Ιστότοπος Κιατίπη

Kiatipis Website

Συγγραφείς /Αρθρογράφοι

Γράφει ο Γιώργος Πήττας

Δημοσιογράφος, Αρθρογράφος

25.8.2012 - Προς Κορινθίους επιστολή

 Άνθρωπος πνευματικός και δήμαρχος Πνευματικός.

Προφανώς, δύο έννοιες που δεν συμπίπτουν πουθενά.

Χωρίς, λοιπόν, καμία...πνευματικότητα, ο δήμαρχος Κορίνθου κ. Πνευματικός, δήλωσε πως η πόλη του βρίσκεται σε πόλεμο με την Πολιτεία.

Ως εκ τούτου, ανερυθρίαστα, και προκειμένου να αναδείξει την αντίδραση του στον εγκλεισμό κάποιων μεταναστών σε στρατόπεδο της περιοχής, αποφάσισε το εξωφρενικό: Να κόψει την παροχή νερού στο στρατόπεδο και να σταματήσει επίσης την αποκομιδή των σκουπιδιών. Έτσι, όπως σε κάθε πόλεμο, δημιουργεί ο κ. δήμαρχος τις παράπλευρες και κατά κανόνα άσχετες απώλειες.

Στην περίπτωση αυτή, είναι περίπου 300 μη Έλληνες άνθρωποι.

Αυτοί, που με τόσο χυδαία και κραυγαλέα αυταρέσκεια ο θεσμικός μας εκπρόσωπος (ναι, τον ψηφίσαμε) βουλευτής κ. Κασιδιάρης αποκαλεί «σκουπίδια».

Στην Ελλάδα των χρεών και των ελλειμμάτων, εκτός από την αγέραστη διαφθορά, διαρκώς επιδοτούμενη είναι και η δυστυχία των φύσει και θέσει απολύτως αδύναμων.

Είτε αυτοί είναι μετανάστες (παράνομοι-νόμιμοι το ίδιο ακριβώς είναι όταν κρίνουμε τη δική μας συμπεριφορά), είτε είναι άλλοι συνάνθρωποι και συμπολίτες άλλων κοινωνικών ομάδων.

Αλλά οι Κορίνθιοι (όσοι εν πάση περιπτώσει) και η δημοτική τους αρχή, ούτε πρωτοτυπούν ούτε τίποτα καινούργιο κάνουν συνεπικουρούμενοι από τη συμμορία της Χρυσής Αυγής και των λοβοτομημένων οπαδών της.

Έλληνες ανά την επικράτεια και σε καιρούς παχέων και δάνειων αγελάδων, δείξαμε προ πολλού τον υφέρποντα κοινωνικό μας εκφασισμό, ο οποίος τώρα ελέω κρίσης εκδηλώνεται πολλαπλασιασμένος.

Ίσως οι νεότεροι να μην θυμούνται, αλλά το αφόρητο πλαίσιο διακρίσεων και η περιθωριοποίηση λόγου χάριν των ανθρώπων με αναπηρία, ήταν μέχρι πριν από λίγο, κανόνας.

Οι γονείς, που τους λάχαινε ένα βλαστάρι με κάποιο κινητικό πρόβλημα ή με Σύνδρομο Down, ήσαν «καταραμένοι» και γύρω τους, όποτε κυκλοφορούσαν με το παιδί τους, πάντα απλώνονταν ο χαιρέκακος ψίθυρος.

Οι γειτονιές- τόσες πολλές που έχω χάσει το μέτρημα — που σήκωναν κάθε τόσο αντάρτικα, με τις κυράτσες να τσιρίζουν στα λαίμαργα ρεπορτάζ προς τέρψη των φιλήσυχων «νοικοκυραίων».

Γιατί τα αντάρτικα; Μα πότε, γιατί επρόκειτο κάπου εκεί να γίνει ένα κέντρο απεξάρτησης, πότε, γιατί θα ίδρυαν μία στέγη φιλοξενίας οροθετικών, πότε γιατί ήταν να στεγαστεί ένα κέντρο φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών.

Ο κατάλογος, είναι τεράστιος.

Τον θυμάμαι να αθροίζεται στη μνήμη μου, με ένα καινούργιο ανάλογο επεισόδιο, κάθε τόσο, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου.

Έτσι, λοιπόν, αγαπητοί Κορίνθιοι (όσοι εν πάση περιπτώσει) δεν είστε πρωτότυποι.

Είστε, άλλο ένα εκδηλωμένο σύμπτωμα του βαθιά ριζωμένου στην ελληνική κοινωνία καθεστώτος των Κοινωνικών Διακρίσεων και του Φυλετικού Ρατσισμού.

Βαθύτατα εκφασισμένη η κοινωνία μας. Δεκαετίες τώρα.

Και αν ο εμετικός νεοπλουτισμός των περασμένων (πρόσφατων) δεκαετιών παρήγαγε χιλιάδες ανερμάτιστα αφεντικά, με τις Φιλιππινέζες να τους ξεσκατώνουν τα μωρά τους και να υπομένουν τη σεξιστική συμπεριφορά των «κυρίων», και αν η επαρχία γέμισε με χιλιάδες σκλάβους, στοιβαγμένους σε μεσαιωνικές συνθήκες για να δουλέψουν στα χωράφια και τις οικοδομές, τώρα, στην οικονομική χρεοκοπία που ήρθε να επιβεβαιώσει την αξιακή —που έχει συμβεί προ πολλού- η απελπισία, η ανέχεια, η ήττα τελικά ενός λαθραίου τρόπου ζωής, έρχεται να δείξει το κενό μας.

Το τίποτα που καθρεφτίζει ο καθρέφτης μας, αν μπροστά του σταθούμε.

Λαθρομετανάστες, δεν υπάρχουν.

Λάθρα βιώσαντες όμως, ναι. Και αυτοί, είμαστε «εμείς».

Στους διάφορους λοιπόν «Κορινθίους» της χώρας, όπου και αν βρίσκονται, επειδή οι πλείστοι φυλάνε τα χέρια των παπάδων κι ανάβουν κεριά στις εκκλησίες όπου πάνε κάθε Κυριακή ως ευσεβείς που καμώνονται πως είναι, αφιερώνω (εγώ ο άπιστος) τούτες τις έξοχες αράδες από την πραγματική «Προς Κορινθίους Επιστολή».

«Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ήχων ή κύμβαλον αλαλάζον.

Και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν ώστε όρη μεθ’ ισταναι, αγάπην δε μη έχω, ούθεν ειμί».