Ιστότοπος Κιατίπη

Kiatipis Website

Συγγραφείς /Αρθρογράφοι

 

Γράφει ο Γιάννης Μαύρος

Αθήνα

1.11.2012 - Σκέψεις για την Ελλάδα και την Ευρώπη υπό τη σκέπη της επετείου του ΟΧΙ

 

Ο Κώστας Καλλωνιάτης, στο άρθρο του της 28/10/2012 (“Ο μύθος περί αποβιομηχάνισης λόγω ευρώ και η Αριστερά της δραχμής”) μου δίνει την αφορμή να παρέμβω στον διάλογο σχετικά με τη θέση της Χώρας στην Ευρωζώνη.

 

Πρώτα μια διόρθωση: η σωστή αξιολόγηση της διαχρονικής μεταβολής της συμμετοχής της βιομηχανικής παραγωγής στο ΑΕΠ και η σύγκριση του μεγέθους αυτού μεταξύ διαφορετικών χωρών επιβάλλει τον συσχετισμό του με την τιμή βάσης ώστε να προκύπτει το ποσοστό αυξομείωσης της συμμετοχής. Για παράδειγμα, η μείωση κατά 13% της Ελλάδας (από 25% το 1980 σε 12% το 2010) είναι πολύ μεγαλύτερη (-52%) συγκρινόμενη με την “ισόποση” μείωση (από 33% σε 20%) των ΗΠΑ (-39%) ή ακόμα τη φαινομενικά “μεγαλύτερη” μείωση (-16%) της Ουγγαρίας (που δεν ξεπερνά το -34%). Γι’ αυτό είναι λάθος ο ισχυρισμός του Κ.Κ. ότι “η Ελλάδα δεν σημειώνει την μεγαλύτερη κάμψη του βιομηχανικού ποσοστού της αφού υπάρχουν άλλες 7 χώρες με ίση ή μεγαλύτερη κάμψη”. Μόνο η Ρουμανία παρουσιάζει ανάλογη (-54%) κάμψη (από 55% το 1980 σε 25% το 2010). Αντιθέτως η Βουλγαρία, με μείωση του ποσοστού συμμετοχής κατά 17%, καταγράφει ρυθμό μείωσης 29% και διατηρεί  συμμετοχή σαφώς πάνω του μέσου όρου (31%). Είναι λάθος επίσης ο ισχυρισμός ότι “Βρετανία, ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία και Ιαπωνία υφίστανται ανάλογης έκτασης με την Ελλάδα αποβιομηχάνιση”. Οι αντίστοιχοι ρυθμοί είναι  -45%,        -39%, -37%, -30% και -29%.

 

Εκτός όμως από τον ρυθμό αποβιομηχάνισης, μεγάλη σημασία έχει το ποσοστό συμμετοχής της βιομηχανικής παραγωγής στο ΑΕΠ. Είναι σημαντικό ότι η Ελλάδα το 2010 κατέχει την τελευταία θέση -και μάλιστα με μεγάλη διαφορά- μεταξύ των χωρών του πίνακα του Κ.Κ. (12%  με αμέσως προηγούμενη τη Γαλλία με 19%) όταν η Δανία, που ξεκίνησε και εκείνη το 1980 με ποσοστό συμμετοχής 26%, κατάφερε να το διατηρήσει  στο 22%, καταγράφοντας απόλυτη μείωση μόνο 4%. Η διάρθρωση της παραγωγικής δομής μιας χώρας, είναι καθοριστικής σημασίας για την εξασφάλιση της συνοχής της και της σχετικής της ανεξαρτησίας. Στην περίπτωση της Ελλάδας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα (κλίμα, έδαφος, υπέδαφος, ανθρώπινο δυναμικό κλπ) επιτρέπουν και οι γεωπολιτικές παράμετροι επιβάλλουν εθνική στρατηγική σχετικής ενεργειακής και αγροτικής αυτάρκειας, βιομηχανικής επάρκειας και τριτογενούς τομέα αιχμής (π.χ. ναυτιλία, τουρισμός, πολιτισμός). Βέβαια όλα αυτά προϋποθέτουν σοβαρό κράτος. Συμφωνώ με πολλές επισημάνσεις του Κ.Κ. για το πελατειακό κράτος καθώς και με τη διαπίστωσή του ότι “ υπεύθυνο για το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας δεν είναι το νόμισμα καθεαυτό –τις επιπτώσεις του οποίου όφειλε να γνωρίζει το εκάστοτε οικονομικό επιτελείο- αλλά η γενικότερη απουσία αναπτυξιακής στρατηγικής, κατάλληλα σχεδιασμένης για την εντός Ευρωζώνης προσαρμογή”. Με δεδομένα όμως τα παραπάνω, το ερώτημα είναι κατά πόσο είναι πλέον εφικτή –και με ποιό τίμημα- η “εντός Ευρωζώνης προσαρμογή”;

