Ιστότοπος Κιατίπη / Συγγραφείς

Γράφει ο Δαμιανός Βασιλειάδης

Εκπαιδευτικός, Συγγραφέας

Αθήνα

24.12.2011 - Εις τον τύπον των ήλων

Η μαμά μου, η νονά μου και η πίστη

 

Τι θυμήθηκα τις «άγιες τούτες μέρες»! Ήταν μέρες του 46 ή του 47. Λευκή τρομοκρατία!

Το καθεστώς των δωσιλόγων και μαυραγοριτών, υπηρετώντας τα συμφέροντα των Άγγλων και των άλλων «άσπονδων» φίλων και συμμάχων μας, άρχισε τις καταδιώξεις εναντίων των «κομμουνιστών».

Κυνήγι ανελέητο: Ξυλοδαρμοί, βασανισμοί, φυλακές, εξορίες...

Πραγματική λευκή τρομοκρατία. Λευκή και στην κυριολεξία της. Γιατί ήταν στη Φλώρινα βαρύς ο χειμώνας και όλα ήταν κατάλευκα και «τα’ σκιαζε η φοβέρα», όπως λέει ο εθνικός μας ποιητής.

Να με συμπαθούν οι αποδομητές του έθνους - κράτους, που αναφέρω τον Σολωμό με το επίθετο «εθνικός».

Μπορεί να ήταν εθνικιστής και να μην το ξέρω!

Αυτό ως παρένθεση, γιατί δεν είναι το θέμα μου.

Κρύο λοιπόν, ψόφος, όπως λέει ο λαός.

Παραμονή Χριστουγέννων. Μ’ έστειλε η μάνα μου να πάω φαί στον ξάδελφό μου, τον Χάρη, που ήταν στην φυλακή και τον είχαν σαπίσει στο ξύλο, οι εθνικόφρονες, βλέπεις!

Η μάνα μου είχε αδυναμία στον ξάδελφο μου τον Χάρη. Όλο γι’ αυτόν ανησυχούσε και θυμάμαι που μ’ έστελνε εδώ κι’ εκεί για να μάθω για την τύχη του. Τρομοκρατία του κερατά!

Κι’ όταν λέμε Χάρη, εννοούμε ένα παλικάρι αγνόκ: Η προσωποποίηση του αγαθού Ποντίου. (Ας μου επιτραπεί το ολίγον ρατσιστικό).

Πραγματικά λεβέντη, που σίγουρα τον φοβόταν και ο Χάρος.

Πότε πότε πάλεβα μαζί του και πότε τον νίκαγα και πότε όχι. Ήμουν κι’ εγώ ψωμωμένος. Και τώρα ακόμη. Μην ανησυχείτε! Θα με κολάκευε βέβαια, αν ανησυχούσατε λιγάκι.

Επειδή λοιπόν τον φοβήθηκαν «οι φασίστες», τον πήραν κατά πόδι να τον εξοντώσουν.

18 χρονών. Τον είχαν μπλέξει «οι κομματικοί ινστρούχτορες» στους αγώνες: «Ζήτω ο Λένιν, ζήτω ο Στάλιν, ζήτω κόκκινος στρατός, ζήτω το σφυρί δρεπάνι, ζήτω και ο κομμουνισμός».

Μπροστά ο Χάρης στην πάλη, κι’ ας μην καταλάβαινε τι σήμαιναν όλα αυτά.

Έκλαιγε η μάνα μου και σταυροκοπιόταν.

Ήταν «η αγαθέσα η κυρά Μάρθα», μια αγία γυναίκα, με όλη τη σημασία της λέξης.

Έκανε το σταυρό της μπροστά στο εικονοστάσι και ήταν η προσωποποίηση της γαλήνης, της ηρεμίας και της ειρήνης. Συμφιλιωμένη με τον κόσμο και την φύση.

Από κομμουνισμό φυσικά ιδέα! Πιστεύω αλήθεια ότι γι’ αυτό ήταν αυτό που ήταν. Κι’ ας με συγχωρήσετε, αν κάνω λάθος.

