Glossary of Marxist Philosophy

 

Αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και τη χειρωνακτική εργασία[1]

 

Αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και τη χειρωνακτική εργασία. Η αντίθεση των συμφερόντων μεταξύ των ανθρώπων που ασχολούνται με τη σωματική εργασία και εκείνων που ασχολούνται με την πνευματική. Η αντίθεση αυτή εμφανίστηκε σ' εκείνη τη βαθμίδα ανάπτυξης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, όταν εδραιώθηκε η κυριαρχία της ατομικής ιδιοκτησίας και παρουσιάστηκαν οι ανταγωνιστικές τάξεις, δηλαδή στην περίοδο διαμόρφωσης του δουλοκτητικού καθεστώτος. Η γενική αιτία της εμφάνισης και της ύπαρξης της αντίθεσης ανάμεσα στην πνευματική και τη σωματική εργασία είναι η σχετική υπανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που αφορά ολόκληρη την ανταγωνιστική περίοδο της ιστορίας της ανθρώπινης κοινωνίας. Το γεγονός αυτό έκανε αναπόφευκτο έναν τέτοιο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, κατά τον οποίο η πλειοψηφία του πληθυσμού να ασχολείται με τη σωματική εργασία, ενώ ένα μικρό τμήμα της κοινωνίας, που ανήκει στην κυρίαρχη τάξη, να καθοδηγεί τους εργάτες και να ασχολείται με τις κρατικές υποθέσεις, την επιστήμη και την τέχνη.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς υπογράμμιζαν ότι «ο καταμερισμός της εργασίας γίνεται πραγματικός καταμερισμός μόνον από τη στιγμή που εμφανίζεται ο καταμερισμός της υλικής και της πνευματικής εργασίας» (Άπαντα, τ. 3, σελ. 30). Αυτό δε σημαίνει ότι οι εκμεταλλεύτριες τάξεις είχαν το απόλυτο μονοπώλιο της πνευματικής εργασίας. Έτσι, στο δουλοκτητικό σύστημα, όταν κάθε εργασία θεωρούνταν κάτι ανάξιο για τον ελεύθερο άνθρωπο, εμπιστεύονταν στους δούλους πολλές λειτουργίες της πνευματικής εργασίας: μέσα από τους δούλους δημιουργούνταν επιστήμονες, γιατροί, δάσκαλοι, καλλιτέχνες και άλλοι. Στη φεουδαρχική κοινωνία οι ανταγωνιστικές αντιθέσεις ανάμεσα στην πνευματική και τη σωματική εργασία βάθυναν εξαιτίας της αντίθεσης ανάμεσα στην πόλη και το χωριό. Η πνευματική εργασία έγινε μονοπώλιο των ευγενών και του κλήρου. Στις συνθήκες του καπιταλισμού ο χωρισμός των πνευματικών δυνάμεων της παραγωγικής διαδικασίας από τη χειρωνακτική εργασία και η μετατροπή τους σε κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στην εργασία βρίσκει την ολοκλήρωση της. Στο βαθμό που αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις, ξεχώρισε, κυρίως μέσα από τις κυρίαρχες τάξεις, η διανόηση που ασχολείται επαγγελματικά με την πνευματική εργασία. Η ανάπτυξη όμως των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας προκαλεί επίσης την ανάγκη για εγγράμματους και πολιτισμένους εργάτες. Η πάλη της εργατικής τάξης για τα δικαιώματα της οδηγεί στη μείωση της εργάσιμης μέρας και στη δημιουργία ορισμένων συνθηκών για την απόκτηση και τη διεύρυνση της μόρφωσης. Αυτό συντελεί στην ανύψωση του γενικού μορφωτικού, πολιτισμικού και τεχνικού επιπέδου της εργατικής τάξης. Στις σημερινές συνθήκες τα όρια ανάμεσα στην τάξη των εκμεταλλευτών και την τάξη που υφίσταται την εκμετάλλευση δε συμπίπτουν με τη διαίρεση των ανθρώπων που ασχολούνται με τη χειρωνακτική και την πνευματική εργασία. Στον καπιταλισμό, εκμετάλλευση υφίσταται και σημαντικό μέρος των εργαζομένων πνευματικά, το κατώτερο και συχνά και το μεσαίο προσωπικό των μηχανικών, των τεχνικών και των επιστημονικών στελεχών και υπαλλήλων. Το σύγχρονο επίπεδο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (με τη σύνθετη εκμηχάνιση και την αυτοματοποίηση της παραγωγής) προβάλλει αντικειμενικά την ανάγκη να συνδυαστεί η χειρωνακτική εργασία με την πνευματική και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την εξάλειψη της αντίθεσης ανάμεσα τους. Ωστόσο, οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής εμποδίζουν τον παραμερισμό αυτής της αντίθεσης, γιατί βοηθούν στην εδραίωση της ανταγωνιστικής ταξικής δομής που υπάρχει σήμερα και ενισχύουν τον κλειστό χαρακτήρα της ελίτ που κυβερνά.

Στις συνθήκες του σοσιαλισμού η εξάλειψη των εκμεταλλευτριών τάξεων και οι αλλαγές που επήλθαν στο χαρακτήρα της εργασίας και στο πολιτιοτικοτεχνικό επίπεδο της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, οδήγησαν στην εξάλειψη και της αντίθεσης ανάμεσα στην πνευματική και σωματική εργασία και δημιούργησαν νέες σχέσεις ανάμεσα στην εργατική τάξη, την αγροτιά και τη διανόηση. Συγχρόνως, όμως, στην πρώτη φάση του κομμουνισμού διατηρούνται ορισμένες μη ανταγωνιστικές κοινωνικοοικονομικές διαφορές ανάμεσα στην πνευματική και τη χειρωνακτική εργασία. Οι διαφορές αυτές είναι: 1) Ο χαρακτήρας της εργασίας εκείνων που ασχολούνται με την πνευματική εργασία διαφέρει, κατά κανόνα, σημαντικά από το χαρακτήρα της εργασίας εκείνων που ασχολούνται με χειρωνακτική εργασία, αν και υπάρχουν επαγγέλματα και ειδικότητες στις οποίες η πνευματική και η χειρωνακτική εργασία συνδυάζονται. 2) Το πολιτιστικό - τεχνικό επίπεδο (η γενική και ειδική εκπαίδευση) των εργαζομένων πνευματικά είναι γενικά υψηλότερο από εκείνων που ασχολιόνται με χειρωνακτική εργασία. 3) Οι εργαζόμενοι πνευματικά που κατέχουν ηγετικές θέσεις στην παραγωγή και τη διεύθυνση, στα επιστημονικά ιδρύματα και τους οργανισμούς, αμείβονται για την ποιοτικά πιο σύνθετη εργασία τους σχετικά καλύτερα από τους χειρωνακτικά εργαζόμενους. Το πολιτισμικό και βιοτικό επίπεδο αυτού του τμήματος των εργαζομένων πνευματικά διαφέρει από το επίπεδο της ζωής των εργαζομένων χειρωνακτικά. 4) Αν και οι δυνατότητες πρόσβασης στη μόρφωση, σ' όλα τα αγαθά του πολιτισμού και της επιστήμης είναι ίδιες για όλο το λαό, στην πράξη η διανόηση τις απολαμβάνει σε σχετικά μεγαλύτερο βαθμό. Η ανάπτυξη του εκπαιδευτικού συστήματος που αποβλέπει στη μεγαλύτερη σύνδεση των ανώτερων σχολών με την παραγωγή, η εισαγωγή της γενικής υποχρεωτικής δεκάχρονης μέσης εκπαίδευσης, η αύξηση των αποδοχών των κατώτερα και μεσαία αμειβόμενων ομάδων εργαζομένων, παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξίσωση των συνθηκών για την εκπαίδευση όλης της νεολαίας. 5) Ορισμένες μη ανταγωνιστικές αντιφάσεις ανάμεσα στους πνευματικά και χειρωνακτικά εργαζόμενους συνδέονται με τις αμοιβαίες σχέσεις ανάμεσα στους καθοδηγητές και τους καθοδηγούμενους στη διάρκεια της παραγωγής. Οι αντιφάσεις αυτές εξαλείφονται με την προσέλκυση των μαζών στη διεύθυνση της παραγωγής, με την ανάπτυξη όλων των μορφών συμμετοχής των ομάδων των εργαζομένων σ' αυτή χάρη στη διεύρυνση των δικαιωμάτων των συνδικαλιστικών οργανώσεων, με την ανύψωση του ρόλου των παραγωγικών συσκέψεων, των εργατικών συνελεύσεων κ.λπ.

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς, αποδίδοντας εξαιρετική σημασία στο πρόβλημα της εξάλειψης της αντίθεσης ανάμεσα στην πνευματική και τη σωματική εργασία, υπέδειχναν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τη λύση του. Ο Μαρξ στην «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα» πρόβλεπε ότι η αντίθεση αυτή θα λυθεί ολοκληρωτικά μόνο στην ανώτερη φάση της ανάπτυξης της κομμουνιστικής κοινωνίας. Ο Λένιν έγραφε ότι η διανόηση θα εξακολουθεί να υπάρχει«... μέχρι την επίτευξη της ανώτερης βαθμίδας της κομμουνιστικής κοινωνίας...» (Άπαντα, τ., 44, σελ. 351). Η υπερνίκηση των διαφορών μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας πραγματοποιείται στην περίοδο της οικοδόμησης του κομμουνισμού χάρη στην πραγματοποίηση ενός πλέγματος κοινωνικοοικονομικών διεργασιών, όπως η αλλαγή του χαρακτήρα του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, ο βαθμιαίος παραμερισμός και κατόπιν και η εξάλειψη της χαμηλά ειδικευμένης χειρωνακτικής εργασίας καθώς και το ξεπέρασμα της μονόπλευρης ειδίκευσης των εργαζομένων, τόσο πνευματικά όσο και χειρωνακτικά, και σε τελευταία ανάλυση με την εφαρμογή της γενικής αυτοματοποίησης της παραγωγής· η ανύψωση του πνευματικού και τεχνικού επιπέδου και του επιπέδου της σωματικής ανάπτυξης όλων των εργαζομένων, τόσο σωματικά όσο και πνευματικά- η βαθμιαία (στη βάση της ριζικής αλλαγής του χαρακτήρα και του επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων) συγχώνευση των λειτουργιών της πνευματικής και της χειρωνακτικής εργασίας σε μια ανώτερη σύνθεση -στην κομμουνιστική εργασία· η μείωση των κοινωνικών διαφορών στις συνθήκες εργασίας και ζωής, και κατοπινή ολοκληρωτική τους εξάλειψη με βάση την ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας και της ανόδου της ευημερίας. Σ* ένα ορισμένο στάδιο της ανώτερης φάσης του κομμουνισμού θα εξαλειφθούν οι κοινωνικοοικονομικές διαφορές ανάμεσα στην πνευματική και τη χειρωνακτική εργασία και το επίπεδο των γενικών και των ειδικών γνώσεων που θα αποκτούν οι εργαζόμενοι θα είναι τόσο υψηλό, ώστε δε θα υπάρχει ανάγκη να διατηρούνται ομάδες ανθρώπων που αποκλειστική τους ειδικότητα θα ήταν η καθοδήγηση του παραγωγικού και των άλλων κοινωνικών τομέων. Οι λειτουργίες της διεύθυνσης της κοινωνίας και της παραγωγής θα παραμείνουν και στον κομμουνισμό, αλλά οι λειτουργίες αυτές θα πραγματοποιούνται εκ περιτροπής από ανθρώπους με υψηλή ειδίκευση. Ο Λένιν πρόβλεπε ότι στη μελλοντική κοινωνία «... όλοι θα διευθύνουν με τη σειρά τους, και γρήγορα θα συνηθίσουν να μη διευθύνει κανένας» (στο ίδιο, τ. 33, σελ. 116, βλ. επίσης τ. 38, σελ. 320). Το Κομμουνιστικό κόμμα έθεσε στο πρόγραμμα του το καθήκον να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις να μειωθεί ο έμμισθος κρατικός μηχανισμός, ώστε να αποκτούν τις εμπειρίες της διεύθυνσης όλο και πλατύτερες μάζες και η εργασία σ' αυτόν το μηχανισμό να πάψει μακροπρόθεσμα να αποτελεί ειδικό επάγγελμα.

 

       Μαρξ Κ., Κριτική του προγράμματος της Γκότα.

       Μαρξ Κ. και Ένγκελς Φ., Άπαντα, τ. 19' του ίδιου,

       Κεφάλαιο τ. Ι. στο ίδιο, τ. 23.

       Φ. Ένγκελς, Αντί - Ντύρινγκ, στο ίδιο τ. 20.

       Λένιν Ι. Β., Κράτος και επανάσταση, Άπαντα, τ. 33.

       του ίδιου, Λόγος στο 1ο Πανρωσικό Συνέδριο των κομμουνιστών σπουδαστών στις 17 Απριλίου 1919, στο ίδιο τ. 38.

       του ίδιου, Σχέδιο θέσεων για το ρόλο και τα καθήκοντα των συνδικάτων στις συνθήκες της νέας οικονομικής πολιτικής, στο ίδιο, τ. 44.

       Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ (Ψηφίστηκε στο 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ), Μ., 1976.

       Υλικά του 24ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ. Μ., 1971.

       Υλικά του 25ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, Μ., 1976.

       Υλικά του 26ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, Μ., 1981.

       Λουνατσάρσκι Α. Β., Η διανόηση, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της, Μ., 1924.

       Ελμέγιεφ Β. Για., Πολοζόφ Β. Ρ., Ριάσενκο Μπ. Ρ., Ο κομμουνισμός και η υπερνίκηση των διαφορών ανάμεσα στην πνευματική και τη χειρωνακτική εργασία, Λ., 1965.

       Σμολκόφ Β. Γ., Η υπερνίκηση της αντίθεσης και των ουσιαστικών διαφορών ανάμεσα στην πνευματική και τη χειρωνακτική εργασία.

       Μ., 1968 Κουριλιεφ Α. Κ., Η υπερνίκηση των κοινωνικοταξικων διαφορών στην ΕΣΣΔ στη διεργασία της οικοδόμησης του κομμουνισμού, Μ., 1971.

       Νοβοσέλοφ Ν. Σ., Η πνευματική εργασία: η ουσία της και ορισμένες τάσεις ανάπτυξης της.

       Σβερντλόβσκ, 1972· Μανιέβιτς Ε. Α., Προβλήματα εργασίας στην ΕΣΣΔ, Μ., 1980.

 

Ε Λ. Μανιέβιτς

Θεώρηση Β. Φίλια


Αντίθεση ανάμεσα στην πόλη και το χωριό[2]

 

 

Αντίθεση ανάμεσα στην πόλη και το χωριό. Ανταγωνιστική αντίφαση ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, που υπάρχει σ' όλους τους ταξικούς ανταγωνιστικούς κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς και εκφράζεται στη διαφορά του επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, της εκπαίδευσης, της επιστήμης, του πολιτισμού, του επιπέδου της ζωής γενικά. Η αντίθεση ανάμεσα στην πόλη και το χωριό παρουσιάστηκε με την εμφάνιση της πόλης, μετά την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, και αναπτυσσόταν με τον αποχωρισμό από τη γεωργία (την αγροτική οικονομία) όλο και νέων κλάδων παραγωγής που συγκεντρώνονταν στις πόλεις. Το περιεχόμενο της αντίθεσης ανάμεσα στην πόλη και το χωριό αλλάζει ουσιαστικά με την ανάπτυξη της κοινωνίας, το ίδιο όπως και το κοινωνικοοικονομικό περιεχόμενο των αντίθετων υποσυστημάτων, δηλαδή της πόλης και του χωριού. Ωστόσο, η αντίθεση αυτή είναι πάντα αντίθεση ανάμεσα στις κυρίαρχες τάξεις της πόλης και στους εργαζόμενους του χωριού, ανάμεσα στις κυρίαρχες τάξεις της πόλης και του χωριού και ανάμεσα στις κυρίαρχες τάξεις του χωριού και στους εργαζόμενους της πόλης.

Η ιστορία της αντίθεσης ανάμεσα στην πόλη και το χωριό είναι η ιστορία της καθυπόταξης και εκμετάλλευσης του χωριού από την πόλη. Ο Κ, Μαρξ έγραφε ότι από το μεσαίωνα ακόμα «... η πόλη παντού και χωρίς καμιά εξαίρεση εκμεταλλεύεται οικονομικά το χωριό με τις μονοπωλιακές τιμές της, με το φορολογικό της σύστημα, με το συντεχνιακό της σύστημα, με την ανοιχτή εμπορική της απάτη και την τοκογλυφία της», αν και το χωριό την ίδια περίοδο «... εκμεταλλεύεται την πόλη πολιτικά, παντού όπου η φεουδαρχία δεν είχε συντριβεί από την αποκλειστική ανάπτυξη των πόλεων, όπως στην Ιταλία...» (Μαρξ Κ. και Ένγκελς Φ., Άπαντα, τ. 25 μέρ. 2, σελ. 365).

Η αντίθεση ανάμεσα στην πόλη και το χωριό φτάνει στην ολοκλήρωση της στις συνθήκες του καπιταλισμού, όταν η πόλη υποτάσσει το χωριό από κάθε άποψη οικονομικά, πολιτικά, πολιτισμικά. Οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις στο χωριό αναπτύσσονται κάτω από την τεράστια και αποφασιστική επίδραση της πόλης. Αν και ο ρόλος των πόλεων στην ιστορία της ανθρωπότητας ήταν πολύ σημαντικός από την αρχαιότητα ακόμη, το ποσοστό τους στον πληθυσμό του κόσμου, μέχρι το 19ο αιώνα, ήταν μηδαμινό (βλ. πίνακα στο λήμμα ουρμπανισμός). Στη συνέχεια η πόλη αναπτύσσεται σε βάρος του χωριού, και ο αστικός πληθυσμός αναπτύσσεται σε βάρος του αγροτικού. «Από την ίδια του τη φύση ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής συνεχώς μειώνει το γεωργικό πληθυσμό σε σύγκριση με το μη γεωργικό, γιατί στη βιομηχανία... η αύξηση του σταθερού κεφαλαίου σε βάρος του μεταβλητού συνδέεται με την απόλυτη αύξηση του μεταβλητού κεφαλαίου, παρά τη σχετική του μείωση. Αντίθετα, στη γεωργία το μεταβλητό κεφάλαιο που απαιτείται για την καλλιέργεια ορισμένου τμήματος της γης μειώνεται απόλυτα1 συνεπώς η αύξηση του μεταβλητού κεφαλαίου είναι δυνατή μόνον όταν καλλιεργείται ένα καινούριο κομμάτι γης, αλλά αυτό πάλι προϋποθέτει μία ακόμα μεγαλύτερη αύξηση του μη γεωργικού πληθυσμού» (Μαρξ Κ., στο ίδιο, σελ. 187· βλ. επίσης Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τ. 3, σελ. 24 - 25). Οι κάθε είδους περιορισμοί στην ελευθερία της κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης προς όφελος των πρώην κυρίαρχων ιδιοκτητών γης καθώς και τα φεουδαρχικά υπολείμματα που εμποδίζουν την ανάπτυξη των πόλεων, υπερνικούνται από την αστική τάξη των πόλεων με τη μεταφορά της βιομηχανικής της δραστηριότητας στο χωριό. Σύμφωνα με την έκφραση του Β. Ι. Λένιν, «όταν δεν αφήνουν το μουζίκο να πάει στη φάμπρικα, τότε η φάμπρικα πάει στο μουζίκο» (στο ίδιο, σελ. 524). Η κεφαλαιοκρατική ανάπτυξη οδηγεί στη συγκέντρωση του πλούτου και του πολιτισμού στις πόλεις και της αθλιότητας και της καθυστέρησης στο χωριό. «Οι πόλεις όλο και περισσότερο εκμεταλλεύονται τα χωριά, αποσπώντας την καλύτερη εργατική δύναμη από τα αγροτικά νοικοκυριά, και απομυζώντας όλο και μεγαλύτερο ποσοστό του πλούτου που παράγεται από τον αγροτικό πληθυσμό» (Λένιν Β. Ι., στο ίδιο, τ. 4, σελ. 91).

Η ιδέα εξάλειψης της αντίθεσης ανάμεσα στην πόλη και το χωριό προβλήθηκε από τους ουτοπιστές σοσιαλιστές και θεμελιώθηκε επιστημονικά από τη μαρξιστική - λενινιστική θεωρία. Η εξάλειψη της αντίθεσης ανάμεσα στην πόλη και το χωριό αποτελεί προγραμματικό αίτημα του επιστημονικού κομμουνισμού. «... Η κατηγορηματική παραδοχή της προοδευτικότητας των μεγάλων πόλεων οτην κεφαλαιοκρατική κοινωνία δε μας εμποδίζει καθόλου να περιλάβουμε στο ιδανικό μας... την εξάλειψη της αντίθεσης ανάμεσα στην πόλη και το χωριό... Αυτό είναι απαραίτητο για να κάνουμε τους θησαυρούς αυτούς (της επιστήμης και του πολιτισμού· Συντ.) προσιτούς σ' όλο το λαό, για να εξαλείψουμε την αποξένωση των εκατομμυρίων του αγροτικού πληθυσμού από τον πολιτισμό» (Λένιν Β. Ι., στο ίδιο, τ. 5, σελ. 150). Στις σύγχρονες συνθήκες η αντίθεση ανάμεσα στην πόλη και το χωριό εξαρτιέται από το κοινωνικοοικονομικό καθεστώς και το επίπεδο ανάπτυξης των διαφόρων χωρών.

Στις αναπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες η αντίθεση αυτή διατηρήθηκε, αλλά οι μορφές της άλλαξαν. Το μερίδιο του χωριού στον πληθυσμό και την παραγωγή έπεσε απότομα. Στο χωριό τώρα δεν επικρατεί κυρίως η αγροτική οικονομία (οι ασχολούμενοι με την αγροτική οικονομία αποτελούν μειοψηφία, ακόμη και ανάμεσα στον πληθυσμό του χωριού). Το βιοτικό και το μορφωτικό επίπεδο των κατοίκων του χωριού πλησίασε το επίπεδο των πόλεων. Η τεχνική, η τεχνολογία και η οργάνωση της αγροτικής παραγωγής μεταβλήθηκαν, πάνω στη βάση της επιστημονικοτεχνικής προόδου. Το χωριό έγινε σταθερά καπιταλιστικό με την επικράτηση της εμπορευματικής παραγωγής. Ωστόσο, έμειναν βασικά αναλλοίωτες η εκμετάλλευση του χωριού από την πόλη και η ουσιαστική καθυστέρηση του χωριού, όσον αφορά το επίπεδο της οικονομικής και ιδιαίτερα της πολιτισμικής ζωής. Το εισόδημα του αγροτικού πληθυσμού είναι ουσιαστικά χαμηλότερο απ' ό,τι το εισόδημα του μη αγροτικού. Τη σύγχρονη αγροτική οικονομία των αναπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών χωρών χαρακτηρίζει ο σκληρός ανταγωνισμός, η καταστροφή των μικρών αγροτικών νοικοκυριών, η μείωση του αριθμού των νοικοκυριών. Οι κυβερνήσεις μιας σειράς κεφαλαιοκρατικών χωρών με ιστορικά διαμορφωμένη μικρή γαιοκτησία εφαρμόζουν πολιτική κεφάλαιο κρατικού ορθολογισμού στην αγροτική οικονομία και εξάλειψης των μικρών νοικοκυριών (Γαλλία, ΟΔΓ). Οι παραγωγοί αγροτικών προϊόντων υφίστανται την εκμετάλλευση των μονοπωλίων και του αστικού κράτους (με τη μορφή της ανισότιμης ανταλλαγής, των φόρων κ.λπ.). Στις αναπτυσσόμενες χώρες που ακολουθούν τον κεφαλαιοκρατικό δρόμο, η αντίθεση ανάμεσα στην πόλη και το χωριό πλησιάζει περισσότερο τον τύπο που μελέτησαν οι θεμελιωτές του μαρξισμού - λενινισμού. