Ιστότοπος Κιατίπη

Kiatipis Website

Λεξιλόγιο

Glossary

ΛΕΞΙΚΟ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΧΡΗΜΑ

 

Χρήμα: Ένα ιδιαίτερο εμπόρευμα, που ειδική λειτουργία του είναι η εκπλήρωση του ρόλου του γενικού ισοδύναμου.[1] Το χρήμα εμφανίστηκε στα πανάρχαια χρόνια αυθόρμητα, στη διαδικασία της ανάπτυξης των ανταλλαγών και των μορφών της αξίας. Στα πρώτα στάδια των ανταλλαγών, το ρόλο του γενικού ισοδύναμου έπαιζαν διάφορα εμπορεύματα. Βαθμιαία, όμως, το ρόλο του χρήματος άρχισαν να παίζουν ο άργυρος και ο χρυσός, χάρη στις ιδιαίτερες φυσικές και χημικές τους ιδιότητες, που κάνουν τα μέταλλα αυτά ιδιαίτερα κατάλληλα για την εκπλήρωση του ρόλου του γενικού ισοδύναμου. Στον 20ο αιώνα εδραιώνεται ολοκληρωτικά ο χρυσός σαν το εμπόρευμα-χρήμα. Η εμφάνιση του χρήματος είναι αποτέλεσμα της ανάπτυξης της εσωτερικής αντίθεσης που βρίσκεται μέσα στο εμπόρευμα: της αντίθεσης ανάμεσα στην αξία χρήσης και την αξίαανταλλακτική αξία -σημ. Χ.Κ.). Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να διαιρεθεί ολόκληρος ο κόσμος των εμπορευμάτων σε δύο πόλους:

(1) όλα τα εμπορεύματα σαν αξίες χρήσης και

(2) το χρήμα σαν γενική ενσάρκωση της αξίας.

Στην αξία χρήσης του χρήματος εκφράζεται η αξία όλων των άλλων εμπορευμάτων. Η συγκεκριμένη εργασία (βλ. λ.), που περιλαμβάνεται στο χρήμα, αποτελεί τη γενική μορφή έκφρασης της αφηρημένης εργασίας (βλ. λ.) και η ενσαρκωμένη σ’ αυτές ατομική εργασία εμφανίζεται σαν μορφή αναγνωρισμένη κοινωνικά.

Διαμέσου του χρήματος πραγματοποιείται ο κοινωνικός υπολογισμός της εργασίας, μετριέται η εργασία που περιλαμβάνεται στο εμπόρευμα, όχι άμεσα, σε χρόνο εργασίας, αλλά έμμεσα, διαμέσου της τιμής των εμπορευμάτων. Σε διάκριση από τα άλλα εμπορεύματα, το χρήμα έχει την ιδιότητα της άμεσης γενικής ανταλλακτικότητας. Το χρήμα μπορεί κανείς να το ανταλλάξει με οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα. Η ουσία και ο ρόλος του χρήματος στην οικονομία εκδηλώνονται στις λειτουργίες του χρήματος (βλ. λ.). Η εμφάνιση του χρήματος υπερνικά την αντίθεση της άμεσης ανταλλαγής των εμπορευμάτων και ταυτόχρονα δημιουργεί τους όρους για την παραπέρα ανάπτυξη των αντιθέσεων της εμπορευματικής οικονομίας. Η ανταλλαγή των εμπορευμάτων με τη βοήθεια του χρήματος στην εμπορευματική οικονομία, που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, εντείνει την εξάρτηση των εμπορευματοπαραγωγών από την αγορά, από τις διακυμάνσεις των τιμών που οφείλονται σε μεταβολές αμοιβαίας σχέσης προσφοράς και ζήτησης των εμπορευμάτων. Γι’ αυτό η εμφάνιση του χρήματος σήμαινε την αύξηση της εξουσίας του κοινωνικού στοιχείου πάνω στους ανθρώπους. Η ανάπτυξη των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων υπονομεύει τη φυσική οικονομία και δυναμώνει το χωρισμό σε διάφορα στρώματα των ιδιωτών εμπορευματοπαραγωγών.

