Ιστότοπος Κιατίπη

Kiatipis Website

Συγγραφείς /Αρθρογράφοι

Γράφει ο Χρήστος Χαλικιόπουλος

Δημοσιογράφος, Αρθρογράφος

9.4.2012 - Επί ξύλου κρεμάμενος

 

Έαρ γλυκύ, άνευ όμως ανάστασης. Στα 33 θα είσαι ακόμα άνεργος, περιφερόμενος από Γολγοθά σε Γολγοθά κι από γραφείο εργασίας σε γραφείο εργασίας. Στο σχεδόν παιδικό σου δωμάτιο ακόμα, θα το παλεύεις, με παράξενα οράματα και φαγωμένα όνειρα. «Κύριε, όταν έρθεις εν τη βασιλεία σου...». Ποια βασιλεία; Η δική τους γενιά δεν ήταν σαν τις προηγούμενες ρομαντική. Δεν ονειρευόταν να αλλάξει τον κόσμο. Λίγο καλύτερο τον ήθελε. Την ατομική της επίπλωση σκεφτόταν. Ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο, μια δουλειά καλύτερη για να ζήσει, να κάνει οικογένεια. Μια δουλειά, χωρίς να φιλήσει κατουρημένες ποδιές και χαλασμένα κόμματα. Αλλά κι έτσι πάλι, ας ήταν, μέχρι να βολευτεί... Μέχρι να τρυπώσει κάπου. Τι να έκανε; Έβλεπε κάποιους να βολεύονται, να διορίζονται, πολιτικούς και βουλευτάδες να κανονίζουν τους δικούς τους, αδέλφια, ξαδέλφια, ανίψια, κουμπάρους, συμπεθέρους, γκόμενες, το σόι ολόκληρο. Κι ύστερα να βγαίνουν στις τηλεοράσεις και να το παίζουν λεβέντες και κέρβεροι κατά της διαφθοράς, με παχιά λόγια και μπαρούφες, για την πατρίδα, την οικονομία, την ανικανότητα εκείνων που μπήκαν από το παράθυρο σε θέσεις-κλειδιά χωρίς να ξέρουν τι τους γίνεται. Εκείνοι των άλλων, βέβαια, όχι οι δικοί τους...

Κάπως έτσι, λοιπόν, έβλεπε τους φελλούς να επιπλέουν και τους «ημετέρους» να προοδεύουν. Κι αυτός, εκεί, στο περίμενε. Στην αναμονή καλύτερων ημερών. Στις ιστορίες που άκουγε από τους παλιότερους και στις υποσχέσεις «Εσείς θα ζήσετε καλύτερες μέρες, γιατί ο κόσμος προοδεύει, πάει μπροστά...». Κι όλο περίμενε. Κι όλο ονειρευόταν τη λαχειοφόρο άνοδο της ευδαιμονίας του. Μέχρι που τον πήραν χαμπάρι τα λαμόγια και του έστησαν στο τσάκα-τσάκα στο χρηματιστήριο μια «φούσκα» όλη δική του. Εκεί να δεις βάγια και καβαλάρηδες επί όνων και «παπαγαλάκια» πολιτικάντηδες να υπερίπτανται και άλλοι να παίζουν κι αυτοί μαζί με τους υπόλοιπους. Εκεί να δεις κλάμα, ύστερα.

Ξεχνάει εύκολα, όμως, τι να γίνει. Κι εκεί που είπε «μπόρα ήταν, πάει πέρασε κι αυτό», να σου και ο νεοφιλελευθερισμός που έβγαζε το σχοινί και το παλούκι και τα γκόλντεν μπόις που αλώνιζαν και τζογάριζαν τα όνειρα των ανθρώπων, με κάρτες παντός είδους και πιστωτικά σχέδια. Σχέδια για ταξίδια, για αυτοκίνητα, για σπίτια και για αγορές, για ασφάλειες και για διακοπές στην Ταϊλάνδη και στο Σαρμ Ελ Σέιχ. Ολάνοιχτα πανιά και η οικονομία της αγοράς, που αυτορρυθμιζόταν, λέει, αρκεί να την άφηνε ήσυχη το κράτος. «Το κράτος φούρναρης και του κράτος μπακάλης», όπως έλεγαν και κάτι δικοί μας εδώ κάτω.

Ξεχνάει εύκολα όμως, τι να γίνει. Μέχρι που άρχισε να ακούει, αραιά στην αρχή, πιο συχνά μετά, για τη «γενιά των 600 ευρώ». Κάπου εκεί κι αυτός, και πώς να ζήσει με 600 ευρώ και να ανοίξει σπίτι; Ποιος το περίμενε ότι στο κατόπι θα ερχόταν και η γενιά των 500 ευρώ και των 400 και τα ευλύγιστα ωράρια και οι ατέλειωτες ουρές της ανεργίας; Ένας στους τέσσερις της γενιάς του άνεργος. Και τα «παπαγαλάκια» άρχισαν πάλι να φωνάζουν και να ρίχνουν το φταίξιμο στο «σπάταλο κράτος» και με περισσή αφοσίωση να προτείνουν μειώσεις μισθών και σταυρώματα κονδυλίων, μέχρι ακόμα και για την υγεία του λαού, οι αθεόφοβοι. Έτσι τους ήρθε κουτί και η βολική δικαιολογία, πως για την κρίση έφταιγαν οι μισθωτοί.

Τι να πει κανείς; Στο τέλος, συνεπικουρούμενοι από την πλειονότητα των ΜΜΕ, έπεισαν και τον κοσμάκη πως για την κρίση φταίνε οι μισθοί στο Δημόσιο και μια χούφτα πολυσυνταξιούχων που (κακώς βεβαίως) εισέπρατταν συντάξεις πολλών χιλιάδων ευρώ κάθε μήνα. Από κοντά κολλούσαν και κάποια επιδόματα αλλοδαπών, και ιδού οι υπαίτιοι...

Ξεχνά εύκολα όμως. Κι αύριο πάλι θα τα ξεχάσει. Θα κρεμαστεί από τις νέες υποσχέσεις. Πιθανόν και να τον συνεπάρουν όπως συνεπαίρνει η άνοιξη τους ρομαντικούς. Από κανάλι σε κανάλι θα περιφέρονται οι λογοπλόκοι και οι λαοπλάνοι. Μπαρούφες για την οικονομία και μπαρούφες για το Κυπριακό. Κι αυτός εκεί, στην ανεργία, επί ξύλου κρεμάμενος θα αναμένει. Υπό προϋποθέσεις, πάντα, η ανάσταση.