Glossary of Marxist Philosophy

 

Φιλοσοφία[1]

 

Φιλοσοφία (στην κυριολεξία, αγάπη της σοφίας). Μορφή κοινωνικής συνείδησης.· διδασκαλία για τις γενικές αρχές του Είναι και της διαδικασίας της γνώσης, για τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο.· επιστήμη των γενικών νόμων ανάπτυξης της φύσης, της κοινωνίας και της νόησης. Η φιλοσοφία επεξεργάζεται ένα γενικευμένο σύστημα αντιλήψεων για τον κόσμο και τη θέση του ανθρώπου σ' αυτόν. Μελετά τη γνωστική, αξιακή, κοινωνικοπολιτική, ηθική και αισθητική σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο. Ως κοσμοθεωρία, η φιλοσοφία συνδέεται άρρηκτα με τα κοινωνικά - ταξικά συμφέροντα, με την πολιτική και την ιδεολογική πάλη. Ενώ προσδιορίζεται από την κοινωνική πραγματικότητα, η φιλοσοφία ασκεί ενεργητική επίδραση στο κοινωνικό Είναι και συντελεί στη διαμόρφωση νέων ιδανικών και πολιτισμικών αξιών. Ως θεωρητική μορφή της συνείδησης, που θεμελιώνει ορθολογικά τις αρχές της, διακρίνεται από τις μυθολογικές και θρησκευτικές μορφές κοσμοθεωρίας που βασίζονται   στην πίστη και που αντανακλούν την πραγματικότητα σε φανταστική μορφή.

Η φιλοσοφία του μαρξισμού εμφανίστηκε ως επιστημονικό - θεωρητικό σύστημα που εκφράζει την κοσμοθεωρία της εργατικής τάξης. Ο μαρξισμός επεξεργάστηκε κριτικά και γενίκευσε τα προηγούμενα επιτεύγματα της φιλοσοφίας, της επιστήμης και της κοινωνικής πρακτικής και για πρώτη φορά στην ιστορία της γνώσης έκανε τη φιλοσοφία συνεπές επιστημονικό όργανο της κοινωνικής προόδου. Αυτή η πρακτικά - επαναστατική κατεύθυνση αποτελεί σπουδαιότατη ιδιομορφία της μαρξιστικής φιλοσοφίας και των κύριων συστατικών μερών της: του διαλεκτικού υλισμού και του ιστορικού υλισμού. Από λειτουργική άποψη η μαρξιστική φιλοσοφία είναι μια συνεπής επιστημονική φιλοσοφική κοσμοθεωρία, καθώς και μια γενική μεθοδολογία γνώσης του αντικειμενικού κόσμου και της επαναστατικής πράξης. Εκπληρώνοντας αυτές τις λειτουργίες, η μαρξιστική φιλοσοφία επεξεργάζεται τα μέσα του κοσμοθεωρητικού προσανατολισμού του ανθρώπου, τις θεωρητικές βάσεις της πρακτικής πάλης των προοδευτικών κοινωνικών δυνάμεων και τις γενικές μεθοδολογικές αρχές έρευνας στον τομέα των επιμέρους επιστημών.

 

Το αντικείμενο και η δομή της φιλοσοφίας.

 

Το αντικείμενο της φιλοσοφίας άλλαζε στην πορεία της ιστορίας σε στενή σύνδεση με την ανάπτυξη της κοινωνίας, όλων των πλευρών της πνευματικής της ζωής, μαζί και της ανάπτυξης της επιστήμης και της ίδιας της φιλοσοφικής γνώσης. Η φιλοσοφία γεννήθηκε τη χαραυγή του ανθρώπινου πολιτισμού στην Ινδία, στην Κίνα και στην Αίγυπτο. Ωστόσο, στην κλασική της μορφή έφτασε στην Αρχαία Ελλάδα. Σύμφωνα με μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων, τη λέξη «φιλοσοφία» τη συναντάμε στον Πυθαγόρα, αλλά ως ονομασία ιδιαίτερης επιστήμης ο όρος «φιλοσοφία» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Πλάτωνα. Η γέννηση της φιλοσοφίας συμπίπτει ιστορικά με την εμφάνιση υποτυπωδών μορφών της επιστημονικής γνώσης και με την κοινωνική ανάγκη για μελέτη των γενικών αρχών του Είναι και της γνώσης. Στα επόμενα στάδια διαμόρφωσης της φιλοσοφίας εμφανίστηκαν λιγότερο ή περισσότερο αρμονικά συστήματα, που διεκδικούσαν την ορθολογική κατανόηση του κόσμου. Οι πρώτοι φιλόσοφοι του αρχαίου κόσμου προσπαθούσαν κυρίως να ανακαλύψουν την ενιαία πηγή των ποικιλόμορφων φυσικών φαινομένων. Η φυσική φιλοσοφία υπήρξε η πρώτη ιστορική μορφή της φιλοσοφικής σκέψης.

Με τη συσσώρευση αποσπασματικών επιστημονικών γνώσεων και την επεξεργασία ειδικών τρόπων έρευνας, άρχισε η διαδικασία διαφοροποίησης της αδιαίρετης γνώσης και η αυτονόμηση των μαθηματικών, της αστρονομίας, της ιατρικής και άλλων επιστημών. Ωστόσο, παράλληλα με το στενό κύκλο των προβλημάτων, με τα οποία ασχολούνταν η φιλοσοφία, υπήρξε και μια ανάπτυξη, εμβάθυνση, ένας εμπλουτισμός των καθαυτό φιλοσοφικών αντιλήψεων, εμφανίστηκαν διάφορες φιλοσοφικές θεωρίες και ρεύματα. Έτσι διαμορφώθηκαν φιλοσοφικοί κλάδοι, όπως η οντολογία - η διδασκαλία για το Είναι (ή για τις πρώτες αιτίες του όντος), η γνωσιολογία -η θεωρία της γνώσης, η λογική - η επιστήμη των μορφών του ορθού (δηλαδή, της συνεκτικής, συνεπούς και πειστικής σκέψης), η φιλοσοφία της ιστορίας, η ηθική και η αισθητική. Αρχίζοντας από την εποχή της Αναγέννησης, η διαδικασία διαχωρισμού της φιλοσοφίας και των επιμέρους επιστημών συντελείται με όλο και ταχύτερους ρυθμούς. Οι αμοιβαίες σχέσεις φιλοσοφίας και επιμέρους επιστημών είχαν αντιφατικό χαρακτήρα· επειδή οι τελευταίες περιορίζονταν κυρίως σε εμπειρικές έρευνες, με τα γενικά θεωρητικά προβλήματα των επιστημών αυτών ασχολούνταν η φιλοσοφία. Επειδή όμως η φιλοσοφική έρευνα των θεωρητικών προβλημάτων των επιμέρους επιστημών δε στηριζόταν σε επαρκές εμπειρικό υλικό (το οποίο, κατά κανόνα, δεν είχε ακόμα συσσωρευτεί), είχε αφηρημένο, θεωρησιακό χαρακτήρα και τα αποτελέσματα της έρχονταν συχνά σε αντίφαση με τα γεγονότα. Πάνω σ' αυτή τη βάση αναπτυσσόταν η αντίθεση ανάμεσα στη φιλοσοφία και στις επιμέρους επιστήμες. Η αντίθεση αυτή έπαιρνε ιδιαίτερα οξεία μορφή στις φιλοσοφικές θεωρίες που συνδέονταν με τη θρησκεία. Το 17ο - 19ο αι. δημιουργούνταν εγκυκλοπαιδικά συστήματα, τα οποία στη φυσιογνωσία αντιπαρέθεταν τη φιλοσοφία της φύσης, στην ιστορία ως επιστήμη αντιπαρέθεταν τη φιλοσοφία της ιστορίας και στην επιστήμη του δικαίου, τη φιλοσοφία του δικαίου. Υπήρχε η γνώμη ότι η φιλοσοφία ήταν σε θέση να υπερβεί τα όρια της εμπειρίας και να προσφέρει «υπερεμπειρική» γνώση. Όμως παρόμοιες αυταπάτες διαψεύστηκαν από την ανάπτυξη των επιμέρους επιστημών. Η σύγχρονη επιστήμη αποτελεί ένα εξαιρετικά πολύκλαδο σύστημα γνώσεων. Όλα τα γνωστά φαινόμενα του κόσμου πέρασαν στην «ιδιαίτερη» κατοχή τούτης ή εκείνης της ειδικής επιστήμης. Ωστόσο, κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, η φιλοσοφία δεν έχασε καθόλου το αντικείμενο της. Αντίθετα, η παραίτηση από την αξίωση της παντογνωσίας, της επέτρεψε να αυτοπροσδιοριοτεί με μεγαλύτερη σαφήνεια στο σύστημα της επιστημονικής γνώσης. Κάθε επιστήμη ερευνά ένα ποιοτικά καθορισμένο σύστημα νομοτελειών, καμία όμως επιμέρους επιστήμη δε μελετά τις νομοτέλειες που είναι κοινές στα φαινόμενα της φύσης, της ανάπτυξης της κοινωνίας και της ανθρώπινης γνώσης. Αυτές ακριβώς οι νομοτέλειες αποτελούν το αντικείμενο της φιλοσοφίας.

Στα πλαίσια κάθε επιμέρους επιστήμης υπάρχουν διάφορα επίπεδα γενίκευσης., που, ωστόσο, δεν ξεπερνούν τα όρια μιας ορισμένης σφαίρας ή πλευράς του Είναι. Στη φιλοσοφική σκέψη οι ίδιες αυτές γενικεύσεις των ειδικών επιστημών γίνονται αντικείμενο ανάλυσης. Η φιλοσοφία συνενώνει τα αποτελέσματα των ερευνών σε όλους τους τομείς της γνώσης, δημιουργώντας μια καθολική σύνθεση των γενικών νόμων του Είναι και της νόησης. Εκπληρώνοντας αυτή τη λειτουργία, η φιλοσοφική σκέψη κατευθύνεται συχνά σε αντικείμενα, για τα οποία η εμπειρική γνώση δεν είναι ακόμα εφικτή. Αυτή η ιδιομορφία της φιλοσοφικής σκέψης απολυτοποιήθηκε στα συστήματα της θεωρησιακής φιλοσοφίας. Κύρια μέθοδος της φιλοσοφικής γνώσης είναι η θεωρητική σκέψη που βασίζεται στη συνολική εμπειρία της ανθρωπότητας, στα επιτεύγματα των επιστημών και της κουλτούρας γενικά. Η μαρξιστική φιλοσοφία είναι επιστημονική και ως προς το αντικείμενο, και ως προς τη μέθοδο. Χαρακτηριστικά της είναι η σωστή και πειστική αντανάκλαση των νομοτελειών της πραγματικότητας και η πρόβλεψη, πάνω σ" αυτή τη βάση, των μελλοντικών γεγονότων. Στηριζόμενοι στη γνώση των νόμων της κοινωνικής ανάπτυξης και εφαρμόζοντας τις μεθόδους της υλιστικής διαλεκτικής, οι Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν πρόβλεψαν και αιτιολόγησαν την εποχή πρωτοφανών κοινωνικών μετασχηματισμών πολύ πριν αυτή αρχίσει. Ταυτόχρονα, η μαρξιστική φιλοσοφία διαφέρει ουσιαστικά από οποιαδήποτε επιμέρους επιστήμη, πριν απ' όλα κατά το ότι είναι κοσμοθεωρία. Σ' αυτό βρίσκεται η κύρια ιδιομορφία της φιλοσοφίας. Ακριβώς στην επεξεργασία και ανάπτυξη μιας πραγματικά επιστημονικής κοσμοθεωρίας συνίσταται η ιστορική αποστολή της μαρξιστικής - λενινιστικής φιλοσοφίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τη διδασκαλία για την ουσία και τους νόμους ανάπτυξης της φύσης και της κοινωνίας, αλλά και ηθικές και αισθητικές ιδέες και πεποιθήσεις, δηλαδή, όχι μόνο αντανακλά τις νομοτέλειες της πραγματικότητας, αλλά και εκφράζει τη σχέση των ανθρώπων και των κοινωνικών ομάδων μ' αυτή. Θεωρητική αφετηρία κάθε φιλοσοφικής διδασκαλίας αποτελεί το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στη νόηση και στο Είναι, στο πνευματικό και στο υλικό, στο υποκειμενικό και στο αντικειμενικό. «Το μεγάλο βασικό πρόβλημα όλης, και κυρίως της νεότερης, φιλοσοφίας είναι το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ νόησης και Είναι» (Ένγκελς Φ., βλ. Μαρξ Κ. και Ένγκελς Φ., Άπαντα, τ. 21, σελ. 282). Το ζήτημα ποιο γεννά το άλλο -η συνείδηση, το πνεύμα, γεννά τον υλικό κόσμο ή, αντίθετα, ο υλικός κόσμος γεννά τη συνείδηση- αποτελεί την πρώτη πλευρά του βασικού προβλήματος της φιλοσοφίας. «Ανάλογα με το πώς απαντούσαν στο ερώτημα αυτό, οι φιλόσοφοι χωρίστηκαν σε δύο μεγάλα στρατόπεδα. Αυτοί που ισχυρίζονταν ότι το πνεύμα προϋπήρχε από τη φύση και οι οποίοι, επομένως, σε τελευταία ανάλυση, έτσι είτε αλλιώς παραδέχονταν τη δημιουργία του κόσμου... αποτέλεσαν το ιδεαλιστικό στρατόπεδο. Εκείνοι που βασική αρχή θεωρούσαν τη φύση, προσχώρησαν στις διάφορες σχολές του υλισμού» (στο ίδιο, σελ. 283). Το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στη νόηση και το Είναι προϋποθέτει και τη διευκρίνιση του χαρακτήρα της αμοιβαίας σχέσης ανάμεσα στο αντικείμενο και στο υποκείμενο της γνώσης. Η συνεπής επιστημονική λύση του βασικού προβλήματος της φιλοσοφίας δόθηκε από το μαρξισμό, που θεωρεί την ύλη ως αντικειμενική πραγματικότητα, η οποία υπάρχει έξω, πριν και ανεξάρτητα από τη συνείδηση, και βλέπει τη συνείδηση ως ιδιότητα της ύλης που έχει φτάσει σε υψηλό βαθμό οργάνωσης και επίσης χαρακτηρίζει την κοινωνική συνείδηση ως αντανάκλαση του κοινωνικού Είναι, δηλαδή, πριν απ' όλα της υλικής ζωής της κοινωνίας. Η μαρξιστική φιλοσοφία υπερασπίζεται και τεκμηριώνει την αρχή της γνωστικότητας του κόσμου, θεωρεί τις γνώσεις και τις έννοιες ως αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας (βλ. Βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας). Πίσω από τη σχέση νόησης και Είναι βρίσκεται, ουσιαστικά, η σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο εν γένει, που περικλείει μέσα του τον άνθρωπο ως τμήμα του με ψυχή και αυτοσυνείδηση. Ο μαρξισμός, για πρώτη φορά στην ιστορία της σκέψης, έδωσε επιστημονική λύση στο πρόβλημα της ουσίας του ανθρώπου ως συνόλου των κοινωνικών σχέσεων (βλ. Κ. Μαρξ, στο ίδιο, τ. 3, σελ. 3). Θεωρώντας τον άνθρωπο ως την υψηλότερη αξία, ως κέντρο του νοήματος της ιστορίας, η μαρξιστική φιλοσοφία προσεγγίζει τον άνθρωπο σφαιρικά και τον εννοεί σε συνάρτηση με την παραγωγική, επαναστατική και πνευματική δραστηριότητα που μεταμορφώνει τον κόσμο. Η γνώση του κόσμου από τον άνθρωπο, η συνειδητοποίηση της θέσης του σ' αυτόν, είναι μια κοινωνική διαδικασία που αναπτύσσεται πάνω στη βάση της κοινωνικοϊστορικής πρακτικής, η οποία αποτελεί την προϋπόθεση, το σκοπό και ένα από τα σπουδαιότερα αντικείμενα της φιλοσοφικής γνώσης. Με αυτή την έννοια η μαρξιστική θεωρία της γνώσης διαφέρει βαθιά από τη «ροβινσωνιάδα» της παλαιάς γνωσιολογίας, με το νατουραλισμό που τη διέκρινε, τη στενά ατομιστική προσέγγιση και τον αντιιστορισμό της. Ο μαρξισμός υπερνικά το χαρακτηριστικό για την προηγούμενη φιλοσοφία ρήγμα μεταξύ οντολογίας και γνωσιολογίας, περιλαμβάνοντας στις αρχές του το Είναι και τη νόηση στην ενότητα, αλλά όχι στην ταυτότητα τους: «...η αποκαλούμενη υποκειμενική διαλεκτική, η διαλεκτική νόηση, αποτελεί μόνο αντανάκλαση της κίνησης που κυριαρχεί σε όλη τη φύση...» (Ένγκελς Φ., στο ίδιο, τ. 20, σελ. 526), αντανάκλαση όχι απόλυτα ταυτόσημη, αλλά κατά προσέγγιση, που αναπτύσσεται και φέρει τη σφραγίδα μιας ορισμένης ιδιομορφίας της συνείδησης, του ενεργού δημιουργικού της χαρακτήρα. Σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό, η μαρξιστική φιλοσοφία αντιλαμβάνεται τη σφαίρα της νόησης όχι ως σφαίρα του καθαρού πνεύματος που αποσπάστηκε από τον κόσμο και κυριαρχεί πάνω του, αλλά σαν αντανάκλαση αυτού του κόσμου. ΓΓ αυτό, η ανάλυση της νόησης από την πλευρά του περιεχομένου της σημαίνει ταυτόχρονα ανάλυση της ίδιας της πραγματικότητας που συνιστά αυτό το περιεχόμενο, καθώς και της πρακτικής δράσης των ανθρώπων.

Η φιλοσοφία του μαρξισμού - λενινισμού είναι ο διαλεκτικός υλισμός και ο ιστορικός υλισμός, που αποτελεί μαζί του μιαν ενότητα. Η φιλοσοφία του μαρξισμού -λενινισμού περιλαμβάνει επίσης τα φιλοσοφικά προβλήματα της φυσιογνωσίας και της ψυχολογίας, την ηθική, την αισθητική, τον επιστημονικό αθεϊσμό και την ιστορία της φιλοσοφίας. Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της εφαρμογής του διαλεκτικού υλισμού στα φαινόμενα της ηθικής συνείδησης, στις νομοτέλειες ανάπτυξης της τέχνης, στην ανάπτυξη της φυσιογνωσίας, στην ιστορία της ανάπτυξης της φιλοσοφικής σκέψης. Η φιλοσοφία δεν είναι μόνο θεωρία της αντικειμενικής διαλεκτικής και λογική της επιστημονικής γνώσης, αλλά και γενική κοινωνιολογική, ηθική και αισθητική διδασκαλία.

 

Η ιστορία της προμαρξιστικής φιλοσοφίας.

 

Οι πρώτες φιλοσοφικές διδασκαλίες εμφανίστηκαν πριν 2500 χρόνια στην Ινδία (η βεδάντα και η αντιτιθέμενες σ' αυτήν λοκαγιάτα, γιανισμός, πρώιμη σαμκύα, βουδισμός κ.ά.), στην Κίνα (κομφουκιανισμός, μοϊσμός, λεγκισμός, ταοϊσμός) και στην Αρχαία Ελλάδα. Οι πρώιμες αρχαίες ελληνικές φιλοσοφικές διδασκαλίες είχαν αυθόρμητο - υλιστικό και απλοϊκό -διαλεκτικό χαρακτήρα. Από ιστορική άποψη, πρώτη μορφή της διαλεκτικής ήταν η αρχαία διαλεκτική με μεγαλύτερο εκπρόσωπο της τον Ηράκλειτο. Την «ατομική» παραλλαγή του υλισμού διατύπωσε ο Δημόκριτος, που τις ιδέες του τις ανέπτυξαν ο Επίκουρος και ο Λουκρήτιος. Αρχικά από τους ελεάτες και τους πυθαγόρειους και σε συνέχεια από το Σωκράτη διαμορφώθηκε ο ιδεαλισμός, που πρόβαλε ως κατεύθυνση αντίθετη στον υλισμό. Γενάρχης του αντικειμενικού ιδεαλισμού ήταν ο Πλάτων, που ανέπτυξε την ιδεαλιστική διαλεκτική των εννοιών. Η αρχαία φιλοσοφία έφθασε στο αποκορύφωμα της με τον Αριστοτέλη, που η διδασκαλία του, παρά τον ιδεαλιστικό της χαρακτήρα, περιείχε βαθιές υλιστικές και διαλεκτικές ιδέες.

Κύρια κατεύθυνση της μεσαιωνικής αραβικής φιλοσοφίας ήταν ο ανατολικός «περιπατητισμός» (βλ. Περιπατητική σχολή), που στα πλαίσια του ανέπτυξαν τις διδασκαλίες του οι Κίντι, Φαραμπί, Ιμπν Σίνα και Ιμπν Ρούσντ.

Με την εμφάνιση της φεουδαρχίας, κυρίαρχη κοσμοθεωρία στη Δυτική Ευρώπη έγινε ο χριστιανισμός. Πρώτο στάδιο της μεσαιωνικής χριστιανικής φιλοσοφίας ήταν η πατερική φιλοσοφία. Στη βάση της πατερικής φιλοσοφίας διαμορφώθηκε κατά τον 9ο - 12ο αι. ο σχολαστικισμός, ο οποίος ως σκοπό της φιλοσοφίας θεωρούσε τη στήριξη των θρησκευτικών δογμάτων. Κατά τον 11ο - 14ο αι. στη διαμάχη ανάμεσα στο ρεαλισμό (Άνσελμος του Καντέρμπουρι, Θωμάς Ακινάτης), που υποστήριζε ότι οι γενικές έννοιες υπάρχουν έξω από τον ανθρώπινο νου και πριν από τα εξατομικευμένα πράγματα, από τη μια, και το νομιναλισμό (Ροσελίνος, Ιωάννης Ντουνς Σκώτ, Όκκαμ), που παραδεχόταν την πραγματική ύπαρξη μόνο των ενικών πραγμάτων, από την άλλη, βρήκε την έκφραση της η πάλη μεταξύ της ιδεαλιστικής και της υλιστικής τάσης.

Η ανάπτυξη της υλικής παραγωγής και η όξυνση της ταξικής πάλης οδήγησαν στην ανάγκη της επαναστατικής αντικατάστασης της φεουδαρχίας από τον καπιταλισμό. Η ανάπτυξη της τεχνικής και της φυσιογνωσίας απαιτούσε την απαλλαγή της επιστήμης από τα δεσμά της θρησκευτικής - ιδεαλιστικής κοσμοθεωρίας. Το πρώτο πλήγμα στη θρησκευτική αντίληψη για τον κόσμο το κατέφεραν οι στοχαστές της εποχής της Αναγέννησης Κοπέρνικος, Μπρούνο, Γαλιλαίος, Μονταίν, Καμπανέλλα κ.ά. Οι ιδέες των στοχαστών της εποχής της Αναγέννησης αναπτύχθηκαν από τη φιλοσοφία των Νέων Χρόνων. Η πρόοδος της εμπειρικής γνώσης και της επιστήμης απαιτούσε την αντικατάσταση της σχολαστικής μεθόδου σκέψης με μια νέα μέθοδο που θα στρεφόταν στον πραγματικό κόσμο. Έτσι αναγεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν οι αρχές του υλισμού και στοιχεία της διαλεκτικής. Ωστόσο ο υλισμός εκείνης της εποχής ήταν γενικά μηχανιστικός και μεταφυσικός. Γενάρχης του υλισμού των Νέων Χρόνων είναι ο Φ. Μπέικον, που ανώτερο σκοπό της επιστήμης θεωρούσε την εξασφάλιση της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση. Ο Χομπς ήταν ο δημιουργός του πρώτου ολόπλευρου συστήματος μηχανιστικού υλισμού. Ενώ όμως ο Μπέικον και εν μέρει ο Χομπς επεξεργάστηκαν τη μέθοδο της εμπειρικής (δηλαδή της πειραματικής) μελέτης της φύσης, ο Ντεκάρτ, θεμελιωτής του ορθολογισμού, προσπάθησε να επεξεργαστεί μια καθολική μέθοδο για όλες τις επιστήμες. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του Ντεκάρτ είναι ο δυϊσμός της «σκεπτόμενης» και «έκτατης» ουσίας. Ο Σπινόζα αντιπαρέθεσε στο δυϊσμό του Ντεκάρτ τον υλιστικό μονισμό. Ο Λοκ ανέπτυξε την αισθησιοκρατική θεωρία της γνώσης (σενσουαλισμό). Ιδέες, αντίθετες προς τον υλισμό, αναπτύχθηκαν από τον υποκειμενικό ιδεαλισμό στις διάφορες παραλλαγές του (Μπέρκλεϋ και Χιουμ). Επίσης ο Λάιμπνιτς διατύπωσε μια αντικειμενική - ιδεαλιστική θεωρία, που εξέφρασε μια σειρά από βαθιές διαλεκτικές ιδέες. Το δεύτερο μισό του 18ου αι. ήταν μια εποχή απότομης όξυνσης της κρίσης της φεουδαρχίας στη Γαλλία, κρίσης που εξελίχθηκε σε αστική επανάσταση. Σπουδαιότατο ρόλο στην ιδεολογική της προετοιμασία έπαιξαν οι υλιστές φιλόσοφοι Λαμετρί, Χόλμπαχ, Ελβέτιος και Ντιντερό, οι οποίοι τάχθηκαν αποφασιστικά κατά της θρησκείας και του ιδεαλισμού. Ο γαλλικός υλισμός του 18ου αι. ήταν μεταφυσικός και μηχανιστικός. Ταυτόχρονα, η διδασκαλία του Ντιντερό περιείχε στοιχεία διαλεκτικής. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του γαλλικού υλισμού του 18ου αι. ήταν η απολυτοποίηση του ρόλου των ιδεών στην ανάπτυξη της κοινωνίας και η ιδεαλιστική αντίληψη της ιστορίας. Σπουδαιότατο στάδιο της ιστορίας της δυτικοευρωπαϊκής φιλοσοφίας αποτελεί η γερμανική κλασική φιλοσοφία (Καντ, Φίχτε, Σέλλινγκ, Χέγκελ), που ανέπτυξε την ιδεαλιστική διαλεκτική. Αποκορύφωση της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας ήταν η διαλεκτική του Χέγκελ που τον πυρήνα της αποτελεί η θεωρία για την αντίθεση και την ανάπτυξη. Ωστόσο, η διαλεκτική μέθοδος αναπτύχθηκε από το Χέγκελ σε αντικειμενική - ιδεαλιστική βάση. Οι κλασικοί του μαρξισμού - λενινισμού άσκησαν ολόπλευρη κριτική στον ιδεαλισμό και στις αντιδραστικές πλευρές των κοινωνιολογικών απόψεων του Χέγκελ, παράλληλα, όμως, εκτιμούσαν ιδιαίτερα τα έργα του, θεωρώντας τα μία από τις πηγές της δικής τους φιλοσοφίας. Κατά της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας και της θρησκείας τάχθηκε ο Φόιερμπαχ, που ανέπτυξε τη θεωρία του ανθρωπολογικού υλισμού. Ταυτόχρονα, ο υλισμός του Φόιερμπαχ, που άσκησε μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση των φιλοσοφικών αντιλήψεων του Μαρξ και του Ένγκελς, ήταν μεταφυσικός και θεωρησιακός.

Κατά το 18ο και το 19ο αι. αναπτυσσόταν εντατικά η προοδευτική υλιστική φιλοσοφική σκέψη στη Ρωσία. Οι ρίζες της ανάγονται στην ιστορική παράδοση του: υλισμού, γενάρχης της οποίας ήταν ο Λομονόσοφ και η οποία, αρχίζοντας από το Ραντίτστσεφ, εδραιώθηκε στην κοσμοθεωρία των προοδευτικών κοινωνικών παραγόντων της Ρωσίας. Οι επιφανείς ρώσοι υλιστές -Μπιελίνσκι, Χέρτσεν, Τσερνισέφσκι και Ντομπρολιούμποφ- έγιναν σημαιοφόροι της πάλης της ρωσικής επαναστατικής δημοκρατίας. Η ρωσική υλιστική φιλοσοφία των μέσων του 19ου αι. άσκησε έντονη κριτική στην ιδεαλιστική φιλοσοφία, και ιδιαίτερα στο γερμανικό ιδεαλισμό. Ο ρωσικός υλισμός του 19ου αι. επεξεργάστηκε την ιδέα της διαλεκτικής ανάπτυξης. Ωστόσο, στην αντίληψη της κοινωνικής ζωής δεν κατόρθωσε να υπερνικήσει τον ιδεαλισμό που χαρακτήριζε όλη την προμαρξιστική φιλοσοφία. Η φιλοσοφία των επαναστατών - δημοκρατών αποτέλεσε σπουδαίο βήμα στην παγκόσμια ανάπτυξη του υλισμού και της διαλεκτικής.