Οι φεουδαρχικές υποχρεώσεις σε είδος μετατρέπονται σε χρηματικές, εμφανίζονται και αναπτύσσονται οι φόροι σε χρήμα- Μεγαλώνει η ανάγκη χρημάτων για τη μάζα του πληθυσμού. Τα χρήματα συγκεντρώνονται στα χέρια των πλούσιων και γίνονται μέσο εκμετάλλευσης των φτωχών ανθρώπων. Στις συνθήκες της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και με την εμφάνιση στην αγορά του εμπορεύματος εργατική δύναμη, το χρήμα συμβάλλει στην ανάπτυξη του συστήματος της μισθωτής εργασίας και γίνεται όργανο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Η χρησιμοποίηση του χρήματος για την απόκτηση κέρδους τα μετατρέπει σε κεφάλαιο. Το χρήμα εκφράζει τις παραγωγικές σχέσεις που κυριαρχούν ανάμεσα στους εμπορευματοπαραγωγούς. Γι’ αυτό η ουσία του αλλάζει ανάλογα με τον τρόπο παραγωγής που εξυπηρετεί. Στις συνθήκες του καπιταλισμού, το χρήμα μετατρέπεται σε κεφάλαιο, αποτελεί μέσο πλουτισμού της μειοψηφίας των εκμεταλλευτών με την ιδιοποίηση από μέρους τους υπεραξίας (βλ. λ.) που παρήγαγαν οι εργάτες.

 

Χρηματικό κεφάλαιο: Ποσό χρημάτων που αποφέρει έσοδα στον κάτοχό του με την εκμετάλλευση της ξένης εργασίας. Το χρηματικό κεφάλαιο υπήρχε στο δουλοκτητικό σύστημα και στη φεουδαρχία με τη μορφή του εμπορικού και του τοκογλυφικού κεφαλαίου, που αποτελούν αυτοτελείς μορφές του κεφαλαίου. Στον καπιταλισμό, το χρηματικό κεφάλαιο αποτελεί συστατικό μέρος της κυκλικής κίνησης του κεφαλαίου (βλ. λ.) που είναι μια από τις λειτουργικές μορφές του βιομηχανικού κεφαλαίου (βλ. λ.).

Το χρηματικό κεφάλαιο αποτελεί αφετηριακή μορφή του βιομηχανικού κεφαλαίου, δίνει την αρχή της κίνησης του τελευταίου. Κάθε καπιταλιστής εμφανίζεται πρώτα απ’ όλα με την ιδιότητα του κατόχου χρημάτων. Ο καπιταλιστής δεν ξοδεύει απλώς χρήματα για την αγορά κάποιου εμπορεύματος. Προκαταβάλλει χρήμα σαν αξία που οφείλει να επιστρέψει σ' αυτόν αυξημένη κατά το μέγεθος της υπεραξίας. Για το σκοπό αυτό ο καπιταλιστής αγοράζει ένα ιδιαίτερο εμπόρευμα, την εργατική δύναμη, και μέσα παραγωγής. Η πράξη X (χρήμα) — Ε (εργατική δύναμη), εκφράζει την ταξική σχέση ανάμεσα στον καπιταλιστή και το μισθωτό εργάτη που βασίζεται στο ότι τα μέσα ζωής και τα μέσα παραγωγής είναι χωρισμένα από τον κάτοχο της εργατικής δύναμης, σαν ιδιοκτησία του καπιταλιστή, που είναι ξένη και αντίθετη σ’ αυτόν. Το χρήμα εμφανίζεται με τη μορφή χρηματικού κεφαλαίου όχι αφ’ εαυτού αλλά μόνο γιατί χρησιμοποιείται από τους καπιταλιστές για την αγορά στοιχείων του παραγωγικού κεφαλαίου, ενσαρκωμένου στα μέσα παραγωγής και εργατικής δύναμης, με σκοπό την απομύζηση υπεραξίας. Με τη ρευστοποίηση των εμπορευμάτων που παράχθηκαν από τους μισθωτούς εργάτες, το βιομηχανικό κεφάλαιο αποκτά και πάλι τη μορφή χρηματικού κεφαλαίου που, ως προς το μέγεθος του, ξεπερνά το χρηματικό κεφάλαιο που είχε προκαταβληθεί, κατά το ποσό της υπεραξίας. Το χρηματικό κεφάλαιο που απελευθερώνεται στη διαδικασία της κυκλικής κίνησης του κεφαλαίου μπορεί να μετατραπεί και μετατρέπεται σε δανειακό κεφάλαιο (βλ. λ.).

 

Χρηματιστήριο: Η καπιταλιστική αγορά όπου αποκλειστικά διεξάγονται οι χρηματιστηριακές συναλλαγές και διάφορες άλλες αγοραπωλησίες. Στις καπιταλιστικές χώρες υπάρχουν το εμπορικό χρηματιστήριο, το χρηματιστήριο χρεογράφων και το χρηματιστήριο εργασίας.

Το εμπορικό χρηματιστήριο είναι η αγορά όπου διεξάγεται το μεγάλο χοντρικό εμπόριο εμπορευμάτων με δείγματα και πρότυπα. Το εμπόρευμα που είναι αντικείμενο χρηματιστηριακής αγοραπωλησίας, μπορεί να μην περάσει άμεσα από χέρι σε χέρι, ο πωλητής μπορεί να μη διαθέτει τη στιγμή της αγοραπωλησίας το πραγματικό εμπόρευμα και ο αγοραστής να μη διαθέτει μετρητά. Οι αγοραπωλησίες πραγματοποιούνται μόνο σε τέτοια μαζικά, ομοειδή εμπορεύματα, όπως είναι το γέννημα, το μπαμπάκι, το μέταλλο, η ζάχαρη και άλλα, από τα οποία συγκεντρώνονται, σύμφωνα με δείγματα και πρότυπα, ορισμένες παρτίδες της ίδιας ποιότητας. Στα εμπορικά χρηματιστήρια οι αγοραπωλησίες ανάμεσα στους καπιταλιστές πραγματοποιούνται συνήθως με προθεσμία. Κατά την αγοραπωλησία με προθεσμία ο πωλητής υποχρεώνεται να παραδώσει στον αγοραστή, κατά το συμφωνημένο χρόνο και στην καθορισμένη τιμή, το εμπόρευμα που πούλησε. Αυτή η χρηματιστηριακή αγοραπωλησία ευνοεί στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την κερδοσκοπία με τα εμπορεύματα. Ο πωλητής ποντάρει στο ότι η τιμή του εμπορεύματός του, στον προσδιοριζόμενο χρόνο, θα πέσει και θα κερδίσει τη διαφορά στις τιμές, ενώ ο αγοραστής υπολογίζει στη μελλοντική αύξηση των τιμών και στο κέρδος που θα έχει από την αγοραπωλησία. Στο κερδοσκοπικό εμπόριο κερδίζουν κυρίως οι κάτοχοι του μεγάλου κεφαλαίου. Όσον αφορά τους μικρούς και μεσαίους ιδιοκτήτες, σ’ αυτές τις αγοραπωλησίες συχνά καταστρέφονται. Το κύριο βάρος από τη διακύμανση των τιμών φέρουν οι πραγματικοί αγοραστές των εμπορευμάτων. Όλα αυτά οξύνουν τις αντιθέσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας και σε τελευταία ανάλυση οδηγούν στην επιδείνωση της ζωής των εργαζομένων.

Το χρηματιστήριο χρεογράφων αποτελεί αγορά αξιών, μετοχών και ομολογιών, που είναι αντικείμενα αγοραπωλησίας με τις τιμές που καταχωρούνται στο χρηματιστήριο αξιών. Οι τιμές των χρεογράφων υπόκεινται σε συχνές διακυμάνσεις κάτω από την επίδραση της προσφοράς και της ζήτησης που διαμορφώνεται αυθόρμητα και των μεταβολών στο μέγεθος του τοκομεριδίου (βλ. λ.) και του επιτοκίου.

Οι μεγάλες διακυμάνσεις των τιμών των χρεογράφων οφείλονται στον κυκλικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής: στην περίοδο ανάπτυξης της βιομηχανικής παραγωγής, οι τιμές των μετοχών ανεβαίνουν, ενώ στην περίοδο κρίσεων ή βιομηχανικών υφέσεων μειώνονται απότομα. Συχνά παρόμοιες διακυμάνσεις δημιουργούνται εξαιτίας ψεύτικων φημών που διαδίδονται από τους χρηματιστές-μεγαλοεπιχειρηματίες. Αυτό δίνει τη δυνατότητα κερδοσκοπίας, που πραγματοποιείται κυρίως σαν αποτέλεσμα των αγοραπωλησιών με προθεσμία, που στη διάρκειά τους σημειώνεται άνοδος ή πτώση της αξίας των μετοχών αυτών ή άλλων επιχειρήσεων. Βασικό ρόλο στο χρηματιστήριο αξιών παίζουν τα μονοπώλια και οι μεγάλοι καπιταλιστές, που πλουτίζουν με την καταστροφή των μεσαίων και ιδιαίτερα των μικρών κατόχων μετοχών, οι οποίοι είναι άσχημα πληροφορημένοι για την κατάσταση της αγοράς. Οι μικροί κάτοχοι μετοχών συχνά, σε περιόδους χρηματιστηριακών κραχ, πουλούν τις μετοχές τους σε εξευτελιστική τιμή. Η χρηματιστική κερδοσκοπία συμβάλλει στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, στον πλουτισμό του μεγάλου μονοπωλιακού κεφαλαίου, στην καταστροφή των μεσαίων και μικρών κατόχων μετοχών, στην όξυνση των αντιθέσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Το χρηματιστήριο εργασίας είναι αγορά όπου αντικείμενο αγοραπωλησίας είναι το εμπόρευμα εργατική δύναμη. Η αγορά αυτή στις καπιταλιστικές χώρες υπάρχει με τη μορφή ιδρυμάτων που μεσολαβούν ανάμεσα στους άνεργους και στους κατόχους κεφαλαίου κατά την αγοραπωλησία της εργατικής δύναμης. Η αυθόρμητα αναπτυσσόμενη καπιταλιστική παραγωγή δημιουργεί αντικειμενικά τις αγορές όπου υπάρχει άφθονη προσφορά ελεύθερων εργατικών χεριών. Τις λειτουργίες των χρηματιστηρίων εργασίας, σαν προμηθευτών φτηνής εργατικής δύναμης για την καπιταλιστική διευρυμένη αναπαραγωγή, τις πραγματοποιούν διάφορα μεσιτικά γραφεία: συνδικαλιστικά, ιδιωτικά, δημοτικά και, στα τελευταία χρόνια όλο και σε μεγαλύτερη έκταση, κρατικά.

Τα χρηματιστήρια εργασίας αποτελούν στίβο ταξικής πάλης ανάμεσα στους άνεργους πωλητές του εμπορεύματος εργατική δύναμη (βλ. λ.) και τους αγοραστές της — τους καπιταλιστές. Στις συγκρούσεις ανάμεσα στην εργασία και το κεφάλαιο, τα χρηματιστήρια εργασίας, όντας εξαρτημένα από το κεφάλαιο, τάσσονται κατά κανόνα με το μέρος των επιχειρηματιών: εξαναγκάζουν τους άνεργους να συμφωνούν με τους πιο επαχθείς όρους κάτω από την απειλή της διαγραφής τους από τους καταλόγους των χρηματιστηρίων εργασίας και της στέρησης του δικαιώματος στο επίδομα ανεργίας και σε μελλοντική εργασία.

 

Χρηματιστική ολιγαρχία: Μια ολιγάριθμη ομάδα των μεγαλύτερων χρηματιστών, που κατέχουν τα βιομηχανικά και τραπεζικά κεφάλαια και ασκούν ουσιαστικά την οικονομική και πολιτική κυριαρχία στους σπουδαιότερους κλάδους της οικονομίας στις ιμπεριαλιστικές χώρες. Στην περίοδο του ιμπεριαλισμού, σε στενή σύνδεση με τη συγκέντρωση της παραγωγής στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις και το σχηματισμό των βιομηχανικών μονοπωλίων, γίνεται συγκέντρωση των τραπεζών και δημιουργούνται τα τραπεζικά μονοπώλια. Σε λίγες τράπεζες συγκεντρώνεται η μερίδα του λέοντος όλων των καταθέσεων. Διαμέσου των τραπεζών γίνονται όλες σχεδόν οι χρηματικές πράξεις στη χώρα. Αποκτώντας κάθε είδους χρεόγραφα, μετοχές διάφορων εταιριών, οι τράπεζες γίνονται συνιδιοκτήτες των βιομηχανικών, εμπορικών και άλλων επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά, οι ιδιοκτήτες των βιομηχανικών επιχειρήσεων γίνονται συνιδιοκτήτες των τραπεζών. Οι μεγιστάνες του χρηματιστικού κεφαλαίου (βλ. λ.) κατέχουν ταυτόχρονα καθοδηγητικές θέσεις και στις τραπεζικές και στις βιομηχανικές μονοπωλιακές επιχειρήσεις. Η κυριαρχία της χρηματιστικής ολιγαρχίας επεκτείνεται στις πιο διαφορετικές σφαίρες της καπιταλιστικής οικονομίας. Η ανάπτυξη των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου έχει σαν αποτέλεσμα να κυριαρχούν στην οικονομία των ιμπεριαλιστικών χωρών ολιγάριθμες χρηματιστικές ομάδες. Παραδείγματος χάρη, στην οικονομία των ΗΠΑ κυριαρχούν μερικές από τις μεγαλύτερες χρηματιστικές ομάδες, που ελέγχουν εκατοντάδες μεγάλες εταιρίες στους διάφορους κλάδους της βιομηχανίας, των τραπεζών, των ασφαλειών κλπ. Πρόκειται για τους Μόργκαν, τους Ροκφέλλερ, τους Ντυπόν, τους Χαντ και άλλους. Χαρακτηριστική ιδιομορφία της κυριαρχίας της χρηματιστικής ολιγαρχίας είναι ότι οι χρηματιστές μεγαλοεπιχειρηματίες διαχειρίζονται όχι μόνο την ξένη εργασία αλλά και το ξένο κεφάλαιο. Ο έλεγχος αυτός πετυχαίνεται με τη μετοχική μορφή του κεφαλαίου (βλ. μετοχική εταιρία) που στην περίοδο του ιμπεριαλισμού απλώνεται παντού και προσφέρει τεράστια κέρδη στη χρηματιστική ολιγαρχία.

