ξεχωριστά στοιχεία της με τρόπο τόσο ριζικά διαφορετικό από αυτόν των Φυσιοκρατών. Ο Smith κατά το μεγαλύτερο μέρος απεικονίζει την καπιταλιστική οικονομία ως μια μανουφακτούρα με ένα πολύπλοκο καταμερισμό εργασίας: εξ ου και η θεωρία του για τον καταμερισμό εργασίας. Ο Smith αντιτίθεται στις λαθεμένες ιδέες των Φυσιοκρατών σχετικά με την ταξική διαίρεση της κοινωνίας, διαχωρίζοντας σταθερά και σωστά την κοινωνία στις τάξεις των καπιταλιστών, των μισθωτών εργαζομένων και των γαιοκτημόνων. Διαφοροποιεί σαφώς τις μορφές εισοδήματος που προσιδιάζουν σε καθεμιά από αυτές τις τάξεις και απομονώνει την κατηγορία του βιομηχανικού κέρδους  -  μια τεράστια πρόοδος σε σχέση με τις αφελείς Φυσιοκρατικές αντιλήψεις του κέρδους. Από τη στιγμή που το κέρδος αναγνωρίζεται ως μια ειδική κατηγορία, διαφοροποιείται κανείς τόσο από την ταύτιση της προσόδου με την υπεραξία, όσο και από τη θεωρία ότι η πηγή της υπεραξίας έγκειται στη φυσική παραγωγικότητα της γης. Ο Smith αναζητεί την πηγή της αξίας και της υπεραξίας στην εργασία  -  όχι απλά στην αγροτική εργασία, αλλά επίσης και στη βιομηχανική εργασία. Παρά το γεγονός ότι κατά τη διατύπωση της θεωρίας της αξίας και στην προσπάθεια να συναγάγει από αυτήν τα φαινόμενα της διανομής υπέπεσε σε ορισμένα μοιραία λάθη, ο Smith ήταν ο πρώτος που ανήγαγε την εργασιακή θεωρία της αξίας σε λυδία λίθο ολόκληρης της οικονομικής του θεωρίας. Η θεωρία του Smith για το κεφάλαιο σηματοδοτεί ένα τεράστιο βήμα προς τα εμπρός. Τα τεχνικά γνωρίσματα του βιομηχανικού καπιταλισμού που χαρακτηρίζουν τη μανουφακτορική περίοδο βρίσκουν τη θεωρητική τους αντανάκλαση στη θεωρία του Smith για τον καταμερισμό εργασίας. Τα κοινωνικά του χαρακτηριστικά αντανακλώνται στη θεωρία του των κοινωνικών τάξεων και των μορφών εισοδήματος (ειδικότερα στη θεωρία του για το βιομηχανικό κέρδος), στην εργασιακή του θεωρία της αξίας, και στη θεωρία του για το κεφάλαιο.

 

2. Ο άνθρωπος Adam Smith

 

Σε μια πρώτη προσέγγιση η ζωή του Smith είναι πολύ ομαλή. Γεννήθηκε το 1723 από μια οικογένεια τελωνειακού υπαλλήλου, στη μικρή Σκωτική πόλη Kirkcaldy. Επιδεικνύοντας εξαιρετικές ικανότητες από μικρή ηλικία, επιδόθηκε κυρίως  -  και με προσήλωση  -  στη μελέτη της φιλοσοφίας. Αρχίζοντας το 1751, ο Smith ανάλωσε 13 χρόνια ως καθηγητής του Πανεπιστήμιου της Γλασκώβης, όπου δίδαξε με ιδιαίτερη επιτυχία «ηθική φιλοσοφία». Ακολουθώντας το πνεύμα των Εγκυκλοπαιδιστών του 18ου αιώνα, οι παραδόσεις του δεν περιορίστηκαν απλά στην ηθική, αλλά κάλυπταν τη θεολογία, την ηθική, το φυσικό δίκαιο, και τέλος ένα τμήμα που σήμερα θα μπορούσε με μεγάλη ακρίβεια να αποκληθεί οικονομική πολιτική. Η οικονομική θεωρία του Smith αναπτύχθηκε απ' αυτό ακριβώς το τμήμα. Την εποχή εκείνη το Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης δεν είχε ιδιαίτερη έδρα Πολιτικής Οικονομίας, και αυτό δεν είναι παράδοξο, δεδομένου ότι η πολιτική οικονομία δεν είχε ακόμα σχηματιστεί σε ιδιαίτερη επιστήμη. Τα μερκαντιλιστικά κείμενα ήταν σε μεγάλο βαθμό πρακτικού χαρακτήρα, ενώ για τους ερευνητές που ήταν ευνοϊκά διατεθειμένοι προς τη θεωρία, η πολιτική οικονομία παρέμενε ακόμα ένα υποσύνολο της φιλοσοφίας και του φυσικού δικαίου. Αρχικά, τα οικονομικά ζητήματα στα πλαίσια της σκέψης του Smith είχαν το ίδιο αυτό εξαρτημένο καθεστώς. Ο Smith αφιέρωσε τις κυριότερες προσπάθειες του στο έργο του για την ηθική, και το 1759 δημοσίευσε το The Theory of Moral Sentiments (Η θεωρία των ηθικών συναισθημάτων), που του απέφερε μεγάλη φήμη.

Όταν ο Smith ενσωμάτωνε τα οικονομικά προβλήματα στις παραδόσεις του για την ηθική φιλοσοφία, ακολουθούσε μάλλον το παράδειγμα του προκατόχου του στη Σχολή, του περίφημου φιλόσοφου Hutchison. Ωστόσο, ενώ ο Hutchison ασχολείτο με τα οικονομικά προβλήματα μόνο παρενθετικά, ο Smith τα ανήγαγε προοδευτικά σε επίκεντρο της επιστημονικής του δραστηριότητας. Ο Smith μετακινήθηκε από τη φιλοσοφία στη πολιτική οικονομία, όπως ο Quesnay είχε ακολουθήσει το ίδιο μονοπάτι από τη φιλοσοφία και την ιατρική. Η μετάβαση αυτή δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί τυχαία: Αν η ανέλιξη του Quesnay θα μπορούσε να εξηγηθεί από το αυξανόμενο ενδιαφέρον του για τα οικονομικά προβλήματα της Γαλλίας των μέσων του 18ου αιώνα, αυτό που επηρέασε τον Smith ήταν κατ' αρχήν οι μεγάλες αλλαγές που πραγματοποιούνταν την εποχή εκείνη στην Αγγλική οικονομική ζωή, και κατά δεύτερο λόγο, η επιρροή των γηραιότερων συγχρόνων του, Hume και Quesnay.

Η Αγγλία βρισκόταν σε μετάβαση από την εποχή του εμπορικού κεφαλαίου σ' αυτήν του βιομηχανικού καπιταλισμού, και οι αλλαγές στην οικονομική ζωή ήταν τόσο σημαντικές ώστε δεν θα μπορούσαν να μην προσελκύσουν την προσοχή και το ενδιαφέρον των ανθρώπων της εποχής. Ούτε θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι οι αλλαγές αυτές δεν θα γίνονταν αισθητές στη μακρινή Σκωτία. Το ρίζωμα του βιομηχανικού καπιταλισμού προχωρούσε εκεί με ιδιαίτερη επιτυχία και ταχύτητα. Στη διάρκεια του πρώτου μισού του 18ου αιώνα ο αριθμός των μανουφακτούρων μεγάλης κλίμακας ήταν μάλιστα μεγαλύτερος στη Σκωτία απ' ό,τι στην Αγγλία. Στην εριουργία και τον κλάδο του λινού υφάσματος είχαν αναπτυχθεί μετοχικές εταιρείες. Στα βουνά της Σκωτίας ο μεταλλουργικός κλάδος είχε πραγματοποιήσει μεγάλες προόδους: Εκεί ακριβώς, στα διάσημα εργοστάσια Corran, ο περίφημος Watt, ο μελλοντικός εφευρέτης της ατμομηχανής, συναρμολόγησε την πρώτη του βελτιωμένη μηχανή το 1769  -  την αντλία. Στα χρόνια που ο Smith έζησε και δίδαξε στη Γλασκώβη η πόλη γνώρισε μια ασυνήθιστα γρήγορη ανάπτυξη του εμπορίου και της βιομηχανίας  -  ιδρύθηκαν μανουφακτούρες μεγάλης κλίμακας, εγκαταστάθηκαν τράπεζες, και βελτιώθηκαν οι λιμενικές και οι διαμετακομιστικές εγκαταστάσεις.

Η γρήγορη οικονομική ανάπτυξη της Σκωτίας κατά τον 18ο αιώνα εξηγεί γιατί οι εμπορικοί και βιομηχανικοί κύκλοι, και οι κύκλοι της διανόησης της Γλασκώβης επέδειξαν αυτό το για την εποχή ζωηρό ενδιαφέρον για τα οικονομικά ζητήματα. Στη δεκαετία του 1740 είχε ήδη σχηματιστεί μια λέσχη πολιτικής οικονομίας, που, με δεδομένη τη χρονολογία ίδρυσης της, ήταν προφανώς η πρώτη στον κόσμο. Ο Smith ήταν τακτικός επισκέπτης αυτής της λέσχης και συναντάτο εκεί με τους φίλους του. Τόσο οι συζητήσεις στο εσωτερικό, όσο και τα τοπικά γεγονότα στο εξωτερικό της λέσχης, πρόσφεραν στους οικονομολόγους υλικό για προβληματισμό. Ο Watt, στον οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως, είχε το εργαστήριο του στη Γλασκώβη, όπου διεξήγαγε πειράματα σ' ένα νέο τύπο μηχανής. Όταν το τοπικό Συμβούλιο συντεχνιών του απαγόρευσε τη συνέχιση των πειραμάτων του το 1757, ο Smith ασχολήθηκε ζωηρά με την υπόθεση του, και τελικά επετράπη στον Watt να συνεχίσει την εργασία του στο εργαστήριο του Πανεπιστημίου.

Πέρα από τις παρατηρήσεις αυτών που συνέβαιναν γύρω του, ο προβληματισμός του Smith τροφοδοτήθηκε επίσης και από φιλολογικές επιρροές. Ο Hume (στενός φίλος του Smith) είχε δημοσιεύσει τα οικονομικά του έργα στις αρχές της δεκαετίας του 1750. Μερικά χρόνια αργότερα εμφανίστηκαν τα πρώτα άρθρα του Quesnay και το Tableau Economique του. Τόσο ο Hume, όσο και οι Φυσιοκράτες (τους οποίους ο Smith γνώρισε αργότερα προσωπικά στο Παρίσι) άσκησαν πάνω του μια ισχυρή επίδραση.

Αργότερα ο Smith θυμόταν τα δεκατρία του χρόνια ως καθηγητή ως τη χρησιμότερη και ευτυχέστερη περίοδο της ζωής του. Στο τέλος αυτής της περιόδου ήταν ο διάσημος συγγραφέας του The Theory of Moral Sentiments, και είχε το σχέδιο ενός γενικού οικονομικού έργου. Το 1764 παραιτήθηκε από την καθηγητική του ιδιότητα μετά από αίτηση του, προκειμένου να ταξιδέψει στην Ευρώπη ως παιδαγωγός ενός νεαρού λόρδου. Συνολικά, πέρασε περισσότερα από δυόμιση χρόνια στη Γαλλία, συμπεριλαμβανομένου και ενός διαστήματος εννιά μηνών στο Παρίσι, όπου συναντήθηκε με διαπρεπείς φιλοσόφους και δασκάλους, μεταξύ αυτών και με τον Quesnay και τους οπαδούς του. Στο Παρίσι, ο Smith ήταν ήδη γνωστός ως φιλόσοφος, αλλά δεν είχε ακόμα αποδείξει την αξία του ως οικονομολόγος. Όπως χαρακτηριστικά είπε ο φυσιοκράτης Dupont, «δεν έχει δείξει ακόμα από τι υλικό είναι φτιαγμένος».