 

Η εμφάνιση και ανάπτυξη της μαρξιστικής φιλοσοφίας.

 

Ο μαρξισμός στο σύνολο του και η μαρξιστική φιλοσοφία ως συστατικό του μέρος εμφανίστηκαν κατά τη δεκαετία του 1840, όταν το προλεταριάτο πρόβαλε στον ιστορικό στίβο ως αυτοτελής πολιτική δύναμη. Η επεξεργασία της μαρξιστικής φιλοσοφίας καθορίστηκε από επιστημονικές - θεωρητικές, κοινωνικοοικονομικές και άμεσα πολιτικές αναγκαιότητες. Η εμφάνιση του μαρξισμού ήταν η επιστημονική απάντηση στα ερωτήματα που πρόβαλε ολόκληρη η πορεία ανάπτυξης της κοινωνικής πρακτικής και η λογική της κίνησης της ανθρώπινης γνώσης. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς, αφού ανέλυσαν βαθιά και ολόπλευρα την κοινωνική πραγματικότητα, με βάση την αφομοίωση και κριτική επεξεργασία κάθε θετικού στοιχείου που δημιουργήθηκε πριν απ' αυτούς στον τομέα της φιλοσοφίας, των κοινωνικών και φυσικών επιστημών, δημιούργησαν μια ποιοτικά νέα κοσμοθεωρία - την κοσμοθεωρία της εργατικής τάξης, που αποτέλεσε τη φιλοσοφική βάση της θεωρίας του επιστημονικού κομμουνισμού και της πρακτικής του επαναστατικού εργατικού κινήματος. Άμεσες ιδεολογικές πηγές της διαμόρφωσης του μαρξισμού ήταν οι κυριότερες φιλοσοφικές, οικονομικές και πολιτικές θεωρίες του τέλους του 18ου και του πρώτου μισού του 19ου αι. Στην ιδεαλιστική διαλεκτική του Χέγκελ ο Μαρξ και ο Ένγκελς αποκάλυψαν επαναστατικά στοιχεία - την ιδέα της ιστορικής ανάπτυξης και την αρχή της αντίθεσης ως κινητήριας δύναμης της. Σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση του μαρξισμού έπαιξε η υλιστική διδασκαλία του Φόιερμπαχ. Μία από τις πηγές του μαρξισμού ήταν οι ιδέες της κλασικής αστικής πολιτικής οικονομίας (Α. Σμιθ, Ντ. Ρικάρντο κ.ά.), τα έργα των ουτοπιστών -σοσιαλιστών (Σαιν - Σιμόν, Φουριέ, Ο ουεν κ.ά.) και των γάλλων ιστορικών της εποχής της Παλινόρθωσης (Ζ. Τιερρύ, Φ. Γκιζό, Φ. Μινιέ). Από την άποψη των φυσικών επιστημών προϋπόθεση της διαμόρφωσης της μαρξιστικής φιλοσοφίας ήταν τα επιτεύγματα της φυσιογνωσίας στα τέλη του 18ου και το 19ο αι. (η ανακάλυψη του νόμου της διατήρησης και μετατροπής της ενέργειας, η διατύπωση της θεωρίας της κυτταρικής δομής των οργανισμών,  η εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου). Γενίκευση της ανάπτυξης της κοινωνικής πρακτικής και της επιστημονικής γνώσης, η μαρξιστική φιλοσοφία αποτέλεσε μια γιγάντια επανάσταση στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης. Η ουσία και τα κυριότερα χαρακτηριστικά της επαναστατικής ανατροπής που πραγματοποιήθηκε από το Μαρξ και τον Ένγκελς στη φιλοσοφία, συνίστανται στη δημιουργία  της  επαναστατικής  κοσμοθεωρίας του προλεταριάτου, στην επέκταση του υλισμού στη γνώση της κοινωνίας, στην υλιστική τεκμηρίωση του αποφασιστικού ρόλου  της  κοινωνικής  πρακτικής στη γνώση, στην πραγματοποίηση της ενότητας θεωρίας και πράξης και, τέλος, στην οργανική συνένωση και στη δημιουργική επεξεργασία του υλισμού και της διαλεκτικής, πράγμα που οδήγησε στη δημιουργία της υλιστικής διαλεκτικής. Τεράστια κατάκτηση της ανθρώπινης σκέψης αποτελεί η διαμόρφωση του ιστορικού υλισμού, που μόνο κάτω από το φως του έγινε δυνατό να κατανοηθεί επιστημονικά ο ρόλος της κοινωνικής πρακτικής στη γνώση και στην ανάπτυξη της συνείδησης. Η καθιέρωση του κριτηρίου της πρακτικής στη θεωρία της γνώσης μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο σε σύνδεση με την επιστημονική εξήγηση των βάσεων και των - κύριων αντικειμενικών συνθηκών της ανθρώπινης κοινωνίας. Χαρακτηρίζοντας την ποιοτική διαφορά της φιλοσοφίας του μαρξισμού από τα προηγούμενα φιλοσοφικά συστήματα ο Λένιν έγραφε: «Η εφαρμογή της υλιστικής διαλεκτικής στην επανεπεξεργασία όλης της πολιτικής οικονομίας, από τη βάση της -στην ιστορία, στη φυσιογνωσία, στη φιλοσοφία, στην πολιτική και στην τακτική της εργατικής τάξης- να τι ενδιαφέρει, πριν απ' όλα, το Μαρξ και τον Ένγκελς, να το πιο ουσιαστικό και το πιο νέο που προσφέρουν, να σε τι συνίσταται το μεγαλοφυές βήμα που έκαναν στην ιστορία της επαναστατικής σκέψης» (Άπαντα, τ. 24, σελ. 264). Σπουδαίο ρόλο στην επεξεργασία των θέσεων της μαρξιστικής φιλοσοφίας, στην προπαγάνδιση και υπεράσπιση της, στην πάλη κατά της αστικής ιδεολογίας, έπαιξαν τα έργα των Πλεχανοφ, Λαμπριόλα, Μπέμπελ, Μέρινγκ, Λαφάργκ κ.ά.

Το νέο στάδιο της δημιουργικής ανάπτυξης της μαρξιστικής φιλοσοφίας συνδέεται με το όνομα του Λένιν, που επεξεργάστηκε το διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό με βάση την ανάλυση της εποχής του ιμπεριαλισμού και των προλεταριακών επαναστάσεων και τη γενίκευση των νεότερων επιτευγμάτων της φυσιογνωσίας. Ο Λένιν ανέπτυξε ολόπλευρα τη θεωρία της γνώσης του μαρξισμού - αποκάλυψε το διαλεκτικό χαρακτήρα της γνωστικής διαδικασίας, επεξεργάστηκε την αντίληψη για το ρόλο της πρακτικής στη γνώση, τη θεωρία της αλήθειας, περιλαμβανομένης της διαλεκτικής της απόλυτης και σχετικής αλήθειας. Ιδιαίτερη προσοχή έδωσε ο Λένιν στην ανάπτυξη της διαλεκτικής ως επιστημονικής μεθόδου για τη γνώση και το μετασχηματισμό του κόσμου. Ο Λένιν άσκησε ολόπλευρη κριτική στις νεότερες παραλλαγές του ιδεαλισμού, του αγνωστικισμού και της μεταφυσικής, καθώς και του αναθεωρητισμού σχετικά με το μαρξισμό και επεξεργάστηκε τη μέθοδο εφαρμογής της αρχής της κοματικότητας κατά την αξιολόγηση των φιλοσοφικών αντιλήψεων. Η υπεράσπιση της μαρξιστικής φιλοσοφίας από τον αναθεωρητισμό και την πίεση της αστικής ιδεολογίας και η δημιουργική ανάπτυξη της φιλοσοφίας, συνδέονταν στενότατα με την επεξεργασία, από το Λένιν, της θεωρίας της σοσιαλιστικής επανάστασης, της διδασκαλίας για το επαναστατικό κόμμα, για τη συμμαχία εργατικής τάξης και αγροτιάς, για το σοσιαλιστικό κράτος και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

Τα προβλήματα της μαρξιστικής - λενινιστικής φιλοσοφίας αναπτύχθηκαν στα ντοκουμέντα των συνεδρίων του ΚΚΣΕ, των ολομελειών της ΚΕ του ΚΚΣΕ και των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων των άλλων χωρών και στα έργα των μαρξιστών φιλοσόφων.