Η κυριαρχία της χρηματιστικής ολιγαρχίας στην οικονομία όλων των καπιταλιστικών κρατών συνδυάζεται και συμπληρώνεται με την κυριαρχία της στην πολιτική και στην ιδεολογία. Στα κυβερνητικά όργανα των ιμπεριαλιστικών κρατών, τις θέσεις-κλειδιά κατέχουν οι άμεσοι εκπρόσωποι της χρηματιστικής ολιγαρχίας ή δικοί της τοποτηρητές. Η κυριαρχία της χρηματιστικής ολιγαρχίας οδηγεί στην ενίσχυση της ταξικής και εθνικής καταπίεσης, στο βάθεμα του παρασιτισμού και του σαπίσματος του καπιταλισμού και γι’ αυτό έχει βαθύτατα αντιδραστικό χαρακτήρα. Η χρηματιστική ολιγαρχία οξύνει την ένταση στις σχέσεις μεταξύ των κρατών, επιχειρεί να εξαπολύσει νέο παγκόσμιο πόλεμο. Οι χρηματιστές-μεγιστάνες των Η ΠΑ οργανώνουν την «ιερή συμμαχία» των ιμπεριαλιστών κατά των σοσιαλιστικών χωρών και του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος των λαών που αγωνίζονται κατά του ιμπεριαλιστικού ζυγού. Η χρηματιστική ολιγαρχία καταφεύγει στην εγκαθίδρυση φασιστικών, δικτατορικών καθεστώτων, στηρίζεται στο στρατό, στην αστυνομία, σαν μέσο σωτηρίας από τον αναπόφευκτο χαμό του ιμπεριαλισμού.

 

Χρηματιστικό κεφάλαιο: Το ενωμένο, το συμφυόμενο κεφάλαιο των τραπεζικών και βιομηχανικών μονοπωλίων στις ιμπεριαλιστικές χώρες. Η ύπαρξη χρηματιστικού κεφαλαίου και η εμφάνιση, σαν συνέπεια του, της χρηματιστικής ολιγαρχίας (βλ. λ.) αποτελεί ένα από τα βασικά γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού (βλ. λ.). Ο σχηματισμός του χρηματιστικού κεφαλαίου στα τέλη του 19ου αρχές του 20ου αιώνα, ήταν το αποτέλεσμα της μεγάλης συγκέντρωσης κεφαλαίων στην παραγωγή και στις τράπεζες. «Η συγκέντρωση της παραγωγής, τα μονοπώλια που ξεπήδησαν από αυτή, η συγχώνευση ή η σύμφυση των τραπεζών με τη βιομηχανία — αυτή είναι η ιστορία της γέννησης του χρηματιστικού κεφαλαίου και το περιεχόμενο αυτής της έννοιας» (Β. Ι. Λένιν). Χρησιμοποιώντας τα ελεύθερα χρηματικά μέσα, οι τράπεζες αρχίζουν να χορηγούν στις βιομηχανικές επιχειρήσεις όχι μόνο βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα δάνεια, αποκτώντας έτσι τη δυνατότητα να επιδρούν στη δράση των επιχειρήσεων και σε πολλές περιπτώσεις να καθορίζουν την τύχη τους. Τα κεφάλαια των τραπεζών εισβάλλουν επίσης στη βιομηχανία με την αγορά μετοχών και τη δημιουργία του λεγομένου «συστήματος συμμετοχής» (βλ. λ.), που με σχετικά μικρό ποσό «ιδίων κεφαλαίων» επιτρέπει να ελέγχονται πολύ μεγαλύτερα ποσά ξένων κεφαλαίων. Ταυτόχρονα πραγματοποιείται η διαδικασία της συγχώνευσης των μικρών τραπεζών από τις μεγάλες, ο σχηματισμός των μονοπωλιακών ενώσεων των τραπεζικών κονσόρτσιουμ. Υποτάσσοντας την οικονομία, οι μεγιστάνες του χρηματιστικού κεφαλαίου καθορίζουν και την πολιτική των καπιταλιστικών κρατών.[2]