 

Δεν υποστηρίζω την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη όπως δεν υποστηρίζω την πάση θυσία παραμονή μας σ’ αυτήν. Αν όμως η έξοδος από την Ευρωζώνη είναι δύσκολη και επώδυνη υπόθεση που απαιτεί προϋποθέσεις που δεν υφίστανται ακόμη (πλειοψηφικό Μέτωπο, στιβαρή λαϊκή στήριξη και ισχυρά διεθνή ερείσματα), υπό τις επικρατούσες συνθήκες, ισορροπίες και πολιτικές η παραμονή μας στην Ευρωζώνη είναι καταστροφική. Μπροστά σ’ αυτό το δίλημμα, δεν έχουμε άλλη επιλογή, ως έθνος και ως λαός που μάχεται όχι μόνο για για την απασχόληση και το εισόδημά του, τις συντάξεις, τις κοινωνικές παροχές και τα δικαιώματά του, αλλά για την ίδια του την επιβίωση, τη Δημοκρατία και την Ελευθερία, από το να επιδιώξουμε ταυτόχρονα τη δημιουργία του πλειοψηφικού Μετώπου που θα καταργήσει βεβαίως τα μνημόνια και θα διαπραγματευτεί σθεναρά όχι μόνο τη δανειακή σύμβαση και το δημόσιο χρέος αλλά την παραμονή ή την έξοδό μας από το Ευρώ και –πράγμα ταυτόσημο σε τελευταία ανάλυση- την ριζική αλλαγή των συνθηκών, ισορροπιών και πολιτικών όχι μόνο της Ευρωζώνης αλλά της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά. Το πραγματικό στρατηγικό δίλημμα δεν είναι “μέσα ή έξω από την Ευρωζώνη”, ούτε καν “μέσα ή έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση” αλλά ποιά Ελλάδα θέλουμε. Και αν η Ελλάδα που θέλουμε, η Ελλάδα που χρειαζόμαστε, η Ελλάδα που χρειάζεται η Ευρώπη και ολόκληρος ο κόσμος, δεν χωράει στην Ευρωζώνη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε τόσο το χειρότερο γι’ αυτές! 

 

Αν τα παραπάνω ακούγονται για μερικούς υπερφίαλα, αλαζονικά ή και γραφικά αυτό είναι μόνο επειδή έχουμε συμφιλιωθεί με το “τέλος της μεταπολίτευσης”, με την προδοσία των αγώνων και των οραμάτων που μας οδήγησε στη σημερινή έσχατη κατάντια, πρώτα ηθική και πολιτική και μετά οικονομική. Πόσο απέχουμε από το ΟΧΙ του ’40 και την Εθνική Αντίσταση κατά της ναζιστικής και φασιστικής κατοχής που άλλαξε τον ρου της ιστορίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου! Ήρθε η ώρα να ξαναπιάσουμε το νήμα, τιμώντας τους νεκρούς μας και γινόμενοι αντάξιοί τους. Η ώρα να αποκτήσουμε επιτέλους κυβέρνηση Ελληνική που από τις πρώτες μέρες θα θέσει περήφανα, επιτακτικά και ανυποχώρητα το ζήτημα των γερμανικών

οφειλών προς την Ελλάδα, την επιστροφή των χιλιάδων κλεμμένων αρχαιοτήτων, του κατοχικού δανείου, των πολεμικών επανορθώσεων και των αποζημιώσεων των οικογενειών των θυμάτων τόσων ολοκαυτωμάτων.

 

                                                                                         Γιάννης Μαύρος

                                                                                         Αθήνα 1-11-2012