Η αστική φιλοσοφία από τα μέσα του 19ου και στον 20ό αι. Στην περίοδο 1840 - 1870 στην αστική φιλοσοφία της Δυτικής Ευρώπης σημειώθηκε η κατάρρευση των κλασικών μορφών του ιδεαλισμού. Ως αντίδραση στην ιδεαλιστική (κυρίως στη γερμανική κλασική) φιλοσοφία διαμορφώθηκε ο χυδαίος υλισμός (Μπύχνερ, Φοχτ, Μολεσότ), που είχε μεταφυσικό και μηχανιστικό χαρακτήρα. Απορρίπτοντας την ιδιομορφία της συνείδησης, ο χυδαίος υλισμός την ταύτιζε με την ύλη. Κατά το πρώτο μισό και τα μέσα του 19ου αι. εμφανίστηκε ο θετικισμός (Κοντ, Τζ. Σ. Μιλ, Σπένσερ), μια υποκειμενική - ιδεαλιστική κατεύθυνση, που αρνιόταν τον κοσμοθεωρητικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας. Ο Σοπενχάουερ ανέπτυξε την ανορθολογική αντίληψη που ανακήρυσσε τη βούληση ως ασυνείδητη αρχή, βάση του κόσμου. Ο συνεχιστής του Ε. Χάρτμαν επεξεργάστηκε μια βουλησιαρχική και πεσιμιστική αντίληψη του κόσμου. Κατά τις δεκαετίες του 1870 και 1880 διαμορφώθηκε ο νεοκαντιανισμός που διαδόθηκε στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αι. (Βίντελμπαντ, Ρίκκερτ, Νάτορπ, Κοέν, Κασσίρερ). Με το σύνθημα «Επιστροφή στον Καντ» οι νεοκαντιανοί ενίσχυσαν τις υποκειμενικές - ιδεαλιστικές τάσεις του καντιανισμού. Η κοινωνικο-ηθική θεωρία του νεοκαντιανισμού αποτέλεσε τη βάση του λεγόμενου ηθικού σοσιαλισμού και του ρεφορμισμού. Αρχίζοντας από τη δεκαετία του 1870 και μέχρι τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, συντελείται η διαμόρφωση των φιλοσοφικών βάσεων της ιδεολογίας του ιμπεριαλισμού. Μεγάλη επιρροή απέκτησε ο ενορατισμός (Μπερξόν, Λόσκι), που στην ορθολογική γνώση αντιπαρέθετε τη διαισθητική «κατανόηση» της ζωής. Αναγέννηση της θεωρησιακής φιλοσοφίας αποτέλεσε ο νεοχεγκελιανισμός (Μπράντλεϋ, Γκρίν, Ρόις, Κρότσε, Κρόνερ, Λίμπερτ) που πρόβαλε μια ανορθολογική ερμηνεία της διαλεκτικής του Χέγκελ. Επίσης διαδόθηκε ο μαχισμός (εμπειριοκριτικισμός), μια παραλλαγή του θετικισμού, που οι κύριοι εκπρόσωποι του Μαχ και Αβενάριους ανέπτυξαν την υποκειμενική - ιδεαλιστική αντίληψη της «κάθαρσης της εμπειρίας». Ερμηνεύοντας τη γνώση ως μέσο βιολογικής προσαρμογής στο περιβάλλον, οι στοχαστές αυτοί υποστήριζαν την αρχή της οικονομίας της νόησης, που είναι αντίθετη με την υλιστική θεωρία της αντανάκλασης. Στις αρχές του 20ού αι. σημαντική επιρροή απόκτησε ο πραγματισμός (Πηρς, Τζέημς, Ντιούι), που θεωρούσε ως αλήθεια την πρακτική ωφέλεια η οποία ανταποκρίνεται στα υποκειμενικά συμφέροντα του ατόμου. Στο μεταίχμιο του 19ου και του 20ού αι. διαδόθηκε η φιλοσοφία της ζωής, μια ανορθολογική - βουλησιαρχική κατεύθυνση (Νίτσε, Ντίλταϊ, Ζίμμελ) που έδινε ψυχολογική και υποκειμενική ερμηνεία στην έννοια «ζωή». Στη θεωρία του Νίτσε προσέγγιζε η ακραία ανορθολογική θεωρία του Σπένγκλερ. Μετά τη Μεγάλη Οκτωβριανή σοσιαλιστική επανάσταση άρχισε ένα νέο στάδιο εξέλιξης της αστικής φιλοσοφίας που συνδεόταν με τη γενική κρίση του καπιταλισμού. Τώρα εμφανίστηκαν νέα ρεύματα και σχολές που έθεσαν σαν σκοπό τους μια νέα θεμελίωση του ιδεαλισμού. Σημαντική επίδραση στην ιδεαλιστική φιλοσοφία του 20ού αι. άσκησε η φαινομενολογία (Χούσσερλ) που αρχικά προσπάθησε να μετατρέψει τη φιλοσοφία σε «αυστηρή επιστήμη». Αργότερα η φαινομενολογία εξελίχτηκε σε θεωρία του «ζωτικού κόσμου» που συγχωνεύεται με την ανορθολογική φιλοσοφία της ζωής (Σέλερ, ύστερος Χούσσερλ). Κατά τις δεκαετίες του 1910 και 1920 απόκτησε επιρροή ο νεορεαλισμός (Τζ. Ε. Μούρ, Ρ. Πέρρυ, Ε. Χόλτ, Ου. Μόντεγκυ), που, όπως και ο θετικισμός, προσπάθησε να συνεχίσει τη «μέση γραμμή» μεταξύ υλισμού και ιδεαλισμού. Η κοσμολογική κατεύθυνση στο νεορεαλισμό (Αλεξάντερ, Ουάιτχεντ, Σμετς) ανέπτυξε τη μεταφυσική θεωρία της αναδυόμενης εξέλιξης (βλ. Εξέλιξη αναδυόμενη), αντίθετης στη διαλεκτική - υλιστική θεωρία της ανάπτυξης. Κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930, ως αντίδραση στο νεορεαλισμό, εμφανίστηκε ο κριτικός ρεαλισμός (Σανταγιάνα, Τσ. Στρόνγκ, Ντ. Ντρέικ) που υποστήριζε ότι η διαδικασία της γνώσης συντελείται μέσω των «δεδομένων», που ερμηνεύονται ιδεαλιστικά (π.χ., στο Σανταγιάνα) σαν λογική ουσία των πραγμάτων.

Μία από τις κύριες κατευθύνσεις της αστικής φιλοσοφίας στο πρώτο μισό και στα μέσα του 20ού αι. ήταν ο νεοθετικισμός (Ράσσελ, Βίτγκενστάιν, Κάρναπ, Σλικ, Νόυρατ), ο οποίος, αρνούμενος στη φιλοσοφία τη δυνατότητα θεωρητικής γνώσης των κοσμοθεωρητικών προβλημάτων, αντιπαραθέτει την επιστήμη στη φιλοσοφία και περιορίζει το ρόλο της φιλοσοφίας στη λογική ανάλυση της γλώσσας των επιστημών. Οι εκπρόσωποι του νεοθετικισμού έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της σύγχρονης τυπικής λογικής, της σημειωτικής και της λογικής της επιστήμης. Ωστόσο, επειδή οι αφετηριακές του θέσεις είναι σαθρές (ιδεαλιστικός εμπειρισμός, φαινομεναλισμός), ο νεοθετικισμός δεν μπόρεσε να δώσει πραγματική λύση στα επίκαιρα φιλοσοφικά - μεθοδολογικά προβλήματα της επιστήμης. Βασικά ρεύματα του νεοετικισμού ήταν ο λογικός εμπειρισμός (Κάρναπ, Φ. Φρανκ, Ράιχενμπαχ), ο λογικός πραγματισμός (Κουάιν, Γκουντμαν) και η γλωσσολογική φιλοσοφία (ύστερος Βίτγκενστάιν, Ράιλ, Όστιν, Στρόσον, Ουίσντον) που υποκαθιστούσε τη φιλοσοφική έρευνα με την ανάλυση της γλώσσας. Σύγχρονη μορφή του νεοθετικισμού είναι η αναλυτική φιλοσοφία. Κατά το πρώτο μισό και τα μέσα του 20ού αι. ορισμένη επιρροή άσκησε ο περσοναλισμός (Μπερντιάγεφ, Μουνιέ, Ρ. Φλύελλινγκ), μια θρησκευτική - ιδεαλιστική κατεύθυνση, που θεωρούσε την προσωπικότητα ύψιστη πνευματική αξία και τον κόσμο εκδήλωση της ενεργητικότητας της «υπέρτατης προσωπικότητας», δηλαδή του θεού. Μία από τις κύριες κατευθύνσεις της αστικής φιλοσοφίας στα μέσα του 20ού αι. ήταν ο υπαρξισμός -σύγχρονη μορφή ανορθολογισμού, που αποτελούσε έκφραση της κρίσης που περνούσε η αστική κοινωνία. Κύριες τάσεις του ήταν ο «αθεϊστικός» υπαρξισμός (Σαρτρ, Καμύ, πρώιμος Χάιντεγκερ) και ο θρησκευτικός υπαρξισμός (Μαρσέλ, Γιάσπερς, Μπούμπερ). Απορρίπτοντας την επιστημονική φιλοσοφία, ο υπαρξισμός πρόβαλλε σε πρώτο επίπεδο το πρόβλημα του ανθρώπου, θεωρώντας τον όχι ως φυσικό και κοινωνικό ον, αλλά ως πνευματική ύπαρξη - ως δυνατότητα «ύπαρξης» που υλοποιείται στην πράξη της απόλυτα ελεύθερης επιλογής. Η επικρατέστερη τάση της σύγχρονης θρησκευτικής φιλοσοφίας είναι ο νεοθωμισμός (Μαριτέν, Ζιλσόν, Μποχένσκι), η κύρια φιλοσοφική διδασκαλία του καθολικισμού. Ο νεοθωμισμός αποτελεί θεολογική μορφή του σύγχρονου αντικειμενικού ιδεαλισμού. Φιλοσοφία του είναι η μεταφυσική, που αναβιώνει τις βασικές αρχές της μεσαιωνικής διδασκαλίας του Θωμά του Ακινάτη. Βασιζόμενος στην αρχή της «αρμονίας λόγου και πίστης», ο νεοθωμισμός προβάλλει τη θρησκευτική ερμηνεία των σύγχρονων επιστημονικών θεωριών.

Κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970 κατευθύνσεις της αστικής φιλοσοφίας, όπως ο πραγματισμός, η φαινομενολογία, ο υπαρξισμός και ο νεοθετικισμός, χάνουν βαθμιαία την επιρροή τους. Σε πρώτο επίπεδο εμφανίζονται η ανθρωπολογική φιλοσοφία, η ερμηνευτική, ο στρουκτουραλισμός, η σχολή της Φρανκφούρτης, ο κριτικός ορθολογισμός, που προσπαθούν με την αλλαγή της προβληματικής και των μεθόδων έρευνας να υπερνικήσουν την κρίση που διέρχεται η δυτική φιλοσοφική σκέψη. Η φιλοσοφική ανθρωπολογία (Πλέσνερ, Γκέλεν, Ε. Ρότχακκερ, Μ. Λάντμαν) αυτοανακηρύσσεται σε βασικό φιλοσοφικό κλάδο και διεκδικεί τη φιλοσοφική ερμηνεία των επιστημονικών γνώσεων για τον άνθρωπο. Ωστόσο, οι εκπρόσωποι της δεν κατόρθωσαν να δημιουργήσουν μια ολοκληρωμένη αντίληψη του ανθρώπου, γιατί αγνόησαν την κοινωνική του ουσία. Οι εκπρόσωποι της φιλοσοφικής ερμηνευτικής (Ε. Μπέττι, Γκάνταμερ, Ρίκερ) βλέπουν σ' αυτή όχι μόνο μία μέθοδο των κοινωνικών επιστημών, αλλά και έναν τρόπο ερμηνείας της πολιτιστικής - ιστορικής κατάστασης και του Είναι. Θεωρώντας το πρόβλημα της γλώσσας βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας, απορρίπτουν την αντικειμενική επιστημονική γνώση, έχοντας απεριόριστη εμπιστοσύνη στις έμμεσες μαρτυρίες της συνείδησης που ενσαρκώνονται στη γλώσσα. Το στρουκτουραλισμό (Λεβί - Στρός, Λακάν, Φουκώ), ως φιλοσοφικό ρεύμα, τον χαρακτηρίζει η απολυτοποίηση της δομικής μεθόδου και των γλωσσικών δομών. Η προσπάθεια να αποκαλυφθεί η καθολική δομή της κοινωνικής πραγματικότητας και της ανθρώπινης νόησης μετεξελίσσεται στους στρουκτουραλιστές σε αναζήτηση μεταφυσικών ουσιών. Η σχολή της Φρανκφούρτης (βλ. Φρανκφούρτης σχολή) (Χορκχάιμερ, Αντόρνο, Μαρκούζε, Χάμπερμας) θεωρεί ότι το βασικό καθήκον της φιλοσοφικής γνώσης συνίσταται στην «ολική» κριτική της επιστημονικής γνωστικής διαδικασίας, των κοινωνικών θεσμών και της κουλτούρας και απορρίπτει τη δυνατότητα να υπάρξει μια συστηματική φιλοσοφία. Στο δόγμα της σχολής της Φρανκφούρτης η υποκειμενιστική κριτική υποκαθιστά την πρακτική. Ο κριτικός ορθολογισμός (Πόππερ, Λάκατος, 'Αλμπερτ, Φάυεραμπεντ), που διαμορφώνει τη θεωρία του στη βάση των προβλημάτων της ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης, δεν αναγνωρίζει στη φιλοσοφία δική της μέθοδο έρευνας. Οι εκπρόσωποι του θεωρούν ότι έργο της φιλοσοφίας είναι η λεγόμενη ορθολογική κριτική (που δανείστηκε από την επιστήμη), πράγμα που, στην ουσία, σημαίνει απόρριψη της φιλοσοφικής θεωρίας και κοσμοθεωρίας.

Η σύγχρονη αστική φιλοσοφία αποτελεί έκφραση των βαθιών αντιθέσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας της τελευταίας περιόδου. Η γενική κρίση του καπιταλισμού καθόρισε και την κρίση της αστικής φιλοσοφίας, ως θεωρητικής βάσης της αστικής ιδεολογίας. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αστικής φιλοσοφίας του 20ού αι. είναι: ο ιδεαλισμός και η μεταφυσική, η ανορθολογική παραποίηση της διαλεκτικής, η άρνηση της κοσμοθεωρητικής σημασίας της επιστήμης, η πρόσδοοη στην εικόνα του κόσμου θρησκευτικής χροιάς, ο εκλεκτισμός και οι προσπάθειες «άρσης» της αντίθεσης υλισμού και ιδεαλισμού. Επειδή ήταν σαθρές οι αφετηριακές τους βάσεις -και κυρίως εξαιτίας του ιδεαλισμού και της απόρριψης της διαλεκτικής- τα πολυάριθμα ρεύματα και οι σχολές της αστικής φιλοσοφίας δεν μπόρεσαν να δώσουν μια επιστημονική ανάλυση της ουσίας και των νομοτελειών της σύγχρονης εποχής, να λύσουν τα επίκαιρα προβλήματα του Είναι, της γνώσης και της κοινωνίας. Στηριζόμενη στα επιτεύγματα της κοινωνικής πρακτικής και της επιστήμης, η μαρξιστική - λενινιστική φιλοσοφία διεξάγει ανειρήνευτο αγώνα με όλα τα είδη του σύγχρονου ιδεαλισμού και της μεταφυσικής.

Η Θέση και ο ρόλος της μαρξιστικής - λενινιστικής φιλοσοφίας στο σύστημα της επιστημονικής γνώσης. Η ιστορική πείρα δείχνει ότι η φιλοσοφία πρέπει να στηρίζεται απαραίτητα στο σύνολο των ανθρώπινων γνώσεων και ότι όλοι οι μεγάλοι στοχαστές του παρελθόντος βρίσκονταν στο ύψος της επιστήμης του καιρού τους. Πολλές θεμελιακές θέσεις της σύγχρονης επιστήμης είχαν διατυπωθεί από τη φιλοσοφία: η ατομική θεωρία, η ιδέα της αντανάκλασης, η θέση για τη διατήρηση της ποσότητας της κίνησης, η αρχή της αιτιοκρατίας, η ιδέα της ανάπτυξης κ.λπ. Στις αρχές του 20ού αι. ο Λένιν διατύπωσε τη σπουδαιότατη για τη σύγχρονη φυσιογνωσία αρχή του ανεξάντλητου της ύλης. Σε στενή σύνδεση με τη φιλοσοφία πραγματοποιείται η επεξεργασία των σύγχρονων θεωριών του χώρου και του χρόνου, των αρχών της διατήρησης κ.ά. Με τη σειρά της, η πρόοδος της επιστήμης πλούτιζε και πλουτίζει τη φιλοσοφία. Όλες οι μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις συνέβαλαν στην ανάπτυξη της φιλοσοφικής κοσμοθεωρίας, σήμαιναν πρόοδο στον τομέα των μεθόδων σκέψης. Η δημιουργία του μαρξισμού - λενινισμού άλλαξε ριζικά τόσο την κατανόηση των κοινωνικών διαδικασιών, όσο και ολόκληρο το σύστημα της επιστημονικής σκέψης.

Η γνήσια επιστημονική φιλοσοφία δεν υποκαθιστά τις επιμέρους επιστήμες, αλλά μόνο τις εξοπλίζει με την κοσμοθεωρία, με τη γενική μέθοδο γνώσης και με τη θεωρία της νόησης, χάρη στις οποίες κατέχει νευραλγική θέση στο σύστημα των επιστημών. Η περιοχή όπου εφαρμόζονται οι μέθοδοι των επιμέρους επιστημών περιορίζεται στα πλαίσια του αντικειμένου της δεδομένης επιστήμης. Αντίθετα, οι μέθοδοι της φιλοσοφίας έχουν καθολικό χαρακτήρα. Όμως, στους ειδικούς τομείς της γνώσης αυτές οι μέθοδοι δεν εφαρμόζονται άμεσα, αλλά ύστερα από την επεξεργασία τους σε ένα σύστημα θέσεων, που είναι εφαρμόσιμες στο ειδικό υλικό της αντίστοιχης επιστήμης. Η ανάπτυξη της σύγχρονης επιστήμης δείχνει ότι η καταλληλότερη και καθολική μέθοδος γΓ αυτή είναι η υλιστική διαλεκτική. Ο υλισμός ωθεί προς την αναζήτηση πραγματικών βάσεων για όλα τα δημιουργήματα της θεωρητικής σκέψης, ενώ η διαλεκτική επιτρέπει στον ερευνητή να διεισδύσει βαθύτερα στην ουσία των πραγμάτων. «... Η διαλεκτική αποτελεί για τη σύγχρονη φυσιογνωσία τη σπουδαιότερη μορφή σκέψης, γιατί μόνο αυτή αποτελεί ανάλογο και ταυτόχρονα μέθοδο εξήγησης των διαδικασιών ανάπτυξης που συντελούνται στη φύση, των καθολικών συσχετισμών στη φύση, των μεταβάσεων από τον ένα τομέα έρευνας στον άλλο» (Ένγκελς Φ., βλ. Μαρξ Κ. και Ένγκελς Φ., Άπαντα, τ. 20, σελ. 367). Απομόνωση των επιμέρους επιστημών από τη φιλοσοφία σημαίνει καταδίκη των επιστημόνων σε παραίτηση από τις κοσμοθεωρητικές και τις γενικές μεθοδολογικές αρχές της έρευνας. Η συνειδητή συμμετοχή στη φιλοσοφική παιδεία επιτρέπει στον ειδικό να απαλλαγεί από τη μονομέρεια κατά την έρευνα του αντικειμένου, μονομέρεια που είναι ιδιαίτερα αρνητική στις συνθήκες της σύγχρονης εξειδικευμένης επιστημονικής δραστηριότητας. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην επιστήμη του 20ού αι., όπου η φυσιογνωσία δέχεται την τεράστια επίδραση ενοποιητικών τάσεων που εκφράστηκαν, π.χ., κατά την εμφάνιση της κυβερνητικής και εκδηλώθηκαν με τις προσπάθειες δημιουργίας μιας γενικής θεωρίας των στοιχειωδών σωματίων μιας γενικής θεωρίας της βιολογικής εξέλιξης, μιας γενικής θεωρίας των συστημάτων, κ.λπ. Γενικεύσεις παρόμοιου επιπέδου είναι αδύνατες χωρίς την ύπαρξη σοβαρού φιλοσοφικού υπόβαθρου.

Στη σύγχρονη επιστημονική γνώση αποκτά όλο και πιο σπουδαία σημασία η μεθοδολογική προβληματική - η ανάλυση του λογικού μηχανισμού, των τύπων και τρόπων διαμόρφωσης της θεωρίας, οι αλληλεπιδράσεις των εμπειρικών και θεωρητικών επιπέδων της γνώσης, των αρχικών εννοιών και αξιωμάτων της επιστήμης κ.λπ. Όλα αυτά τα προβλήματα έχουν φιλοσοφικό χαρακτήρα και απαιτούν τη συνένωση των προσπαθειών των φιλοσόφων και των εκπροσώπων των φυσικών και κοινωνικών επιστημών. Η θέση της φιλοσοφίας στην επιστημονική γνώση δεν καθορίζεται από τα πλαίσια της μεμονωμένης εμπειρίας, αλλά από τη συνολική ανάπτυξη της επιστήμης και της επιστημονικής πρακτικής, και εκδηλώνεται με τη διατύπωση και θεμελιακή τεκμηρίωση υποθέσεων, με τη δημιουργία θεωριών, την αποκάλυψη και την άρση των εσωτερικών τους αντιφάσεων, την αποκάλυψη της ουσίας των αρχικών εννοιών της επιστήμης, τη μελέτη των θεμελιακών νέων γεγονότων και των συμπερασμάτων που απορρέουν απ αυτά, την επεξεργασία ερμηνευτικών μεθόδων κ.λπ. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος της φιλοσοφικής ανάλυσης σε περιόδους κρίσης και επαναστάσεων στην επιστήμη, που εκφράζουν τη διαλεκτική πορεία της γνώσης. Σε παρόμοιες περιπτώσεις, που την ουσία τους αποτελεί η αντίφαση ανάμεσα στο διαμορφωμένο σύστημα εννοιών και στα νέα γεγονότα, η έξοδος από την κρίση είναι δυνατή μόνο με την προσφυγή στα φιλοσοφικά θεμέλια της αντίστοιχης επιστήμης. Η μαρξιστική - λενινιστική φιλοσοφία μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τη νομοτελειακή σχέση της ανάπτυξης της φυσιογνωσίας με τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής και την κοινωνική σημασία των επιστημονικών ανακαλύψεων και των εφαρμογών τους. Στις συνθήκες της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης και των γιγάντιων κοινωνικών αλλαγών, μπροστά στην ανθρωπότητα ορθώνονται οξύτατα κοινωνικά προβλήματα, στα οποία μπορεί να δώσει τεκμηριωμένη απάντηση μόνο η μαρξιστική - λενινιστική φιλοσοφία. Σε μια περίοδο έντονης ιδεολογικής πάλης, οι εκπρόσωποι των ειδικών τομέων της γνώσης, που δεν είναι εξοπλισμένοι με επιστημονική κοσμοθεωρία και μέθοδο, αποδεικνύονται συχνά ανίσχυροι μπροστά στην πίεση της αστικής ιδεολογίας. Για να αντιμετωπίσει με επιτυχία την πίεση αυτή, ο επιστήμονας «... πρέπει να είναι ένας σύγχρονος υλιστής, συνειδητός οπαδός εκείνου του υλισμού που εκπροσωπείται από το Μαρξ, δηλαδή πρέπει να είναι ένας διαλεκτικός υλιστής» (Λένιν Β. Ι., Άπαντα, τ. 45, σελ. 30).

Η μαρξιστική - λενινιστική φιλοσοφία αποτελεί κοσμοθεωρητική και μεθοδολογική βάση όλης της κοινωνικής γνώσης και εξοπλίζει την κοινωνική σκέψη με την κατανόηση των γενικών νομοτελειών ανάπτυξης της ανθρωπότητας.

Η μαρξιστική - λενινιστική φιλοσοφία και πολιτική. Η φιλοσοφία υπήρξε πάντα ένα από τα κύρια όπλα της ιδεολογικής πάλης των διάφορων κοινωνικών ομάδων, στίβος θεωρητικών συγκρούσεων των πολιτικών κομμάτων. Από την ίδια την ουσία και τη λειτουργία της η κοσμοθεωρία έχει ταξικό και, επομένως, κομματικό χαρακτήρα. Όποια είναι η κοινωνική τάξη, όποια είναι η κατάσταση και η θέση της στο σύστημα των κοινωνικών σχέσεων και η συνακόλουθη ιστορική αποστολή της, τέτοια είναι και η φιλοσοφική της κοσμοθεωρία.

Η πάλη των τάξεων στην ιστορία εκφράζεται στην πάλη των κοσμοθεωριών και αποκτά ιδιαίτερη οξύτητα σε περιόδους απότομης καμπής της ιστορίας. Και σ' αυτές ακριβώς τις περιόδους αυξάνεται ιδιαίτερα η ανάγκη για φιλοσοφική κατανόηση των κοινωνικών διαδικασιών, οξύνεται η πάλη ανάμεσα στις δυνάμεις της προόδου και τις δυνάμεις της αντίδρασης, όχι μόνο στον τομέα της πολιτικής και της οικονομίας, αλλά και στον τομέα της ιδεολογίας και της φιλοσοφίας. Έτσι την εποχή της Αναγέννησης, απέναντι στη θρησκευτική κοσμοθεωρία ορθώθηκαν οι ιδέες του φιλοσοφικού υλισμού και του ουμανισμού, ενώ η επανάσταση στα μυαλά των ανθρώπων, που είχε πραγματοποιηθεί από τους ιδεολόγους της διαμορφωμένης αστικής τάξης, αποτελούσε τον πρόλογο της κοινωνικής επανάστασης. Η φιλοσοφία των γάλλων διαφωτιστών υπήρξε η ιδεολογική προϋπόθεση της Μεγάλης Γαλλικής επανάστασης. Η μαρξιστική - λενινιστική κοσμοθεωρία βρήκε την πολύμορφη πρακτική της ενσάρκωση σε μια ολόκληρη σειρά σοσιαλιστικών, λαϊκοδημοκρατικών και εθνικοαπελευθερωτικών επαναστάσεων. Ο ιδεολογικός ρόλος της φιλοσοφίας αυξήθηκε ιδιαίτερα στη σύγχρονη εποχή, όταν η πάλη ανάμεσα στην κομμουνιστική και την αστική κοσμοθεωρία απόκτησε τεράστια σημασία.

Η κοινωνικοπολιτική σημασία της μαρξιστικής - λενινιστικής φιλοσοφίας καθορίζεται από το γεγονός ότι η φιλοσοφία αυτή αποτελεί τη θεωρητική βάση της κοσμοθεωρίας του προλεταριάτου και αποδεικνύει επιστημονικά το αναπόφευκτο του τέλους του καπιταλισμού και της νίκης του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Μόνο η μαρξιστική - λενινιστική κοσμοθεωρία, που μετέτρεψε το σοσιαλισμό από ουτοπία σε επιστήμη, έδειξε στο προλεταριάτο και στο κόμμα του το μοναδικά σωστό δρόμο της πάλης για την οικοδόμηση του κομμουνισμού. Ο ενεργός αυτός χαρακτήρας της μαρξιστικής φιλοσοφίας απορρέει από όλες τις αρχές της, οι οποίες αντανακλούν σωστά τη ζωή στη δυναμική και την προοπτική της. Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας οδηγεί σε ορισμένα πολιτικά συμπεράσματα: ο δρόμος για την εξάλειψη των δεινών της κοινωνίας βρίσκεται στην αλλαγή του κοινωνικού Είναι. Η ίδια η ιδέα της προλεταριακής επανάστασης συνδέεται στενά με τη διαλεκτική προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων: η υλιστική διαλεκτική απορρίπτει κάθε τι το αποστεωμένο, το συντηρητικό, το παρακμασμένο, αναγνωρίζει και υποστηρίζει την αδιάκοπη προοδευτική κίνηση και την επαναστατική πάλη για το μετασχηματισμό του κόσμου. Η μαρξιστική φιλοσοφία αποτελεί την κοσμοθεωρητική και μεθοδολογική βάση του προγράμματος, της στρατηγικής και τακτικής και της πολιτικής των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων. Η πολιτική γραμμή του μαρξισμού πάντοτε και σε όλα τα ζητήματα «... συνδέεται άρρηκτα με τις φιλοσοφικές του βάσεις» (Λένιν Β. Ι., στο ίδιο, τ. 17, σελ. 418). Η μαρξιστική - λενινιστική αρχή της ενότητας φιλοσοφίας και πολιτικής προσανατολίζει στη συνειδητοποίηση της βαθιάς σχέσης των δύο αυτών τομέων. Ταυτόχρονα, είναι ασυμβίβαστη με τις εκχυδαϊστικές απόπειρες συγχώνευσης της φιλοσοφίας με την τρέχουσα πολιτική. Στην ιδέα της «μη - κομματικότητας», που αυτή καθαυτή δεν είναι καθόλου μη - κομματική, ο μαρξισμός αντιπαραθέτει ανοιχτά τη θεμελιακή λενινιστική αρχή της κομματικότητας. Ο Λένιν υπογράμμιζε ότι «αμερόληπτη» κοινωνική επιστήμη δεν μπορεί να υπάρξει σε μια κοινωνία που βασίζεται στην ταξική πάλη: «... ο υλισμός εμπεριέχει, θα λέγαμε, την κομματικότητα και επιβάλλει σε κάθε αξιολόγηση ενός γεγονότος να ταχθεί κανείς ανοιχτά και καθαρά με την άποψη μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας» (στο ίδιο, τ. 1, σελ. 418 - 19).

Βάση της ενότητας της κομματικότητας και της επιστημονικότητας της μαρξιστικής - λενινιστικής φιλοσοφίας είναι η σύμπτωση των ταξικών συμφερόντων του προλεταριάτου με την πραγματική λογική της ιστορίας, άρα και με τα συμφέροντα ολόκληρης της προοδευτικής ανθρωπότητας. Μόνο η συνεπής επιστημονική προσέγγιση της πραγματικότητας ανταποκρίνεται στα συμφέροντα της εργατικής τάξης και της επιτρέπει να στηρίζει την πρακτική και την πολιτική της δράση στα στέρεα θεμέλια της επιστήμης. Η κομματικότητα της μαρξιστικής φιλοσοφίας συνίσταται: στη συνεπή εφαρμογή της υλιστικής γραμμής· στην πάλη κατά του ιδεαλισμού, της μεταφυσικής, του μυστικισμού και όλων των μορφών του αγνωστικισμού και του ανορθολογισμού· στην ανάδειξη της κοινωνικής - ταξικής τους ρίζας και στην αποκάλυψη των αντιδραστικών πολιτικών συμπερασμάτων που προκύπτουν από τη δράση τους. Παράλληλα, όπως υπογράμμιζε ο Λένιν, η μαρξιστική κομματικότητα απαιτεί την αφομοίωση και την κριτική επεξεργασία των επιτευγμάτων που πραγματοποιούν οι αστοί επιστήμονες (βλ. στο ίδιο, τ. 18, σελ. 364).

Στη σύγχρονη εποχή διευρύνθηκε και περιπλέχθηκε με πρωτοφανή τρόπο ο χαρακτήρας των πρακτικών, θεωρητικών, ιδεολογικών και πολιτικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η κοινωνία.· Αυτό προκαλεί την αύξηση του κοινωνικού ρόλου της μαρξιστικής - λενινιστικής φιλοσοφίας. Ένα από τα κεντρικά καθήκοντα της είναι η επεξεργασία της θεωρίας της υλιστικής διαλεκτικής, των αρχών, των νόμων και των κατηγοριών της. Ιδιαίτερα επίκαιρα είναι τα προβλήματα της διαλεκτικής των διάφορων πεδίων της αντικειμενικής πραγματικότητας και πριν απ' όλα της διαλεκτικής των κοινωνικών διαδικασιών. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η μελέτη των μεθοδολογικών προβλημάτων των φυσικών και των κοινωνικών επιστημών. Με την ανάλυση της διαλεκτικής της κοινωνικής ανάπτυξης συνδέεται άρρηκτα η επεξεργασία των προβλημάτων του ιστορικού υλισμού. Σημαντικές κατευθύνσεις στον τομέα αυτό της έρευνας είναι: η περαιτέρω επεξεργασία της θεωρίας της αναπτυγμένης σοσιαλιστικής κοινωνίας, η ανάλυση της διαλεκτικής της ανάπτυξης του παγκόσμιου συστήματος του σοσιαλισμού, της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας, των νομοτελειών και ιδιομορφιών της σύγχρονης ταξικής πάλης στο διεθνή στίβο. Ένα ευρύ φάσμα προβλημάτων συνδέεται με την εξέταση, από τη σκοπιά της φιλοσοφίας, της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης και των κοινωνικών συνεπειών της. Ιδιαίτερη επικαιρότητα αποκτά η φιλοσοφική ανάλυση των προβλημάτων του ανθρώπου και της κομμουνιστικής διαπαιδαγώγησης. Η μαρξιστική - λενινιστική φιλοσοφία μετέχει ενεργά στη σύγχρονη ιδεολογική πάλη, ασκεί επιθετική κριτική στις αστικές θεωρίες, στο ρεφορμισμό και τον αναθεωρητισμό. Καμιά θεωρία των φυσικών επιστημών, καμιά επιστημονική ανακάλυψη σχετικά με τη φύση, καμιά εφεύρεση στην τεχνολογία δεν άσκησε τέτοια επαναστατική -μεταμορφωτική επίδραση στις τύχες της ανθρωπότητας, όπως αυτή που άσκησε ο μαρξισμός. Η βαθιά αφομοίωση της μαρξιστικής - λενινιστικής φιλοσοφίας εξυψώνει το ιδεολογικό - θεωρητικό επίπεδο των εργαζομένων, συμβάλλει στη συσπείρωση τους κάτω από τη μεγάλη σημαία της μαρξιστικής - λενινιστικής κοσμοθεωρίας, που ανοίγει ξεκάθαρες προοπτικές και εμπνέει στις μάζες των εργαζομένων την πεποίθηση για το θρίαμβο του κομμουνισμού.

Βλ. Μαρξισμός - λενινισμός, Διαλεκτικός υλισμός, Ιστορικός υλισμός, Διαλεκτική, Επιστημονικός κομμουνισμός, Θεωρία της γνώσης, Επιστήμη, Κοινωνιολογία, Ηθική, Αισθητική.

 


 

Πηγές:

§  Μαρξ Κ. και Ένγκελς Φ., Η γερμανική ιδεολογία, Άπαντα, τ. 3'

§  Μαρξ Κ., Θέσεις για το Φόιερμπαχ, στο ίδιο· του ίδιου, Η αθλιότητα της φιλοσοφίας, στο ίδιο, τ. Α

§  Ένγκελς Φ., Αντί - Ντύρινγκ, στο ίδιο τ. 20' του ίδιου, Η διαλεκτική της φύσης, στο ίδιο' του ίδιου, Ο Λ.  Φόιερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, στο ίδιο, τ. 21

§  Λένιν Β. Ι., Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός, Άπαντα, τ. 18' του ίδιου, Φιλοσοφικά τετράδια, στο ίδιο, τ. 291 του ίδιου Για τη σημασία του μαχόμενου υλισμού, στο ίδιο, τ. 45'

§  Πλεχάνοφ Γκ. Β., Επιλογή φιλοσοφικών έργων, τ. 1 -5, Μ., 1956 - 58' Ιστορία της φιλοσοφίας, Μ., 1940 - 43· Ιστορία της φιλοσοφίας, τ. 1 - 6, Μ., 1957 - 65'

§  Φιλοσοφική εγκυκλοπαίδεια, τ. 1 -5, Μ., 1960 - 70-

§  Ανθολογία της παγκόσμιας φιλοσοφίας, τ. 1 - 4, Μ., 1969 - 72'

§  Κέντροφ Μπ. Μ., Η ενότητα της διαλεκτικής, της λογικής και της θεωρίας της γνώσης, Μ., 1963-

§  Οϊζερμάν Τ. Ι., Οι κύριες φιλοσοφικές κατευθύνσεις, Μ., 1971

§  Φεντοσέγεφ Π. Ν., Κομμουνισμός και φιλοσοφία, Μ., 1971· του ίδιου, Ο μαρξισμός στον 20ό αι. Μαρξ,  Ένγκελς, Λένιν και σύγχρονη εποχή, Μ., 1977' Φιλοσοφία και σύγχρονη εποχή [Συλ. άρθρων], Μ., 1971· Ιστορία της μαρξιστικής διαλεκτικής, Μ., 1971' Φιλοσοφία. Μεθοδολογία. Επιστήμη, Μ., 1972- Η φιλοσοφία στο σύγχρονο κόσμο. Φιλοσοφία και επιστήμη, Μ., 1972'

§  Κόπνιν Π. Β., Διαλεκτική, λογική, επιστήμη. [Συλ. άρθρων], Μ., 1973· Ιστορία της μαρξιστικής διαλεκτικής. Το λενινιστικό της στάδιο, Μ., 1973' Η θεωρητική κληρονομιά του Β. Ι. Λένιν και η σύγχρονη φιλοσοφική επιστήμη,  Μ., 1974·Η αστική φιλοσοφία του 20ού αι., Μ., 1974·

§  Ιλιτσόφ Λ. Φ., Φιλοσοφία και επιστημονική πρόοδος, Μ., 1977' Η αστική φιλοσοφία στις παραμονές και στην αρχή του ιμπεριαλισμού, Μ., 1977' Η σύγχρονη αστική φιλοσοφία, Μ., 1978·

§  Μπάμπουσκιν Β. Ου., Για τη φύση της φιλοσοφικής γνώσης, Μ., 1978'

§  Μίτιν Μ. Μπ., Φιλοσοφία και κοινωνική πρόοδος. Ανάλυση των σύγχρονων αστικών θεωριών της κοινωνικής προόδου, Μ., 1979' Υλιστική διαλεκτική. Σύντομο δοκίμιο της θεωρίας, Μ., 1980'

§  Οι βάσεις της μαρξιστικής - λενινιστικής φιλοσοφίας, Μ., 1980'

§  Σύντομο δοκίμιο της ιστορίας της φιλοσοφίας, Μ., 1981'

§  Η υλιστική διαλεκτική ως γενική θεωρία της ανάπτυξης, τ. 1 - 2, Μ., 1982'

 



[1]     Πηγή: Ηλιτσεφ-Φεντοσέγιεφ: «Φιλοσοφικό Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό», Τόμος Πέμπτος, Λήμμα Φιλοσοφία, Εκδ. Καπόπουλος, Αθήνα 1986.