Απέναντι ήταν η νονά η Ευγενή, μια σοφή γυναίκα. Δεν την έφταναν στη σοφία ούτε πανεπιστημιακοί και ούτε στο λόγο δικολάβοι δικηγόροι. Ο δικολάβος Βενιζέλος, που προσπαθεί να κάνει το άσπρο μαύρο και το μαύρο άσπρο, δεν θα την έφτανε ούτε στο νυχάκι της.

Την μάνα μου από την άλλη, δεν την έφτανε κανείς στην «αγιότητα», σε σύγκριση με τη νονά μου.

Και μιλάμε για αγράμματους ανθρώπους, αλλά με θυμοσοφία και λαϊκή σοφία αιώνων, αξεπέραστη. Προσπάθησαν να την αλλάξουν οι κομμουνιστές, ως παρακατιανή και ξεπερασμένη φιλοσοφία της ζωής και να την αντικαταστήσουν με τον μαρξισμό - λενινισμό, τρομάρα τους. Τουλάχιστον να προσπαθούσαν να κάνουν κάποιον συνδυασμό! Όχι. Ότι προηγήθηκε έπρεπε να καταστραφεί.

Τι να κάνω, με βαραίνει το θέμα και γι’ αυτό το αναφέρω. Ένας συνδυασμός ίσως έσωζε πολλά πράγματα.

Η νονά ήταν κομμουνίστρια, γιατί ο αδελφός της, ο Σάκης Μουρατίδης, ο γνωστός στους παλιούς αριστερούς ανά το Πανελλήνιο, ως Μήτσος, είχε αναμειχθεί στο κόμμα. Η νονά μου του είχε μεγάλη αδυναμία.

Ο άνδρας της, ο Σάββας, με τον γνωστό Μακρή, δηλαδή καραδεξιός.

Η μάνα μου προσευχόταν και για τον Μήτσο και έκανε χίλιες μετάνοιες μπροστά στο εικόνισμα, για χάρη του, για να καταλάβουμε τα παράξενα της ζωής.

Από την άλλη ο πατέρας μου, για να πω και γι’ αυτόν δυο λόγια, παρέμεινε (ευτυχώς λέω εγώ) βενιζελικός, όπως οι περισσότεροι Πόντιοι όπως και οι περισσότεροι πρόσφυγες, ώσπου τους πήρε κι’ αυτούς το ρέμα, γιατί μετά άλλαξαν τα πράγματα, όταν μπήκαν στη μέση τα διχαστικά πολιτικά, που ήταν ανείπωτα πιο χειρότερα από την παλιά διαίρεση σε βενιζελικούς και φιλοβασιλικούς.

Όμως και πάλι ξέφυγα. Επανέρχομαι, χωρίς να συνέρχομαι, ανιστορώντας τα παλιά.

Να φανταστείτε ότι από τη Φλώρινα η νονά μου του έστελνε δέματα στις φυλακές και τις εξορίες. Τριάντα χρόνια στις φυλακές, συναπτά. Τριάντα χρόνια δέματα στις φυλακές και εξορίες, ποτισμένα με δάκρυα αιώνων!

Ναι δάκρυα αιώνων!

Νομίζω ότι ο Μήτσος, θα έφτανε ή θα πλησίαζε το ρεκόρ Γκίνες.

Δεν θυμάμαι, αν η νονά μου, (νονά την έλεγα και όχι νουνά. Κι’ ας μην ήταν πραγματική νονά μου), που στον συνοικισμό των Καυκασίων, που μέναμε, ωσάν να ήταν χωριό ξεχωριστό, καθόταν απέναντι από μας, είχε εικόνισμα στο σπίτι της. Πάντως έτρεχα και γι’ αυτήν, να στείλω δέματα στον Μήτσο. Ήμουν βλέπετε το παιδί για όλα τα θελήματα.

Τι θέλω όμως να πω τελικά (και διηγώντας τα να κλαίς!);

Α, ναι: Διαιρέθηκε ο ποντιακός ελληνισμός και ο ελληνισμός γενικά. Από κει που δεν ήξεραν πολλοί, τι είναι κομμουνισμός και τι μοναρχοφασισμός και ζούσαν με την αγροτική τους κουλτούρα με τα σχετικά της προβλήματα και τις ακόμη ανοιχτές πληγές της προσφυγιάς και τις έγνοιες της καθημερινής ζωής, εκτοξεύθηκαν στα παγκόσμια προβλήματα και έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης των σκοπιμοτήτων της παγκόσμιας πολιτικής.