Την εποχή της επίσκεψης του στο Παρίσι, ο Smith έλεγε ήδη στους φίλους του ότι σχεδίαζε ένα σημαντικό έργο για τα οικονομικά ζητήματα. Με την επιστροφή του στην Αγγλία, στο τέλος του 1766, αποφάσισε να αφιερώσει όλες του τις δυνάμεις στην εκτέλεση αυτού του σχεδίου. Αντί να επιστρέψει στην Πανεπιστημιακή ζωή, εγκαταστάθηκε στον τόπο της καταγωγής του, το Kirckaldy, τη μικρή εκείνη πόλη όπου επί επτά χρόνια έζησε μια απομονωμένη ζωή δουλεύοντας πάνω στο έργο του. Όλες οι προσπάθειες των φίλων του, που τον παρακινούσαν να δώσει τέλος στην απομόνωση του απέτυχαν, «θέλω να ξέρω», του έγραφε ο Hume, «τι κάνετε τόσον καιρό, και απαιτώ μια αυστηρή περιγραφή της μεθόδου με βάση την οποία απασχοληθήκατε στη διάρκεια της απόσυρσης σας. Είμαι σίγουρος ότι σφάλλετε σε πολλές από τις θεωρίες σας, ιδιαίτερα εκεί όπου έχετε την ατυχία να διαφοροποιείστε ως προς εμένα»2. Και πάλι ο Hume, γράφει μερικά χρόνια αργότερα, «Δεν θα δεχτώ καμιά δικαιολογία σχετιζόμενη με την κατάσταση της υγείας σας, την οποία θεωρώ μόνον ως πρόφαση που επινόησε η νωθρότητα σας και η αγάπη της μοναξιάς. Αν μάλιστα, αγαπητέ μου Smith, συνεχίσετε να ακούτε παράπονα αυτού του είδους, θα αποκοπείτε εντελώς από την ανθρώπινη κοινωνία, προς μεγάλη ζημία και των δύο πλευρών.»3

Τα χρόνια της απομόνωσης δεν πήγαν χαμένα. Το 1776, παρουσιάστηκε στον κόσμο το μεγάλο έργο του Smith, An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations (Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών), που έτυχε καθολικής επιδοκιμασίας και άνοιξε μια νέα εποχή στην ιστορία της οικονομικής σκέψης. Από εκείνη τη στιγμή και εξής, η πολιτική οικονομία έπαψε να είναι μια συρραφή ξεχωριστών πραγματειών ή ένα παράρτημα της φιλοσοφίας και του φυσικού δικαίου: Προέβαλε ως μια συστηματική και συνεκτικά αναπτυγμένη ανεξάρτητη θεωρητική επιστήμη. Η ανάγκη μιας τέτοιας θεωρητικής σύνθεσης είχε γίνει αισθητή ακόμα και πριν από τον Smith. Δεν είναι τυχαίο ότι τη στιγμή που αποχωρούσαν από τη σκηνή, και οι δύο οικονομικές σχολές που προηγήθηκαν του Smith επιχείρησαν να παρουσιάσουν τον κόσμο με μια συνθετική έκθεση των γνώσεων και ιδεών τους: Περίπου δέκα χρόνια πριν από την εμφάνιση του έργου του Smith ο κόσμος είχε γνωρίσει μια γενική διατύπωση της μερκαντιλιστικής θέσης με το έργο του James Steuart An Inquiry into the Principles of Political Oeconomy, ενώ ο Turgot είχε γενικεύσει το έργο των Φυσιοκρατών στο Reflexions sur la formation et la distribution des Richesses. Ωστόσο, κανένα από αυτά τα βιβλία δεν ήταν σε θέση να ανοίξει μια νέα επιστημονική εποχή: Το πρώτο γιατί οι βαθύτερες θεωρητικές του ιδέες είτε ήταν μη επεξεργασμένες, είτε παρουσιάζονταν κατά ένα λαθεμένο τρόπο, το δεύτερο γιατί ο ορίζοντας των Φυσιοκρατών δεν κοίταξε ποτέ πέρα από τη σφαίρα της αγροτικής οικονομίας. Η θεωρητική θεμελίωση των φαινομένων του αναδύοντος βιομηχανικού καπιταλισμού έλαχε στον Smith.

Η τεράστια επιτυχία του βιβλίου του Smith οφείλεται από τη μια πλευρά στην ποιότητα της θεωρητικής τον γενίκευσης, και από την άλλη στην ευγλωττία με την οποία ανάπτυξε τις ιδέες τον ελεύθερον εμπορίου. Ο αγώνας υπέρ και εναντίον της μερκαντιλιστικής πολιτικής διεξαγόταν ακόμα σε υπερβολικό βαθμό γύρω από τα τρέχοντα ζητήματα, μην επιτρέποντας έτσι στον Smith την πολυτέλεια μιας καθαρά θεωρητικής διερεύνησης. Από τα πέντε βιβλία του Πλούτου των Εθνών μόνο τα πρώτα δύο είναι αφιερωμένα σε θεωρητικά ζητήματα, ενώ στα άλλα τρία επικρατεί ένα περιγραφικό υλικό και προβλήματα οικονομικής πολιτικής, με ιδιαίτερη έμφαση στην πολεμική κατά του μερκαντιλισμού. Σήμερα, τα τμήματα αυτά του έργου του Smith έχουν απλά ιστορικό ενδιαφέρον. Αντίθετα, τα δύο πρώτα βιβλία επρόκειτο να αποτελέσουν τη βάση για τη μελλοντική ανάπτυξη της οικονομικής θεωρίας.

Ο Smith έζησε άλλα δεκατέσσερα χρόνια μετά τη δημοσίευση του Πλούτου των Εθνών. Οι αυξανόμενες πιέσεις του έργου του πάνω στην Επιτροπή Δασμών και οι αδυναμίες των γηρατειών του άφησαν λίγο χρόνο και ενεργητικότητα για επιστημονική εργασία. Είναι γεγονός ότι μέχρι το θάνατο του συνέχισε να διατηρεί το όνειρο ζωής του που ήταν η ολοκλήρωση του επιστημονικού  -  φιλοσοφικού του συστήματος με τη συγγραφή των τμημάτων που έλειπαν. Συνέλεξε υλικό για εργασίες πάνω στο Δίκαιο και την ιστορία της λογοτεχνίας, αλλά έκαψε τα χειρόγραφα του λίγο πριν το θάνατο του, το 1790.

 

3. Η κοινωνική φιλοσοφία τον Smith

 

Το οικονομικό σύστημα του Smith, όπως και αυτό των Φυσιοκρατών, συνδεόταν στενά με τη θεωρία του, του φυσικού δίκαιον. Στην Αγγλία του 18ου αιώνα, όπως και στη Γαλλία της ίδιας περιόδου, η αστική τάξη, όπως είδαμε, δεν είχε κατορθώσει να χειραφετήσει πλήρως την καπιταλιστική οικονομία από τα δεσμά της απαρχαιωμένης νομοθεσίας. Είναι επομένως κατανοητό ότι επεδίωξε να καθαγιάσει τα ταξικά της αιτήματα (που συνέπιπταν εκείνη την περίοδο με τα συμφέροντα της συνολικής εθνικής οικονομικής ανάπτυξης) με το κύρος ενός αιώνιου, ορθολογικού, «φυσικού» δικαίου. Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι οι απόψεις του Smith για το φυσικό δίκαιο αποκλίνουν σημαντικά από αυτές του Quesnay. H ιδέα του φυσικού δικαίου κατείχε μια κεντρική θέση στο σύστημα του Quesnay. Κατά την άποψη του, κάθε θετική νομοθεσία που ερχόταν σε αντίθεση με το φυσικό δίκαιο θα έφερνε καταστροφές στη χώρα και ξεπεσμό της οικονομίας: Η οικονομική πρόοδος ή υποχώρηση εξαρτάται από το κατά πόσο ακολουθούνται ή παραβιάζονται οι επιταγές του φυσικού δικαίου.

Ο Smith απέδωσε στη νομοθεσία μια λιγότερο σημαντική επίδραση στην οικονομική ζωή. «Ο κ. Quesnay», γράφει, «φαίνεται ότι έχει... φανταστεί ότι [το πολιτικό σώμα] θα ευδοκιμεί και θα ευημερεί μόνο κάτω από ένα ορισμένο καθεστώς, το ακριβές καθεστώς της τέλειας ελευθερίας και της τέλειας δικαιοσύνης. Δεν φαίνεται να θεωρεί ότι στο πολιτικό σώμα η φυσική προσπάθεια που καταβάλλει ο κάθε άνθρωπος για τη βελτίωση της θέσης του είναι μια αρχή διατήρησης, ικανή να αποτρέπει και να διορθώνει, από πολλές απόψεις, τα άσχημα αποτελέσματα μιας πολιτικής οικονομίας, σε κάποιο βαθμό μερικής, αλλά και καταπιεστικής. Μια τέτοια πολιτική οικονομία, παρ' όλον ότι αναμφισβήτητα λίγο ως πολύ επιβραδύνει, δεν είναι πάντα σε θέση να σταματήσει συνολικά τη φυσική πρόοδο μιας χώρας προς τον πλούτο και την ευημερία, και ακόμα λιγώτερο να προκαλέσει την υποχώρηση της.»4 Η οικονομική πρόοδος ανοίγει δρόμο για τον εαυτό της, όποια και να είναι η ανασχετική επίδραση μιας κακής νομοθεσίας που παραβιάζει τις αρχές του φυσικού δικαίου.

Η εξήγηση αυτής της χτυπητής διαφοράς μεταξύ των απόψεων Quesnay και Smith έγκειται στις διαφορετικές οικονομικές συνθήκες της Γαλλίας και της Αγγλίας του 18ου αιώνα. Στη Γαλλία, η καπιταλιστική αγροτική οικονομία δεν ήταν τόσο ένα πραγματικά υπαρκτό φαινόμενο, όσο ένα σύνθημα των Φυσιοκρατών, που έμενε ακόμα να τεθεί σε εφαρμογή. Με δεδομένες τις φεουδαρχικές επιβιώσεις και την απόλυτη μοναρχία της Γαλλίας, η εκτεταμένη ανάπτυξη του καπιταλισμού ήταν αδύνατη χωρίς μια θεμελιώδη κοινωνική και πολιτική επανάσταση και την εφαρμογή του «φυσικού νόμου» της αστικής κοινωνίας. Αυτό εξηγεί τη σημασία του φυσικού δικαίου στο σύστημα του Quesnay. Η Αγγλία του 18ου αιώνα βρισκόταν σε μια διαφορετική κατάσταση. Παρά τη συνεχή πολιτική κυριαρχία της γαιοκτητικής ολιγαρχίας, οι βασικές κοινωνικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του καπιταλισμού ήταν ήδη παρούσες. Η καπιταλιστική οικονομία αναπτυσσόταν γρήγορα, είτε σπάζοντας, είτε παρακάμπτοντας τους ξεχωριστούς συντεχνιακούς ή μερκαντιλιστικούς περιορισμούς, οι οποίοι παρά το ότι επιβράδυναν την ανάπτυξη της τελευταίας, δεν μπορούσαν να την σταματήσουν  -  εξ ου και η άποψη του Smith ότι η οικονομική πρόοδος είναι συνεχής, ακόμα και εκεί όπου η νομοθεσία είναι κακή και αντιφάσκει με τις αρχές του φυσικού δικαίου.

Έτσι λοιπόν για τον Smith οι οικονομικές δυνάμεις αποδεικνύονται ισχυρότερες από τα νομικά και πολιτικά εμπόδια. Από εδώ προκύπτει μια σημαντική μεθοδολογική αρχή: είναι δυνατό να μελετήσουμε την ενέργεια των οικονομικών δυνάμεων ανεξάρτητα από το νομικό και πολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται αυτή η δραστηριότητα. Ο Smith, μ' αυτό τον τρόπο, κόβει προσεκτικά τον ομφάλιο λώρο που συνδέει την πολιτική οικονομία με το φυσικό δίκαιο  -  ομφάλιο λώρο που για τον Quesnay είχε αποτελέσει πανίσχυρο νήμα. Η πολιτική οικονομία καθίσταται πανίσχυρη επιστήμη, και αυτό αποτελεί ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα της Κλασικής Σχολής. Από την άλλη πλευρά, προετοιμάζεται το έδαφος για να αντιπαρατεθούν στις ιστορικά μεταβατικές και μεταβαλλόμενες κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες οι αιώνιοι και αναλλοίωτοι οικονομικοί νόμοι, και αυτό είναι μια από τις αδυναμίες της Κλασικής Σχολής. Κατά την άποψη τους, η φύση των οικονομικών δυνάμεων δεν μεταβάλλεται, ακόμα και αν αυτές υποχρεωθούν να λειτουργήσουν σε διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα. Για τον Smith η οικονομική ζωή αποτελεί ένα συνδυασμό οικονομικών δυνάμεων, η φύση των οποίων δεν μεταβάλλεται, και ιστορικών συνθηκών. Οι δεύτερες επιταχύνουν ή επιβραδύνουν την κίνηση των πρώτων, χωρίς να αλλάζουν τη φύση τους. Παρ' ότι δεν λείπει από τον Smith το ενδιαφέρον για τις αλλαγές των ιστορικών συνθηκών, θεωρεί ως κύριο καθήκον του οικονομολόγου τη μελέτη της δράσης των οικονομικών δυνάμεων που είναι εκ φύσεως αναλλοίωτες.

Από τι αποτελούνται αυτές οι οικονομικές δυνάμεις; Όπως γίνεται φανερό από το απόσπασμα που παραθέσαμε προηγουμένως, ο Smith εννοεί «τη φυσική προσπάθεια που καταβάλλει συνεχώς κάθε άνθρωπος για τη βελτίωση της κατάστασης του.»5 Αυτές οι «φυσικές προσπάθειες» του κάθε ατόμου αποτελούν ένα αδιάκοπο κίνητρο για οικονομική πρόοδο. Η σταθερότητα και το αναλλοίωτο της δράσης τους προκύπτει από τη σταθερότητα της ανθρώπινης φύσης. Ο άνθρωπος που, λόγω της εγωιστικής του φύσης, πασχίζει συνεχώς να βελτιώσει τη θέση του, «ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο για ό,τι αφορά τον ίδιο απ' ό,τι για όσα αφορούν τους άλλους».6 Στο σύνθετο και μεταβαλλόμενο πλέγμα των οικονομικών φαινομένων θα συναντήσουμε μια σταθερά δρώσα δύναμη: «την ομοιόμορφη, σταθερή και αδιάκοπη προσπάθεια κάθε ανθρώπου να βελτιώσει τη θέση του, την αρχή από την οποία προκύπτουν τελικά ο δημόσιος και εθνικός, όπως επίσης και ο ιδιωτικός πλούτος.»7 Για τον Quesnay, αναγκαία συνθήκη της οικονομικής προόδου είναι η εφαρμογή ενός αναλλοίωτου συστήματος φυσικού δικαίου. Για τον Smith, είναι η δράση της αναλλοίωτης φύσης του «Οικονομικού ανθρώπου». Ο τύπος του «οικονομικού ανθρώπου» στο επίκεντρο των θεωρητικών κατασκευών της Κλασικής Σχολής, που επιδιώκει ανεξάρτητα τα ατομικά του, προσωπικά συμφέροντα μέσω του ελεύθερου ανταγωνισμού με τους άλλους, δεν είναι τίποτα άλλο από μια εξιδανίκευση του ανεξάρτητου εμπορευματοπαραγωγού, που είναι δεμένος με τα άλλα μέλη της κοινωνίας με σχέσεις ανταλλαγής και ανταγωνισμού. Οι Κλασικοί οικονομολόγοι πήραν την κοινωνικά καθορισμένη και ιστορικά μεταβαλλόμενη φύση του εμπορευματοπαραγωγού και την ανύψωσαν στη φυσικά καθορισμένη και αναλλοίωτη φύση του ανθρώπου γενικά.

Από τη στιγμή που η επιδίωξη του ατόμου να βελτιώσει τη θέση του ανάγεται στη σταθερότητα της ανθρώπινης φύσης, είναι προφανές ότι θα λειτουργεί σε όλες τις ιστορικές εποχές και σε όλες τις κοινωνικές συνθήκες. Ο Smith αμφισβητεί την άποψη (την οποία αποδίδει στον Quesnay) ότι το άτομο δίνει αυτόν τον αγώνα μόνο υπό συνθήκες πλήρους ελευθερίας. Η άποψη του Smith είναι ότι ο αγώνας αυτός ήταν ενεργός εκατοντάδες χρόνια πριν από την πραγματοποίηση της πλήρους ελευθερίας (δηλ. του αστικού καθεστώτος) και την υπερίσχυση της απέναντι στην κακή διοίκηση και νομοθεσία. Οι δυσμενείς κοινωνικές συνθήκες είναι ασφαλώς σε θέση να επιβραδύνουν την ενέργεια αυτών των οικονομικών δυνάμεων. Για παράδειγμα, στο δουλοκτητικό καθεστώς, οι εργάτες δεν είχαν κανένα προσωπικό συμφέρον στην πρόοδο της παραγωγής, ενώ «αντιθέτως, όταν εξασφαλίσουν την απολαβή των καρπών της προσπάθειας τους, αυτό φυσικά το χρησιμοποιούν για τη βελτίωση της θέσης τους.»8 Η αμετάβλητη ανθρώπινη φύση εκδηλώνεται με μεγαλύτερη ένταση υπό συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, και ειδικά αυτές του αστικού καθεστώτος, που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία και τον χωρίς περιορισμούς ανταγωνισμό. Αντί να εξηγήσει τη φύση του ανθρώπου ως εμπορευματοπαραγωγού από τις συνθήκες αυτού του κοινωνικού συστήματος, ο Smith θεωρεί το τελευταίο απλά ως μια πρόσθετη συνθήκη για την πλήρη εκδήλωση των δυνάμεων του ατόμου που εντοπίζονται στη μόνιμη φύση του ανθρώπου. Η νίκη ενός κοινωνικού συστήματος επί ενός άλλου (του αστικού καθεστώτος επί του φεουδαρχικού) θεωρείται από τον Smith ως η νίκη της «φυσικής» αναλλοίωτης φύσης του ανθρώπου επί των «τεχνητών» κοινωνικών θεσμών του παρελθόντος. Και καθώς οι νέοι αστικοί κοινωνικοί θεσμοί αποτελούν μια απαραίτητη συνθήκη για την πλήρη εκδήλωση της αμετάβλητης φύσης του ατόμου, παίρνουν μ' αυτό τον τρόπο το χαρακτήρα αιώνιων, «φυσικών» μορφών οικονομίας.

Μ' αυτόν τον τρόπο, το σημείο εκκίνησης της έρευνας του Smith, ο αφηρημένος οικονομικός άνθρωπος του, μελετάται στα πλαίσια ενός, ας πούμε, αστικού περίγυρου, δηλ. της εμπορευματικής  -  καπιταλιστικής οικονομίας. Αυτή η νοητική αφαίρεση που δεν λαμβάνει υπ' όψη τους κοινωνικούς παράγοντες, παρ' όλα τα λάθη που δημιούργησε στην αξιολόγηση αυτών των παραγόντων, μέσα από το πρίσμα της ανθρώπινης «φύσης», αποδείχτηκε ο Σωτήρας της Κλασικής θεωρίας. Γιατί της επέτρεψε να καταστεί η θεωρία της εμπορευματικής  -  καπιταλιστικής οικονομίας.

Πώς γεφυρώνει ο Smith το χάσμα μεταξύ του αφηρημένου ατόμου του με την εμπορευματική  -  καπιταλιστική οικονομία; Συνεπής προς τις αρχικές ατομικιστικές του αρχές, ο Smith κινείται από το άτομο προς την κοινωνία. Η κοινωνία απαρτίζεται από ξεχωριστά, ανεξάρτητα άτομα. Το κοινωνικό φαινόμενο είναι το αποτέλεσμα της αμοιβαίας αλληλεπίδρασης αυτών των διαφορετικών ατόμων. Η κοινωνική ενότητα (στο βαθμό που συζητάμε για την οικονομική όψη της κοινωνίας) διαμορφώνεται και συνέχεται από τα προσωπικά συμφέροντα αυτών των ατόμων. Σε ό,τι αφορά τις οικονομικές του επαφές, κάθε άτομο έρχεται σε σχέση με άλλα άτομα, μόνο στο βαθμό που αυτό υπαγορεύεται από τα προσωπικά τον συμφέροντα και του υπόσχεται κάποια μορφή κέρδους. Η μορφή αυτής της σχέσης είναι η ανταλλαγή. «Η τάση για δοσοληψία και ανταλλαγή ενός πράγματος με ένα άλλο» είναι μια ουσιαστική αρχή της ανθρώπινης φύσης. Αυτό το μόνιμο χαρακτηριστικό προκαλεί τη συνένωση των ατόμων σε μια κοινωνία ανταλλαγής.

Η κοινωνία θεωρούμενη ως οικονομική ενότητα είναι μια κοινωνία ανταλλαγών σης οποίες προβαίνουν τα ξεχωριστά άτομα κινούμενα από το προσωπικό τους συμφέρον. Ήδη στο πρώτο έργο του Smith, The Theory of Moral Sentiments, συναντάμε αυτό το εξαιρετικά αποκαλυπτικό απόσπασμα: «Η κοινωνία μπορεί να συντηρείται μεταξύ διαφόρων ατόμων, όπως και μεταξύ διαφόρων εμπόρων, από την αίσθηση του οφέλους της, χωρίς καμιά αμοιβαία αγάπη ή τρυφερότητα. Και παρ' όλον ότι κανένας άνθρωπος σ' αυτήν δεν θα έχει υποχρεώσεις ή θα οφείλει σε κάποιον άλλο, ενδέχεται και πάλι να στηρίζεται σε μια συμφεροντολογική ανταλλαγή καλών υπηρεσιών σύμφωνα με μια συμφωνημένη αξιολόγηση».9 Ο Smith αντιλαμβάνεται την οικονομική σχέση μεταξύ των ανθρώπων ως μια μορφή ανταλλαγής, με άλλα λόγια, ως οικονομική σχέση μεταξύ κατόχων εμπορευμάτων. Ο Smith αναπτύσσει περαιτέρω αυτή την ιδέα στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου Ι του Πλούτου των Εθνών. «Αλλά ο άνθρωπος έχει σχεδόν συνεχώς την ευκαιρία να βοηθηθεί από τους αδελφούς του και είναι μάταιο να περιμένει ότι θα το κάνουν μόνο λόγω της φιλανθρωπίας τους. θα είναι πιθανότερο να πετύχει αν μπορεί να κινήσει το ενδιαφέρον του εγωισμού τους υπέρ του, και αν τους δείξει ότι είναι προς το δικό τους συμφέρον να κάνουν γι' αυτόν ό,τι τους ζητά. Δώσε μου αυτό που θέλω και θα έχεις αυτό που θέλεις είναι το νόημα κάθε τέτοιας προσφοράς. Και μ' αυτόν ακριβώς τον τρόπο αποκτούμε ο ένας από τον άλλο το μέγιστο μέρος των καλών υπηρεσιών που έχουμε ανάγκη. Το δείπνο μας δεν το περιμένουμε από τη φιλανθρωπία του χασάπη, του ζυθοποιού, ή του αρτοποιού, αλλά από το ότι θα λάβουν υπ' όψη τους το δικό τους συμφέρον.»10 Το προσωπικό συμφέρον ενός ατόμου το ωθεί να έλθει σε ανταλλαγή με άλλους ανθρώπους. Και η επιδίωξη της ανταλλαγής προκαλεί, όπως θα δούμε, τον καταμερισμό εργασίας μεταξύ των ανθρώπων.

Η επιχειρηματολογία που μόλις παρουσιάσαμε χαρακτηρίζει καθαρά την ατομικιστική και ορθολογιστική μέθοδο του Smith. Ο Smith εξηγεί την προέλευση των σημαντικότερων κοινωνικών θεσμών (στην περίπτωση αυτή, της ανταλλαγής και του καταμερισμού εργασίας) από την απαρέγκλιτη φύση του αφηρημένου ατόμου  -  το προσωπικό του συμφέρον και τον συνειδητό του αγώνα για το μέγιστο κέρδος. Μ' αυτό τον τρόπο αποδίδει στον αφηρημένο άνθρωπο κίνητρα και επιδιώξεις (εδώ, τον αγώνα για δοσοληψία ή ανταλλαγή) που στην πραγματικότητα είναι το αποτέλεσμα της επίδρασης που ασκούν στο άτομο οι ίδιοι αυτοί κοινωνικοί θεσμοί (ο καταμερισμός εργασίας και η ανταλλαγή) επί μεγάλες χρονικές περιόδους  -  επιδράσεις τις οποίες στη συνέχεια παρουσιάζει ως μέσο εξήγησης αυτών των θεσμών. Ο Smith συνάγει τους βασικούς κοινωνικο-οικονομικούς θεσμούς που χαρακτηρίζουν την εμπορευματική-καπιταλιστική οικονομία από τη φύση του ανθρώπου. Ωστόσο, αυτό που θεωρεί ως ανθρώπινη φύση είναι η καθορισμένη φύση του ανθρώπου που μορφοποιείται υπό την επίδραση της εμπορευματικής-καπιταλιστικής οικονομίας.

Ο Smith εφαρμόζει την ίδια μέθοδο της μετακίνησης από το άτομο στην κοινωνία όταν εξηγεί και άλλους κοινωνικο-οικονομικούς θεσμούς. Εξηγεί την εμφάνιση του χρήματος από το απλό γεγονός ότι λόγω της δυσχέρειας της ανταλλαγής σε είδος, «κάθε φρόνιμος άνθρωπος σε κάθε περίοδο της κοινωνίας, μετά την αρχική καθιέρωση του καταμερισμού εργασίας, πρέπει φυσικά να προσπαθεί να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχει ανά πάσα στιγμή δίπλα του, πέραν του ιδιαίτερου προϊόντος της παραγωγής του, μια ορισμένη ποσότητα ενός άλλου εμπορεύματος, τέτοιου που κατά την εκτίμηση του, λίγοι άνθρωποι θα ήταν πιθανό να αρνηθούν ως αντάλλαγμα για το προϊόν της δικής τους παραγωγής.»11 Οι υπογραμμισμένες λέξεις είναι αυτές που χαρακτηρίζουν ιδιαίτερα τη μέθοδο του Smith. Για την εξήγηση των κοινοτικών θεσμών θα πρέπει να κοιτάξουμε τη φύση του «κάθε ανθρώπου», δηλ. τα προσωπικά συμφέροντα του κάθε ατόμου. Γι αυτό και θα αποκαλέσουμε τη μέθοδο του Smith ατομικιστική, θα την αποκαλέσουμε ορθολογιστική γιατί μιλώντας για τον «φρόνιμο» άνθρωπο που σταθμίζει συνειδητά τα πλεονεκτήματα του, ο Smith θεωρεί τον ορθολογικό υπολογισμό ωφελειών και απωλειών που εμπεριέχονται στις ξεχωριστές οικονομικές δραστηριότητες  -  έναν υπολογισμό που αναπτύσσεται μόνο στο έδαφος της ισχυρά αναπτυγμένης εμπορευματικής και καπιταλιστικής οικονομίας  -  ως ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης εν γένει. Επί πλέον, αυτές οι ενέργειες του ατόμου πραγματοποιούνται «σε κάθε περίοδο της κοινωνίας» (από τη στιγμή που καθιερώθηκε ο καταμερισμός εργασίας). Η δήλωση αυτή αποκαλύπτει την αντι-ιστορική φύση της μεθόδου του Smith. Τέλος, ο Smith θεωρεί αυτές τις δραστηριότητες του ατόμου ως «φυσικές». Εδώ ο Smith στηρίζεται στη θεωρία του φυσικού δικαίου, εισάγοντας ωστόσο σημαντικές βελτιώσεις στις οποίες χρειάζεται να επιμείνουμε.

Σύμφωνα με την κοινωνιολογική αντίληψη του Smith, τα κοινωνικο-οικονομικά φαινόμενα προκύπτουν από τις ενέργειες των ατόμων που υπαγορεύονται από το προσωπικό συμφέρον. Από αυτό προκύπτει  -  και το συμπέρασμα αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό  -  ότι τα οικονομικά φαινόμενα είναι «φυσικού» χαρακτήρα. Η έννοια του «φυσικού» χρησιμοποιείται εδώ κατά δύο διαφορετικές έννοιες, μια θεωρητική και μια πρακτική. Η βασική πρόταση του θεωρητικού συστήματος του Smith ορίζει ότι τα οικονομικά φαινόμενα κατέχουν μια ενδοφυή, «φυσική», νομοτελειακή κανονικότητα, που υπάρχει ανεξάρτητα από τη θέληση του κράτους και βασίζεται στις αναλλοίωτες «φυσικές» κλίσεις του ατόμου. Η βασική πρόταση της οικονομικής πολιτικής του Smith ορίζει ότι μόνον όταν τα οικονομικά φαινόμενα προχωρούν «φυσικά», χωρίς κρατικούς περιορισμούς, αποφέρουν το μέγιστο τον οφέλους τόσο για το άτομο, όσο και για την κοινωνία ως σύνολο. Η πρώτη από τις δύο αυτές προτάσεις κατέστησε τον Smith ένα από τους θεμελιωτές της θεωρητικής οικονομικής. Η δεύτερη τον κατέστησε κήρυκα του οικονομικού φιλελευθερισμού.

Ας αρχίσουμε από τη δεύτερη πρόταση. Από τη στιγμή που τα προσωπικά συμφέροντα του ατόμου θεωρούνται ως το κίνητρο της οικονομικής προόδου και η πηγή όλων των οικονομικών θεσμών, πρέπει να δοθεί στο άτομο η δυνατότητα να αναπτύξει ελεύθερα τις οικονομικές του δυνάμεις, χωρίς κανένα εμπόδιο. Ο κύριος κανόνας οικονομικής πολιτικής είναι η ελευθερία της οικονομικής δραστηριότητας και η κατάργηση της κρατικής παρέμβασης. Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος παραβίασης των συμφερόντων της κοινωνίας ως συνόλου από το άτομο που αγωνίζεται για τα προσωπικά του συμφέροντα. Τα συμφέροντα του ατόμου και αυτά της κοινωνίας βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία. Από αυτή την αμοιβαία αλληλεπίδραση των ατόμων  -  καθένα από τα οποία επιδιώκει μόνο τα προσωπικά του συμφέροντα που έχει κατανοήσει ορθά  -  προκύπτουν οι πολυτιμότεροι κοινωνικοί θεσμοί, που με τη σειρά τους προωθούν μια τρομερή αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας: ο καταμερισμός εργασίας, η ανταλλαγή, το χρήμα, η συσσώρευση κεφαλαίων και η σωστή κατανομή τους μεταξύ των διαφόρων κλάδων της παραγωγής. Όταν ο άνθρωπος «επιδιώκει το δικό του συμφέρον... συχνά προωθεί το συμφέρον της κοινωνίας αποτελεσματικότερα απ' ό,τι εάν πραγματικά προσπαθεί να το προωθήσει.»12. Επομένως, «κάθε άνθρωπος, στο βαθμό που δεν παραβιάζει τους νόμους της δικαιοσύνης, είναι απόλυτα ελεύθερος να ακολουθήσει το συμφέρον του με τον δικό του τρόπο, και να φέρει την παραγωγή του και το κεφάλαιο του σε ανταγωνισμό με εκείνα οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου ή τάξης ανθρώπων. Ο ηγεμόνας είναι πλήρως απαλλαγμένος από κάθε καθήκον, στην προσπάθεια επιτέλεσης του οποίου θα έπρεπε πάντα να είναι εκτεθειμένος σε αναρίθμητες πλάνες, και για την ορθή εκτέλεση του οποίου καμία ανθρώπινη γνώση ή σοφία δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι αρκετή: Το καθήκον της διεύθυνσης της παραγωγής των ιδιωτών ανθρώπων και του προσανατολισμού της προς απασχολήσεις που ταιριάζουν περισσότερο στο συμφέρον της κοινωνίας.»13 Η Κυβέρνηση απέχει από παρεμβάσεις στην οικονομική ζωή και διατηρεί για τον εαυτό της μόνο τα ταπεινά καθήκοντα της υπεράσπισης της εξωτερικής ασφάλειας της χώρας, της προφύλαξης των μεμονωμένων ατόμων από την καταπίεση από άλλα μέλη της κοινωνίας, και της ενασχόλησης της με ορισμένα κοινωνικά καθήκοντα. Η οικονομική ζωή αποδίδεται ολοκληρωτικά στην ελεύθερη δράση των ατομικών συμφερόντων. Ο Smith, όπως και οι Φυσιοκράτες, ανέμεναν ότι η πραγματοποίηση αυτού του «προφανούς και απλού συστήματος φυσικής ελευθερίας»14 θα κατέληγε στο μέγιστο όφελος τόσο της κοινωνίας ως συνόλου όσο και των ιδιαίτερων τάξεων του πληθυσμού.

Οι αισιόδοξες απόψεις του Smith  -  οι οποίες παρ' όλες τις επιφυλάξεις με τις οποίες τις συνόδευσε τον ανέδειξαν σε θεμελιωτή του οικονομικού φιλελευθερισμού  -  μπορούσαν να εμφανιστούν μόνο σε μια εποχή όπου η βιομηχανική αστική τάξη έπαιζε ακόμα έναν προοδευτικό ρόλο και τα συμφέροντα της συνέπιπταν με τις ανάγκες της συνολικής οικονομικής ανάπτυξης της κοινωνίας. Σκοπός του Smith δεν ήταν ποτέ η υπεράσπιση των στενών συμφερόντων των εμπόρων και των βιομηχάνων, προς τους οποίους δεν έτρεφε καμιά ιδιαίτερη συμπάθεια. Μίλαγε για την κατάσταση των εργατών συχνά με φλογερά αισθήματα, και ήθελε να τη βελτιώσει. Πίστευε όμως βαθειά ότι μόνο με την πλήρη ελευθερία του ανταγωνισμού και την ισχυρή ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας θα ήταν δυνατό να αναμένουμε μια βελτίωση της θέσης των κατώτερων τάξεων. Πίστευε ότι η εργατική τάξη θα εισέπραττε ένα συνεχώς αυξανόμενο μερίδιο της μεγενθυνόμενης ποσότητας πλούτου της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η μελλοντική ανάπτυξη του καπιταλισμού επρόκειτο να διαψεύσει τις αισιόδοξες προσδοκίες του Smith και να παρουσιάσει γυμνές τις ασυμφιλίωτες αντιθέσεις ανάμεσα στα συμφέροντα της αστικής τάξης από τη μια μεριά, και της εργατικής τάξης και της οικονομικής ανάπτυξης της κοινωνίας ως συνόλου από την άλλη. Στις μέρες του, ο αισιόδοξος φιλελευθερισμός έπαιξε ένα θετικό ρόλο ως εργαλείο για την απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων της καπιταλιστικής οικονομίας από τα δεσμά του παλαιού καθεστώτος και του μερκαντιλισμού, αλλά αργότερα, στα χέρια του Say, και πιο ειδικά του Bastiat, μετατράπηκε σε εργαλείο υπεράσπισης του καπιταλισμού απέναντι στις επιθέσεις των σοσιαλιστών.

Ο Smith, επομένως, θεωρούσε τα οικονομικά φαινόμενα της αστικής κοινωνίας ως «φυσικά» υπό την έννοια ότι είχαν διευθετηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και δεν απαιτούσαν καμιά συνειδητή παρέμβαση από κανένα φορέα του κράτους ή της κοινωνίας. Υπό αυτή την έννοια, ο χαρακτηρισμός ενός φαινομένου ως «φυσικού» είναι ταυτόσημος με την εκτίμηση ότι ένα πράγμα είναι θετικό. Εδώ, «φυσικό» σημαίνει σε αντιστοιχία με τις αρχές του φυσικού δικαίου. Πέρα όμως από τη χρήση του όρου «φυσικός» με μια αξιολογική έννοια, ο Smith τον χρησιμοποιεί επίσης όταν προβαίνει σε καθαρά θεωρητικές κρίσεις, όπου το καθήκον του είναι η διερεύνηση ενός φαινομένου όπως υπάρχει, ανεξάρτητα από θετική ή αρνητική αξιολόγηση. Εδώ, ο χαρακτηρισμός ενός φαινομένου ως «φυσικού» έχει μια καθαρά θεωρητική σημασία, που υποδηλώνει, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ότι τα οικονομικά φαινόμενα κατέχουν μια ενδοφυή «φυσική» νομοτελειακή κανονικότητα ανεξάρτητα από την όποια παρέμβαση του κράτους. Όταν ο Smith λέει ότι η «φυσική τιμή» (η αξία) ενός εμπορεύματος αντικαθιστά τα κόστη παραγωγής και αποδίδει ένα μέσο κέρδος, εννοεί ότι όταν υπάρχει ελεύθερος ανταγωνισμός και δεν υπάρχει παρέμβαση του κράτους, οι τιμές των εμπορευμάτων θα τείνουν να ισορροπούν στην υποδηλούμενη στάθμη. Αυτό το αυθόρμητα καθοριζόμενο κανονικό ύψος της τιμής ενός εμπορεύματος συνιστά τη «φυσική» του τιμή. Το «φυσικό» σ' αυτή την περίπτωση είναι το αποτέλεσμα, το οποίο προκύπτει κανονικά και αυθόρμητα, χωρίς την παρεμβολή περιορισμών από τη μεριά του κράτους στον ελεύθερο ανταγωνισμό των ατόμων. Εξ αυτού, η έννοια του «φυσικού» περιλαμβάνει δύο χαρακτηριστικά: 1) το αυθόρμητο, και 2) τη νομοτελειακή κανονικότητα. Ως προς το πρώτο, η τιμή χαρακτηρίζεται ως «φυσική» όταν είναι το αυθόρμητο αποτέλεσμα του ελεύθερου ανταγωνισμού και της σύγκρουσης των μεμονωμένων ατομικών συμφερόντων. Μ' αυτή την έννοια, η «φυσική» (ελεύθερη) τιμή αντιπαρατίθεται τόσο στην «οριζόμενη νομικά», τη σταθερή τιμή που επιβάλλεται από το κράτος ή τις συντεχνίες, όπως και τη «μονοπωλιακή» τιμή. Ως προς το δεύτερο χαρακτηριστικό, δεν χαρακτηρίζεται κάθε τιμή της αγοράς ως φυσική, αλλά μόνο «η κεντρική τιμή, προς την οποία κατατείνουν συνεχώς οι τιμές όλων των εμπορευμάτων»,15 με άλλα λόγια, αυτό το ύψος τιμών που πρέπει να επιβληθεί σε συνθήκες ισορροπίας αγοράς, όπου υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Μ' αυτή την έννοια, ο Smith διαφοροποιεί τη «φυσική» τιμή (αξία)  -  που εκφράζει τη νομοτελειακή κανονικότητα των φαινομένων της αγοράς  -  από τις «αγοραίες» τιμές, που κυμαίνονται συνεχώς ανάλογα με τις διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης.

Αυτή η δεύτερη έννοια του «φυσικού» παίζει ένα εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στο θεωρητικό σύστημα του Smith, όπου μιλά για φυσική τιμή, φυσικό ύψος μισθών, κέρδους και προσόδου. Εδώ η έννοια του «φυσικού» σημαίνει όχι ότι ακολουθούνται οι κανόνες του φυσικού δικαίου, αλλά μια αναγνώριση της αυθόρμητης, νομοτελειακής κανονικότητας των φαινομένων της αγοράς. Παρ' όλον ότι από καιρό σε καιρό ο Smith χρησιμοποιεί τον όρο με την πρώτη, αξιολογική του έννοια, τις περισσότερες φορές τον χρησιμοποιεί με τη δεύτερη, καθαρά θεωρητική σημασία. Εν πάση περιπτώσει, δεν συγχέει την πρακτική και τη θεωρητική σημασία του όρου. Η μετάβαση του Smith από μια αξιολογική σε μια θεωρητική κατανόηση του όρου «φυσικός» αποτέλεσε ένα μεγάλο βήμα προς την καθαρά θεωρητική, επιστημονική αιτιακή μελέτη των οικονομικών φαινομένων.

Οι οικονομικές έρευνες των μερκαντιλιστών ήταν πρακτικού χαρακτήρα. Τα έργα τους ήταν στη μεγάλη τους πλειοψηφία μια συλλογή από πρακτικές συνταγές που απευθύνονταν στο κράτος για εφαρμογή. Τα έμβρυα μιας θεωρητικής ανάλυσης που βρίσκουμε στον Petty είχαν μικρή επίδραση στη γενική αλληλουχία της μερκαντιλιστικής σκέψης. Επίσης, η προσοχή των Φυσιοκρατών επικεντρώθηκε όχι τόσο πολύ στη διερεύνηση του υπάρχοντος (δηλ. των πραγματικών φαινομένων της καπιταλιστικής οικονομίας), όσο στην επεξεργασία αυτού που έπρεπε να είχε υπάρξει (δηλ. των συνθηκών που έπρεπε να πραγματοποιηθούν για να ανθίσει η εθνική οικονομία). Προσέγγισαν τους οικονομικούς τους νόμους και προτάσεις ως επιταγές φυσικού δικαίου. Η ανάλυση των Φυσιοκρατών περιέχει θεωρητικά αξιόλογα στοιχεία για την κατανόηση της καπιταλιστικής οικονομίας μόνον επειδή θεώρησαν τον καπιταλισμό ως την ιδεώδη φυσική τάξη πραγμάτων. Αν το μερκαντιλιστικό σύστημα ήταν εκ φύσεως πρακτικό, και το σύστημα των Φυσιοκρατών τελεολογικό, ο Smith όρισε στον εαυτό του το καθήκον της θεωρητικής μελέτης της καπιταλιστικής οικονομίας. Είναι γεγονός ότι τα ζητήματα της οικονομικής πολιτικής είναι για τον Smith εξαιρετικά σημαντικά και συχνά διαπλέκονται με τη θεωρητική του ανάλυση στην πορεία της ερμηνείας που επιχειρεί. Ωστόσο, στο μεγαλύτερο μέρος, η θεωρητική ανάλυση παραμένει μεθοδολογικά διακριτή και απομονωμένη από την εξέταση πρακτικών ζητημάτων. Είναι γεγονός ότι ορισμένα από τα σοβαρά λάθη του Smith μπορούν να εξηγηθούν από τη σύγχυση μεταξύ των θεωρητικών και των πρακτικών προβλημάτων (βλέπε στα επόμενα το κεφάλαιο για τη θεωρία της αξίας), αλλά αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει λόγω του ότι η οικονομική θεωρία είχε αναπτυχθεί από τις πρακτικές ανάγκες, και στα πρωταρχικά της στάδια είχε διαλυθεί μέσα στην οικονομική πολιτική, δεν ήταν άμεσα σε θέση να αποκτήσει μια καθαρή συνείδηση του εαυτού της ως μεθόδου καθαρά θεωρητικής ανάλυσης. Σε κάθε περίπτωση, η ανάλυση του Smith επιτέλεσε μια μεγάλη και μεθοδολογικά αποφασιστική υπηρεσία: έβαλε την πολιτική οικονομία στο μονοπάτι της θεωρητικής μελέτης των πραγματικών φαινομένων της καπιταλιστικής οικονομίας. Η φήμη του Smith ως θεμελιωτή της πολιτικής οικονομίας βασίζεται σ' αυτό το στοιχείο.

 

4. Ο καταμερισμός εργασίας

 

Οι πρώτες μόλις γραμμές του Smith δείχνουν ότι έχει σαφώς εισάγει κάτι νέο στην οικονομική επιστήμη. Είναι ενδιαφέρον να συγκρίνουμε την αρχή του έργου του Smith με αυτή του «μερκαντιλιστικού ευαγγελίου» του Mun. «Επομένως, τα συνήθη μέσα για την αύξηση του πλούτου και των θησαυρών μας είναι μέσω του εξωτερικού εμπορίου».16 Έτσι αρχίζει το βιβλίο του ο Mun  -  που βλέπει το εμπόριο, ή τη σφαίρα της κυκλοφορίας ως την πηγή κάθε πλούτου. Ο Smith, όπως και οι Φυσιοκράτες μετατοπίζει το κέντρο της ανάλυσης του στην παραγωγή, αποφεύγοντας όμως τη μονομέρεια των τελευταίων: Ως μοναδική πηγή του πλούτου ανακηρύσσει την εργασία εν γενεί, δηλ. το σύνολο της εργασίας μιας χώρας όπως αυτό είναι κατανεμημένο στους διάφορους κλάδους παραγωγής και μοιρασμένο μεταξύ των μεμονωμένων ατόμων της κοινωνίας: «Η ετήσια εργασία της κάθε χώρας είναι η πηγή που την τροφοδοτεί με όλα τα αναγκαία μέσα και τις ανέσεις της ζωής που καταναλώνει κατ' έτος.»17 Πηγή του πλούτου είναι η εργασία. Ως «εργασία» εδώ πρέπει να εννοηθεί το σύνολο, η αθροισμένη εργασία μιας χώρας, που έχει τη μορφή ενός κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, και ως «πλούτος» η ολότητα των υλικών προϊόντων ή ειδών κατανάλωσης.

Αν τον πλούτο τον δημιουργεί η εργασία, τότε αυξήσεις του πλούτου μπορούν να πραγματοποιηθούν υπό μία από τις εξής συνθήκες: 1) αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας του ατομικού εργάτη, ή 2) αύξηση του αριθμού των παραγωγικών εργατών σε σύγκριση με τα άλλα μέλη της κοινωνίας. Ωστόσο, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας είναι αποτέλεσμα του καταμερισμού εργασίας, ενώ η αύξηση του αριθμού των παραγωγικών εργατών απαιτεί μια αύξηση και συσσώρευση του κεφαλαίου που δαπανάται για τη συντήρηση τους. Ο Smith διαιρεί αντίστοιχα τα δύο πρώτα θεωρητικής κατεύθυνσης βιβλία του Πλούτου των Εθνών. Το βιβλίο Ι αρχίζει με την περιγραφή του καταμερισμού εργασίας. Από εκεί ο Smith περνά στα στενά συνδεόμενα φαινόμενα της ανταλλαγής (χρήμα, αξία) και τη διανομή αυτού που παράγεται (δηλ. του μισθού, του κέρδους και της προσόδου). Το βιβλίο II περιέχει τη θεωρία του για το κεφάλαιο, όπως και τη θεωρία του για τη συσσώρευση κεφαλαίου και την παραγωγική εργασία.

Τα πρώτα κεφάλαια του Πλούτου των Εθνών που είναι αφιερωμένα στον καταμερισμό εργασίας εθεωρούντο πάντα ότι είναι από τα λαμπρότερα, γιατί είχαν προκαλέσει τη μεγαλύτερη εντύπωση λόγω της ροής και της ευγλωττίας της περιγραφής. Ως προς τα πρακτικά ζητήματα, ο Smith λέει λίγα νέα πράγματα σε σύγκριση με τους προγενέστερους του (Petty, Furguson). Ωστόσο, μια ευτυχής διαίσθηση τον οδήγησε να τοποθετήσει την περιγραφή του καταμερισμού εργασίας στην αρχή του βιβλίου του. Για το λόγο αυτό, η εμπορευματική κοινωνία αναδύεται μονομιάς, ως μια κοινωνία βασισμένη από τη μια πλευρά στον καταμερισμό εργασίας και από την άλλη στην ανταλλαγή μεταξύ ατομικών οικονομικών μονάδων  -  με άλλα λόγια ως μια κοινωνία βασισμένη στην εργασία και την ανταλλαγή (μια «εμπορική» κοινωνία για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Smith).

Ο Smith αρχίζει με την πολύ γνωστή περιγραφή ενός εργοστασίου κατασκευής καρφιτσών, με το λεπτομερή του καταμερισμό εργασίας μεταξύ δέκα εργατών: ένας τραβά το σύρμα, ένας άλλος το βάφει, ένας τρίτος το κόβει, κοκ. Με την κατάτμηση της εργασιακής διαδικασίας σε εξαιρετικά απλούς χειρισμούς, καθένας από τους οποίους αποδίδεται σ' έναν ατομικό εργάτη, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται κατά 100 φορές: Οι εργάτες αυτοί παράγουν 48000 καρφίτσες την ημέρα, ενώ αν εργάζονταν ξεχωριστά μόλις που θα μπορούσαν να παράγουν είκοσι καρφίτσες την ημέρα ο καθένας. Ο Smith απαριθμεί τρεις λόγους για τους οποίους ο καταμερισμός εργασίας αυξάνει την παραγωγικότητα: 1) κάθε εργάτης αποκτά μεγαλύτερη επιδεξιότητα, επαναλαμβάνοντας συνεχώς τους ίδιους χειρισμούς, 2) δεν υπάρχει χαμένος χρόνος κατά τη μετάβαση από τον ένα χειρισμό στον άλλο, και 3) η κατάτμηση της εργασίας σε βασικούς χειρισμούς διευκολύνει την επινόηση εργαλείων που εξοικονομούν εργασία.18 Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ο Smith είναι χαρακτηριστικά της μανουφακτορικής περιόδου, που χαρακτηριζόταν από την εξειδίκευση των εργατών σε λίγους επί μέρους χειρισμούς, και από τη διαφοροποίηση των εργαλείων. Η δήλωση του Smith ότι ο καταμερισμός εργασίας είναι ο κύριος λόγος για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας τον τοποθετεί ακριβώς σ' αυτό το γενικό πλαίσιο: Η υποτίμηση που έδειξε απέναντι στο ρόλο που έπαιζαν τα εργαλεία εργασίας και ιδιαίτερα οι μηχανές είναι απόλυτα κατανοητή, δεδομένου ότι βρισκόταν ακόμα μια εποχή πριν από το ξέσπασμα της βιομηχανικής επανάστασης, και η τεχνική ανωτερότητα της μανουφακτούρας βασιζόταν σ' ένα καταμερισμό εργασίας σχεδιασμένο με κάθε λεπτομέρεια. Παρ' όλον ότι στην αρχή του βιβλίου του ο Smith περιγράφει μόνο τις επωφελείς όψεις του καταμερισμού εργασίας στο εσωτερικό της μανουφακτούρας, σε άλλα σημεία εξηγεί πόσο ταπεινωτικός είναι ο μονότονος χαρακτήρας της εργασίας για την ατομικότητα του εργάτη που εκτελεί μόνο επί μέρους χειρισμούς, και πόσο αυτό τον καθιστά «βλάκα και αδαή».19

Από τη μανουφακτούρα παραγωγής καρφιτσών ο Smith μετακινείται γρήγορα σε άλλα παραδείγματα καταμερισμού εργασίας. Εδώ παίρνει ως παράδειγμα όχι τον καταμερισμό εργασίας μέσα στο εσωτερικό μιας επιχείρησης, αλλά τον καταμερισμό εργασίας μεταξύ διαφορετικών επιχειρήσεων που ανήκουν σε διαφόρους κλάδους παραγωγής. Ο Smith περιγράφει με ιδιοφυή τρόπο πώς το ύφασμα διέρχεται από μια σειρά οικονομικών μονάδων, αρχίζοντας από τον αγρότη-καπιταλιστή που κατέχει πρόβατα, οι εργάτες του οποίου καταπιάνονται με το κούρεμα των προβάτων, και φθάνοντας μέχρι τον εργάτη που απασχολείται στη βαφή και το φινίρισμα του υφάσματος. Στο σημείο αυτό όπου περιγράφει αυτόν τον τύπο καταμερισμού εργασίας είναι περισσότερο εύγλωττος από οπουδήποτε αλλού. «Παρατηρείστε τον οικιακό εξοπλισμό του πιο κοινού τεχνίτη ή εργάτη μιας πολιτισμένης και ευημερούσας χώρας και θα αντιληφθείτε ότι ο αριθμός των ανθρώπων των οποίων η παραγωγική προσπάθεια έχει χρησιμοποιηθεί για να προμηθεύσει ένα μικρό μέρος του οικιακού εξοπλισμού του υπερβαίνει κάθε υπολογισμό. Το μάλλινο σακάκι, για παράδειγμα που φορά ο εργάτης, όσο τραχύ και ακατέργαστο και αν φαίνεται, είναι το προϊόν της συνδυασμένης εργασίας μιας πλειάδας εργατών. Ο βοσκός, αυτός που το ταξινομεί, αυτός που το ξαίνει, ο βαφέας, αυτός που κάνει το λανάρισμα, ο κλώστης, ο υφαντής, αυτός που γνέθει, ο ράφτης και πολλοί άλλοι πρέπει να ενώσουν τις διαφορετικές τους τέχνες προκειμένου να ολοκληρωθεί ακόμα και αυτή η απλή παραγωγή.»20 Πέρα και πάνω απ' αυτούς χρησιμοποιήθηκαν επίσης έμποροι και μεταφορείς, κατασκευαστές πλοίων, εργάτες που διαμόρφωσαν τα εργαλεία, κλπ. Εδώ υπάρχει παντού ζήτημα καταμερισμού εργασίας μεταξύ των διαφορετικών παραγωγών εμπορευμάτων ή των ατομικών επιχειρήσεων.

Βλέπουμε εδώ ότι ο Smith συγχέει τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας με τον καταμερισμό εργασίας μέσα στη μανουφακτούρα, που είναι τεχνικός. Δεν μπορεί να αντιληφθεί τη βαθειά κοινωνική διάκριση που υπάρχει μεταξύ των δύο αυτών μορφών καταμερισμού εργασίας. Ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας μεταξύ ατομικών επιχειρήσεων, καθώς βασίζεται στην ανταλλαγή των προϊόντων τους, περιλαμβάνει το βασικό γνώρισμα κάθε εμπορευματικής οικονομίας και είναι ήδη σημαντικά αναπτυγμένος στο καθεστώς της παραγωγής από τεχνίτες. Ο τεχνικός καταμερισμός εργασίας στο εσωτερικό μιας επιχείρησης εμφανίστηκε μόνο με την εμφάνιση των μεγάλης κλίμακας καπιταλιστικών επιχειρήσεων, δηλ. των μανουφακτούρων. Η πρώτη από τις μορφές αυτές προϋποθέτει ότι τα μέσα παραγωγής διασκορπίζονται μεταξύ των ανεξάρτητων εμπορευματοπαραγωγών. Η δεύτερη προϋποθέτει τη συγκέντρωση μεγάλων μέσων παραγωγής στα χέρια ενός συγκεκριμένου καπιταλιστή. Οι ξεχωριστοί, ανεξάρτητοι εμπορευματοπαραγωγοί (χειροτέχνες) συνδέονται ο ένας με τον άλλο μόνο με την ανταλλαγή των προϊόντων τους στην αγορά. Στη μανουφακτούρα, οι μεμονωμένοι εργάτες συνδέονται ο ένας με τον άλλο υπό τη γενική διεύθυνση του καπιταλιστή. Στην πρώτη περίπτωση η φύση του δεσμού μεταξύ των ανθρώπων είναι ανοργάνωτη, αυθόρμητη, και μέσω της αγοράς. Στη δεύτερη, είναι οργανωμένη και σχεδιασμένη.

0 Smith δεν μπόρεσε να λάβει υπ' όψη του αυτές τις διακρίσεις γιατί η προσοχή του  -  και αυτό είναι γενικά ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Κλασικής Σχολής  -  ήταν επικεντρωμένη όχι στις κοινωνικές μορφές του καταμερισμού εργασίας αλλά στα υλικά και τεχνικά πλεονεκτήματα της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Από αυτή την άποψη, εφ' όσον και οι δύο μορφές που παίρνει ο καταμερισμός εργασίας συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, μπορούν να θεωρηθούν ταυτόσημες. Η διαφορετική κοινωνική φύση των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ ανεξάρτητων εμπορευματοπαραγωγών, από τη μια πλευρά, και των εργατών μιας συγκεκριμένης μανουφακτούρας, από την άλλη, υποχωρούν στο βάθος, ξεφεύγοντας από την προσοχή του συγγραφέα.

Στα πρώτα κεφάλαια, το κύριο έργο του Smith είναι η περιγραφή του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας που βασίζεται στην ανταλλαγή και είναι χαρακτηριστικός κάθε εμπορευματικής οικονομίας. Επηρεασμένος ωστόσο σε μεγάλο βαθμό από τον τύπο του καταμερισμού εργασίας που συναντάται στο εσωτερικό της μανουφακτούρας, παραθέτει επίσης παραδείγματα από αυτή τη σφαίρα, και έχει γενικά την τάση να περιγράφει τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας ως μορφή του καταμερισμού εργασίας στο εσωτερικό της επιχείρησης. Για τον Smith, το σύνολο της κοινωνίας εμφανίζεται ως μια γιγάντια μανουφακτούρα, όπου η εργασία υποδιαιρείται μεταξύ χιλιάδων ξεχωριστών και αμοιβαία συμπληρωματικών επιχειρήσεων. Η υλική σύνδεση και αλληλεξάρτηση μεταξύ των εμπορευματοπαραγωγών τοποθετείται σε πρώτη γραμμή. Κάθε μέλος της κοινωνίας είναι χρήσιμο σε όλα τα άλλα και υποχρεώνεται με τη σειρά του να εξασφαλίσει τη βοήθεια τους. «Χωρίς τη βοήθεια και τη συνεργασία πολλών χιλιάδων άλλων ακόμα και το πιο φτωχό άτομο μιας πολιτισμένης χώρας δεν θα μπορούσε να προμηθευτεί τα χρειαζούμενα, παρόλο τον εύκολο και απλό τρόπο με τον οποίο συνήθως εξοπλίζει το νοικοκυριό του.»21 Όλοι οι άνθρωποι, παρ' όλον ότι ο καθένας απ' αυτούς κινείται από την επιδίωξη του προσωπικού κέρδους, στην πραγματικότητα δουλεύουν ο ένας για τον άλλον: «Τα πιο διαφορετικά μυαλά είναι χρήσιμα το ένα στο άλλο.»22 Μεταξύ των ατομικών μελών της κοινωνίας υπάρχει μια πλήρης αρμονία συμφερόντων.

Εδώ συναντάμε ένα δεύτερο χαρακτηριστικό της Κλασικής Σχολής, που συνδέεται στενά με το πρώτο. Επειδή ο Smith είχε συγκεντρώσει την προσοχή του στην υλική και τεχνική αλληλεξάρτηση μεταξύ των ατομικών μελών της κοινωνίας, υποθέτει ότι αυτά τα άτομα βρίσκονται σε μια πλήρη αρμονία συμφερόντων. Μέσω της εργασίας τους, αυτός που γνέθει και αυτός που υφαίνει συμπληρώνουν αμοιβαία ο ένας τον άλλο. Ο ένας δεν θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς τον άλλο. Ο Smith ξεχνά ωστόσο ότι και οι δύο είναι εμπορευματοπαραγωγοί που πωλούν τα προϊόντα τους στην αγορά. Η μάχη για την τιμή του προϊόντος (π.χ. του νήματος) δημιουργεί ανάμεσα τους ένα βαθύ ανταγωνισμό. Και οι δύο κλάδοι παραγωγής, υπό την πίεση των διακυμάνσεων των τιμών της αγοράς και μέσω της χρεοκοπίας πολυάριθμων παραγωγών, προσαρμόζονται αυθόρμητα ο ένας στον άλλο. Το ενδιαφέρον του Smith για τα υλικά και τεχνικά πλεονεκτήματα του καταμερισμού εργασίας, και όχι για την κοινωνική μορφή με την οποία εμφανίζεται αυτός σε μια κοινωνία εμπορευματικής ανταλλαγής, τον οδηγεί σε μια υπερεκτίμηση των στοιχείων αρμονίας μιας τέτοιας οικονομίας και στην αγνόηση των αντιφάσεων και ανταγωνισμών που αυτή παράγει.

Παρ' όλα αυτά, ο Smith συνέλαβε τη στενή σχέση μεταξύ καταμερισμού εργασίας και ανταλλαγής και μάλιστα την υπογράμμισε με έμφαση. Χαρακτηριστικό της Κλασικής Σχολής δεν είναι ότι κάνει μια πλήρη αφαίρεση της υλικής και τεχνικής πλευράς της παραγωγής από την κοινωνική της μορφή, αλλά το ότι συγχέει αυτά τα δύο. Για την Κλασική Σχολή ήταν αδιανόητο ότι η διαδικασία παραγωγής θα μπορούσε να έχει μια κοινωνική μορφή άλλη εκτός της εμπορευματικής καπιταλιστικής, που κατ' αυτήν είναι η ορθολογική και φυσική μορφή οικονομίας. Από τη στιγμή που γίνεται δεκτό ότι η παραγωγική διαδικασία πραγματοποιείται πάντα στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης κοινωνικής μορφής, η διεξαγωγή μιας ειδικής ανάλυσης αυτής της μορφής καθίσταται περιττή. Αντίθετα, είναι αρκετή η μελέτη της παραγωγικής διαδικασίας εν γένει. Ωστόσο, επειδή η παραγωγική διαδικασία εν γένει συνδέεται αμετάκλητα με μια δεδομένη κοινωνική μορφή, τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη μελέτη της πρώτης εφαρμόζονται απόλυτα στη δεύτερη. Τυχαίνει λοιπόν η Κλασική Σχολή να συγχέει την υλική-τεχνική και την κοινωνική άποψη, και ένα παράδειγμα αυτού παρέχει η θεωρία του Smith για τον καταμερισμό εργασίας.

Ο Smith δεν μπορεί να φανταστεί άλλον καταμερισμό εργασίας εκτός από αυτόν που βασίζεται στην ανταλλαγή  -  κατ' αυτόν πρόκειται για μια αναγκαία ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης, ιδιότητα που διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα. Αυτή η τάση για ανταλλαγή προκάλεσε τον καταμερισμό εργασίας. Στο σημείο αυτό ο Smith κάνει λάθος, δεδομένου ότι ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας είχε υπάρξει  -  αν και σε μικρότερη κλίμακα  -  ακόμα και εκεί όπου απουσίαζε η εμπορευματική οικονομία, π.χ. στην Ινδική κοινότητα. Σε άλλο σημείο ο Smith σημειώνει ορθά ότι η ανάπτυξη της ανταλλαγής προσφέρει μια ώθηση για τον περαιτέρω καταμερισμό εργασίας: «Η έκταση αυτού του καταμερισμού θα πρέπει πάντα να περιορίζεται από την έκταση αυτής της ικανότητας [της ικανότητας ανταλλαγής  -  στΕ], ή, με άλλα λόγια, από την έκταση της αγοράς.»23 Παρ' όλον ότι υπογραμμίζει με έμφαση τη σημασία της ανταλλαγής στην εμφάνιση και ανάπτυξη του καταμερισμού εργασίας, ο Smith αγνοεί εν τούτοις το ρόλο της ανταλλαγής ως εκείνης της ιδιαίτερης κοινωνικής μορφής με την οποία παρουσιάζεται ο καταμερισμός εργασίας στην εμπορευματική οικονομία. Είναι δέσμιος της ανάλυσης του περί καταμερισμού εργασίας εν γένει και των υλικών και τεχνικών του πλεονεκτημάτων.

Παρ' όλες τις ανεπάρκειες της, η θεωρία του καταμερισμού εργασίας του Smith του προσέφερε μια μεγάλη υπηρεσία: ξεκινώντας από μια αντίληψη της κοινωνίας ως γιγάντιου εργαστηρίου με καταμερισμό εργασίας ο Smith κατέληξε στην εξαιρετικά πολύτιμη ιδέα της κοινωνίας ως κοινωνίας ανθρώπων που εργάζονται και ταυτόχρονα ανταλλάσσουν. Ο καταμερισμός εργασίας καθιστά όλα τα μέλη της κοινωνίας συμμέτοχους σε μία ενιαία διαδικασία παραγωγής. Τα προϊόντα της εργασίας όλων των μελών της κοινωνίας είναι σαν να «μεταφέρονται σ' ένα κοινό απόθεμα όπου ο καθένας μπορεί να αγοράσει όποιο μέρος από το προϊόν της δεξιότητας των άλλων ανθρώπων έχει ανάγκη.»24 Κάθε άνθρωπος εξαρτάται από την εργασία άλλων ανθρώπων. «Όμως μετά την πλήρη εμπέδωση του καταμερισμού εργασίας, μόνο ένα πολύ μικρό μέρος αυτών [των «αναγκών, ανέσεων και διασκεδάσεων της ανθρώπινης ζωής»  -  σ.τ. Αγγ. μτφ.] μπορεί να προέλθει από την εργασία του ίδιου ανθρώπου. Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τους προέρχεται από την εργασία άλλων ανθρώπων.»25 Κάθε άνθρωπος αποκτά την παραγωγή άλλων ανθρώπων και μ' αυτόν τον τρόπο ενώνονται όλοι μεταξύ τους σε μια ενιαία κοινωνία εργασίας. Ο Smith αντιλαμβάνεται αυτή την κοινωνία εργασίας αυστηρά ως κοινωνία ανταλλαγής: «Από τη στιγμή που έχει εμπεδωθεί πλήρως ο καταμερισμός εργασίας, μόνο ένα πολύ μικρό μέρος των αναγκών του ανθρώπου μπορεί να προέλθει από την εργασία του ίδιου. Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των αναγκών του το καλύπτει με την ανταλλαγή του πλεονάσματος του προϊόντος της εργασίας του, που υπερβαίνει την κατανάλωση του, με μέρος των προϊόντων της εργασίας άλλων ανθρώπων, ανάλογα με τις ανάγκες του. Μ' αυτόν τον τρόπο, κάθε άνθρωπος ζει ανταλλάσσοντας άρα σε κάποιο βαθμό γίνεται έμπορος και η ίδια η κοινωνία αναπτύσσεται σε μια κυριολεκτικά εμπορική κοινωνία».26 Ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας εμφανίζεται στον Smith μόνο στη μορφή της ανταλλαγής, ενώ από την άλλη πλευρά, η ανταλλαγή του προϊόντος της εργασίας ανάγεται, σύμφωνα με αυτή την άποψη, σε μια ανταλλαγή των εργασιακών δραστηριοτήτων των ατομικών παραγωγών. Τα εμπορεύματα «περιέχουν την αξία μιας ορισμένης ποσότητας εργασίας την οποία ανταλλάσσουμε με κάτι άλλο που υποτίθεται εκείνη τη στιγμή ότι περιέχει την αξία μιας ίσης ποσότητας.»27 Αποκτώντας το προϊόν της εργασίας κάποιου άλλου, αποκτώ με αυτόν τον τρόπο την εργασία του παραγωγού του.

Η Σμιθιανή αντίληψη της κοινωνίας ως κοινωνίας ταυτόχρονα εργασίας και ανταλλαγής μπορεί να εκφραστεί από τις ακόλουθες δύο προτάσεις: 1) Αυτό που εμφανίζεται ως ανταλλαγή εμπορευμάτων στην αγορά έναντι χρήματος είναι στην πραγματικότητα η αμοιβαία ανταλλαγή των προϊόντων της εργασίας των διαφόρων ατόμων, που, μεταξύ τους, επιτελούν το σύνολο της κοινωνικής εργασίας. 2) Η ανταλλαγή των προϊόντων της εργασίας των διαφόρων ατόμων ανάγεται στην αμοιβαία ανταλλαγή της ίδιας της εργασίας των παραγωγών. Με την πρώτη πρόταση, ο Smith παίρνει τις αποστάσεις του από τους μερκαντιλιστές. Με τη δεύτερη, διαφοροποιείται από τους Φυσιοκράτες.

Οι μερκαντιλιστές, παρ' όλον ότι εστίαζαν την προσοχή τους στην ανταλλαγή, τυφλώνονταν από την αγοραία, νομισματική της μορφή: έβλεπαν μόνο την ανταλλαγή προϊόντος σε φυσική μορφή έναντι χρήματος, έναντι δηλ. κοινωνικού πλούτου, και ήθελαν να περιορίσουν το σύνολο της διαδικασίας ανταλλαγής στην πώληση ΕX, και στη συνέχεια να μετατρέψουν το χρήμα σε θησαυρό. Ο Smith, ακολουθώντας το παράδειγμα των Φυσιοκρατών, είδε την ανταλλαγή ως ενότητα πράξεων πώλησης (Ε-X) και αγοράς (Χ-Ε1), με δυο λόγια, ως ανταλλαγή ενός προϊόντος σε φυσική μορφή (Ε) έναντι ενός άλλου (Ε1) με τη διαμεσολάβηση του χρήματος. Το τελευταίο αυτό παίζει μόνο ένα στιγμιαίο ρόλο ως μέσο κυκλοφορίας. Επομένως η αξιολόγηση του ρόλου του χρήματος από τον Smith είναι η αντίθετη από αυτή των μερκαντιλιστών. Το χρήμα δεν συνιστά τον πλούτο της κοινωνίας. «Το εισόδημα της κοινωνίας συνίσταται συνολικά από αυτά τα αγαθά και όχι από τον τροχό που τα κυκλοφορεί.»28 Το χρήμα χρειάζεται απλά ως βοηθητικό μέσο για τη διευκόλυνση της κυκλοφορίας των προϊόντων. «Το νόμισμα από χρυσό και άργυρο που κυκλοφορεί σε κάθε χώρα θα μπορούσε κυριολεκτικά να συγκριθεί με ένα αυτοκινητόδρομο, ο οποίος ενώ επιτρέπει την κυκλοφορία και μεταφορά στην αγορά της χλόης και των σιτηρών της υπαίθρου δεν παράγει ούτε μια φούχτα χλόης ή σιτηρών».29 Το χρήμα είναι απλά «νεκρό» κεφάλαιο: η αύξηση της ποσότητας του χρήματος μιας χώρας μειώνει αντίστοιχα τις δαπάνες για την υλική παραγωγή προϊόντων, και κατά συνέπεια μειώνει το πραγματικό εισόδημα της κοινωνίας που συνίσταται σε ό,τι παράγει. Οποιαδήποτε εξοικονόμηση δαπανών που είναι αναγκαίες για τη διατήρηση του νομισματικού συστήματος (π.χ. με την αντικατάσταση του χρυσού από χαρτονόμισμα) είναι προς το συνολικό συμφέρον της κοινωνίας.

Επομένως, η ανταλλαγή ενός εμπορεύματος έναντι χρήματος δεν είναι ουσιαστικά τίποτα άλλο από ανταλλαγή ενός προϊόντος με ένα άλλο. Έτσι λοιπόν ο Smith βρίσκεται σε συμφωνία με τον Quesnay, του οποίου το Tableau Economique παρουσίασε την πρώτη συνολική εικόνα της κυκλοφορίας των προϊόντων.30 Πέραν αυτού, ωστόσο, αρχίζουν να αποκλίνουν.

Παρ' όλον ότι υπήρξε μια σειρά ιδιαίτερων ζητημάτων όπου ο Smith απλά επαναλάμβανε τις απόψεις των Φυσιοκρατών, 31 ουσιαστικά ξεπερνά τη μονομέρεια τους μέσω της θεωρίας του καταμερισμού εργασίας και της αξίας. Η άποψη από την οποία ξεκινά ο Smith είναι ότι η εργασία δημιουργεί αξία. Η κυκλοφορία των προϊόντων είναι κατά την άποψη του όχι μια κίνηση των υλικών της φύσης, αλλά μια κυκλοφορία των προϊόντων της εργασίας. Επειδή για τον Smith η κοινωνία είναι μια κοινωνία εργασίας, βλέπει την ανταλλαγή των προϊόντων της εργασίας ως ανταλλαγή των εργασιακών δραστηριοτήτων των ατομικών μελών της κοινωνίας. Από τη στιγμή που ο καταμερισμός και η αμοιβαία ανταλλαγή εργασίας ανάγονται σε βάση της εμπορευματικής οικονομίας, είναι προφανές ότι οι διάφοροι κλάδοι παραγωγής συνδέονται ο ένας με τον άλλο με σχέσεις αμοιβαίας εξάρτησης, και όχι μονόπλευρης υπαγωγής. Η βιομηχανία δεν υπάγεται στη αγροτική οικονομία αλλά συντονίζεται με αυτήν. Ο Smith προτείνει αντί της μονόδρομης ροής υλικών της φύσης από την ύπαιθρο στη βιομηχανία, 32 μια αμφίδρομη μεταφορά προϊόντων εργασίας, που προέρχονται από οπουδήποτε χρησιμοποιείται η ανθρώπινη εργασία: μια ροή προϊόντων περνά από την ύπαιθρο στη βιομηχανία, μια αντίθετη ροή κινείται από τη βιομηχανία στην ύπαιθρο. Οι δύο ροές διασταυρώνονται και εξισορροπούνται στη βάση μιας ανταλλαγής ισοδυνάμων, που είναι το αντικείμενο μελέτης της θεωρίας της αξίας.

Ο Smith μπόρεσε να αποδώσει ένα κεντρικό ρόλο στη θεωρία της αξίας (μια θεωρία που ουσιαστικά ήταν ανύπαρκτη στους Φυσιοκράτες) ακριβώς γιατί ήταν σε θέση να αναγνωρίσει το πρόβλημα του πώς εναρμονίζονται οικονομικά οι διάφοροι κλάδοι παραγωγής και να ξεχωρίσει αυτό το ζήτημα από το πρόβλημα της οικονομικής υποταγής των διαφόρων κοινωνικών τάξεων. Με το πρόβλημα αυτό ασχολήθηκε στη θεωρία του για τη διανομή. Με το πρώτο ασχολήθηκε στη θεωρία του της αξίας. Παρ' όλον ότι θεωρητικά τα δύο προβλήματα συνδέονταν στενά, και η θεωρία της διανομής οικοδομήθηκε στη βάση της θεωρίας της αξίας, έπρεπε εν τούτοις να μελετηθούν χωριστά. Αυτό με τη σειρά του βοήθησε τον Smith να ξεδιαλύνει τη θεωρητική σύγχυση που είχε εμποδίσει τους Φυσιοκράτες να συλλάβουν σωστά τόσο την ταξική δομή της κοινωνίας, όσο και την αλληλεξάρτηση που υπάρχει μεταξύ των κλάδων παραγωγής (αγροτική οικονομία και βιομηχανία). Ο Smith συνέχισε επίσης να συγχέει αυτά τα δύο προβλήματα, όπως θα δούμε, και με αυτό τον τρόπο εισήγαγε αντιφάσεις στη θεωρία του της αξίας. Από την άλλη πλευρά, η συμβολή του ήταν τεράστια: αναγνώρισε το πρόβλημα της εναρμόνισης ισοδύναμων κλάδων παραγωγής. Περιέγραψε τη μεταξύ τους συσχέτιση ως μια αμοιβαία ανταλλαγή προϊόντων εργασίας. Και με αυτό τον τρόπο απέδωσε στην εργασιακή θεωρία της αξίας την κεντρική θέση που συνεχίζει να κατέχει στην οικονομική επιστήμη.

 

 

1. Daniel Defoe, A Tour Thro' the Whole Island of Great Britain, Τομ. II (Λονδίνο, Peter Davis, 1928), σελ. 601-02. Η τεντώστρα είναι μια σχάρα για το τέντωμα του υφάσματος. To shalloon είναι ένα λεπτό κομμάτι ύφασμα χρησιμοποιούμενο ως φόδρα. Παρ' όλον ότι ο Rubin το παρουσιάζει στη ρωσική έκδοση ως συνεχές κείμενο, στην πραγματικότητα πρόκειται για συρραφή μεμονωμένων προτάσεων που έχουν ληφθεί από διαφορετικές παραγράφους της διήγησης του Defoe. Ξεχωρίσαμε τις φράσεις, έτσι όπως εμφανίζονται στο πρωτότυπο του Defoe [στE].

2. Επιστολή του Hume στον Smith στις 20 Αύγ. 1769, στο The Correspondance of Adam Smith, έκδοση του Ernest Cambell Mossner and lan Simpson Ross (Οξφόρδη, Oxford University Press, 1977), σελ. 155 [στΕ].

3. Hume, Επιστολή στον Smith στις 28 Ιαν. 1772, όπ. παρ., σελ. 160 [στΕ].

4.. Adam Smith, An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations, εκδ. R. H. Campbell, A. S. Skinner, και W. B. Todd (Oxford University Press), βιβλίο IV, κεφ. 9, σελ. 674. Υπογράμμιση του Rubin. [στΕ].

5. Οπ. παρ., βιβλίο IV, κεφ. 9. σελ. 674.

6. Μετάφραση από τα Ρωσικά [στΕ].

7. Wealth of Nations, βιβλίο II, κεφ. 3, σελ. 343.

8. Οπ. παρ., βιβλίο III, σελ. 405.

9.. Adam Smith, The Theory of Moral Sentiments (Λονδίνο, George Bell & Sons, 1875), μέρος II, κεφ. 3, σελ. 124. Υπογράμμιση του Rubin. [στΕ],

10. Wealth of Nations, βιβλίο Ι, κεφ. 2, σελ. 26-27. Υπογράμμιση του Rubin. [στΕ].

11. Oπ. παρ., βιβλίο Ι, κεφ. 4, σελ. 37-38. Υπογράμμιση του Rubin. [στΕ].

12.. Οπ. παρ., βιβλίο 4, κεφ. 2, σελ. 456. Στο απόσπασμα αυτό ο Smith αρθρώνει την περίφημη έννοια του «αόρατου χεριού». «Επομένως, καθώς κάθε άτομο προσπαθεί, όσο του είναι δυνατόν, να χρησιμοποιήσει το κεφάλαιο του για τη στήριξη της εγχώριας βιομηχανίας, και να κατευθύνει αυτή τη βιομηχανία έτσι ώστε η παραγωγή της να έχει τη μέγιστη δυνατή αξία, κάθε άτομο εργάζεται κατ' ανάγκην για να καταστήσει το ετήσιο εισόδημα της κοινωνίας όσο το δυνατόν μεγαλύτερο. Μάλιστα, γενικά, ούτε προτίθεται να προωθήσει το δημόσιο συμφέρον, ούτε γνωρίζει σε ποιο βαθμό το προωθεί. Προτιμώντας να στηρίξει την εγχώρια και όχι την ξένη βιομηχανία, στοχεύει μόνο στη δική του ασφάλεια. Και κατευθύνοντας αυτή τη βιομηχανία κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μεγιστοποιείται η αξία της παραγωγής της, στοχεύει μόνο στο δικό του κέρδος, και για το σκοπό αυτό, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, καθοδηγείται από ένα αόρατο χέρι στο να προωθεί ένα στόχο που δεν αποτελεί μέρος των προθέσεων του. Ούτε είναι πάντα κακό για την κοινωνία to ότι αυτό δεν αποτελεί μέρος των προθέσεων του. Ακολουθώντας το δικό του συμφέρον, προωθεί συχνά αυτό της κοινωνίας αποτελεσματικότερα απ' ό,τι αν πραγματικά προσπαθεί να το προωθήσει.» [στΕ].

13. Οπ. παρ., βιβλίο IV, κεφ. 9, σελ. 687.

14. Οπ. παρ., βιβλίο IV, κεφ. 9, σελ. 687. Υπογράμμιση του Rubin. [στΕ].

15. Οπ. παρ., βιβλίο Ι, κεφ. 7, σελ. 75. Υπογράμμιση του Rubin. [στΕ].

16. Mun, England's Treasure by Forraign Trade, εκδ. McCulloch, όπ. παρ., σελ. 125 (υπογράμμιση του Mun) [στΕ].

17.. Smith, The Wealth of Nations, «Εισαγωγή και σχέδιο του έργου», σελ. 10.

18.. Οπ. παρ. σελ. 14-17.

19.. «Με την πρόοδο του καταμερισμού εργασίας, η απασχόληση της μεγάλης πλειοψηφίας αυτών που ζουν από την εργασία, δηλ. της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων, αφιερώνεται τελικά σε πολύ απλούς χειρισμούς. Συχνά σε έναν ή δύο. Αλλά οι αντιλήψεις της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων σχηματίζονται αναγκαστικά από την καθημερινή τους απασχόληση. Ο άνθρωπος του οποίου ολόκληρη η ζωή αναλώνεται στην εκτέλεση ορισμένων απλών χειρισμών, τα αποτελέσματα των οποίων είναι ίσως πάντοτε τα ίδια ή σχεδόν τα ίδια, δεν έχει καμιά ευκαιρία να ασκήσει την αντίληψη του ή να ασκήσει την εφευρετικότητα του για την ανακάλυψη τρόπων για την απομάκρυνση δυσκολιών που δεν παρουσιάζονται ποτέ. Πολύ φυσικά επομένως, χάνει αυτή τη συνήθεια, και γίνεται γενικά τόσο βλάκας και αδαής όσο είναι ποτέ δυνατόν να καταστεί ένα ανθρώπινο πλάσμα. Η αποχαύνωση του νου του τον καθιστά όχι μόνο ανίκανο να απολαύσει ή να συγκρατήσει ένα μέρος μιας ορθολογικής συζήτησης, αλλά και να αντιληφθεί ένα γενναιόδωρο, ευγενές ή τρυφερό συναίσθημα, και κατά συνέπεια, να σχηματίσει μια ορθή κρίση σχετικά ακόμα και με πολλά από τα κοινά καθήκοντα της καθημερινής ζωής... Η ομοιομορφία της στατικής ζωής του. .. φθείρει ακόμα και την ενεργητικότητα του σώματος του, και τον καθιστά ανίκανο να ασκήσει την δύναμη του με αυστηρότητα και επιμονή σε οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα εκτός από αυτή στην οποία ανδρώθηκε. Η επιδεξιότητα στην ιδιαίτερη του απασχόληση φαίνεται μ' αυτόν τον τρόπο ότι αποκτάται εις βάρος των διανοητικών, κοινωνικών και στρατιωτικών του προσόντων. Αλλά σε κάθε εξελιγμένη και πολιτισμένη κοινωνία, οι φτωχοί εργαζόμενοι, δηλ. η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων πρέπει να περιέλθουν κατ' ανάγκην σ' αυτή την κατάσταση, εκτός και αν η Κυβέρνηση λάβει μέτρα για να την αποτρέψει.» The Wealth of Nations, βιβλίο V, κεφ. 1, σελ. 78182. [στΕ].

20.. Οπ. παρ., βιβλίο Ι, κεφ. 1, σελ. 22.

21.. Οπ. παρ., βιβλίο Ι, κεφ. 2, σελ. 23.

22.. Οπ. παρ., βιβλίο Ι, κεφ. 2, σελ. 30.

23.. Οπ. παρ., βιβλίο Ι, κεφ. 3, σελ. 31.

24.. Οπ. παρ., βιβλίο Ι, κεφ. 2, σελ. 30.

25.. Οπ. παρ., βιβλίο Ι, κεφ. 5, σελ. 47.

26.. Οπ. παρ., βιβλίο Ι, κεφ. 4, σελ. 37. Υπογράμμιση του Rubin. [στΕ].

27.. Οπ. παρ., βιβλίο Ι, κεφ. 5, σελ. 47-48.

28.. «...καθώς οι μηχανές και τα εργαλεία εργασίας κλπ. που απαρτίζουν το πάγιο κεφάλαιο είτε ενός ατόμου, είτε μιας κοινωνίας, δεν αποτελούν μέρος ούτε του ακαθάριστου, ούτε του καθαρού εισοδήματος του ατόμου ή της κοινωνίας. Έτσι το ίδιο το χρήμα, μέσω του οποίου διανέμεται κανονικά το συνολικό εισόδημα της κοινωνίας μεταξύ των διαφόρων μελών της, δεν αποτελεί μέρος αυτού του εισοδήματος. Ο μεγάλος τροχός της κυκλοφορίας είναι τελείως διαφορετικός από τα αγαθά που κυκλοφορούν μέσω αυτού. Το εισόδημα της κοινωνίας απαρτίζεται εξ ολοκλήρου από αυτά τα αγαθά και όχι από τον τροχό που τα κυκλοφορεί. Κατά τον υπολογισμό του ακαθάριστου ή του καθαρού εισοδήματος μιας κοινωνίας πρέπει πάντα από τη συνολική ετήσια κυκλοφορία χρήματος και αγαθών να αφαιρούμε τη συνολική αξία του χρήματος, του οποίου ούτε μια δεκάρα δεν μπορεί ποτέ να συνιστά μέρος του ενός ή του άλλου.» Οπ. παρ., βιβλίο II, κεφ. 2, σελ. 289. [στΕ].

29.. Οπ. παρ. βιβλίο ΙΙ, κεφ. 2, σελ. 321.

30.. Βλ. παρακάτω, Κεφάλαιο 17.

31.. Έτσι λοιπόν, για παράδειγμα, θεωρούσε ότι η αγροτική εργασία είναι περισσότερο παραγωγική από τη βιομηχανική εργασία, υποστήριζε ότι στη «φυσική» πορεία ανάπτυξης, τα κεφάλαια θα επενδύονταν πρώτα στην ύπαιθρο και μόνον αργότερα στη βιομηχανία, κλπ.

32.. Στο σχήμα του Quesnay η βιομηχανία επιστρέφει στην αγροτική οικονομία το υλικό της φύσης που παρέλαβε απ' αυτήν, απλά σε μια διαφορετική μορφή.

 
< Προηγ.
Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση - εκδόσεις Νήσος, Σαρρή 14, 10553, Αθήνα. τηλ-fax. 210-3250058
Το περιεχόμενο του ιστοχώρου διατίθεται ελεύθερα χωρίς περιορισμούς υπό τον όρο της παραπομπής στην αρχική του πηγή, για μη-εμπορικούς σκοπούς