Μας διαίρεσαν (δεν βάζω τον εαυτό μου μέσα) και από την Αριστερά και από τη Δεξιά και έσπειραν το μίσος και την διχόνοια ανάμεσά μας.

Προς χάριν τίνος, παρακαλώ: Του Τσόρτσιλ και του Στάλιν;

Αιματοκυλίστηκε ο τόπος. Δεν άργησε ο εμφύλιος.

Όποιος δεν τον έζησε δε μπορεί να φανταστεί, τι εστί εμφύλιος.

Η φαντασία δεν μπορεί να αναπλάσει την πραγματικότητα του εμφυλίου.

Καμία περιγραφή δεν μπορεί να τον αποδώσει και να αποδώσει το δράμα του, που ούτε αρχαία τραγωδία μπορούσε να το περιγράψει στο ελάχιστο.

Διαιρέθηκαν τα χωριά μας και έγινε φρίκη. Σεισμός και καταποντισμός! Μας πήρε το τσουνάμι των παγκόσμιων σκοπιμοτήτων και μας σήκωσε!

Θυσιαστήκαμε, υποτίθεται, για την πανανθρώπινη την λευτεριά!!!

Τον κακό μας τον αυγοτάραχο! θά’ λεγα λαϊκά και με παρρησία, γιατί δεν μου έλειψε ποτέ το θάρρος. Πίστευα και πιστεύω (είναι η φιλοσοφία της ζωής μου) ότι χωρίς θάρρος δεν υπάρχει ελευθερία και χωρίς ελευθερία δεν υπάρχει ευδαιμονία.

Θυμηθείτε την περίφημη φράση του Περικλή στον Επιτάφιο: «...το εύδαιμον, το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον».

Περιφρονούσα συνάμα πάντοτε την ευθυνοφοβία, τη δειλία, την υποκρισία και τον φτηνό λαϊκισμό. Προπάντων όμως την αλαζονεία.

Και πάλι ξέφυγα. Δεν πειράζει. Επανέρχομαι.

Ένα ερώτημα παραμένει και αναμένει την απάντησή του: Γιατί τόση φρίκη, γιατί τόσο αθώο αίμα, γιατί το μίσος και αλληλοσπαραγμός, όπως έλεγε σ’ ένα έργο, ένας μυαλωμένος «τρελός»;

Ας μου δώσει κάποιος κάποια εξήγηση.

Εγώ ακόμη την αναζητώ, παρ’ όλες τις μελέτες και παρ’ όλες τις προσπάθειες. (έχω βέβαια την ερμηνεία μου, αλλά δεν θέλω να δώσω μασημένη τροφή).

Βασανίστε κι’ εσείς λιγάκι τον εαυτό σας, μπας και βρείτε μία σωτήρια απάντηση. Έχει σημασία και για το σήμερα. Δεν είναι άσκοπη παρελθοντολογία.

Τι έφταιξε αυτός ο «ευλογημένος τόπος;» Τι έφταιξε και έζησε και ζει αυτό το ανείπωτο δράμα, έως και σήμερα που σας γράφω και έχει τις βαθιές του αιτίες έως και τον εμφύλιο για να μην πάω πιο πίσω, σκαλίζοντας την ιστορία;

Τι έφταιξε για να πέσει σε τόση καταχνιά και τόση βαρυχειμωνιά, (Ας μου συγχωρηθεί ο ολίγον τι ποιητικός τόνος).

Θυσιαστήκαμε για κάτι καλό, για κάτι ελπιδοφόρο, για κάτι που θα μας έβγαζε από τη μιζέρια και την κατήφεια; Κάτι που θα μας απελευθέρωνε από κάτι;

Όχι φυσικά.

Τότε και πάλι το ερώτημα: Γιατί;

Δώστε εξήγηση, σας παρακαλώ, και όχι μόνο για μένα, τέτοιες χρονιάρες μέρες, όπως συνηθίζουμε να λέμε! Μήπως οδηγηθούμε σε κάποια λύτρωση, σε κάποια ανάσταση, παρ’ όλο που είναι Χριστούγεννα.

Γιατί!!!;;;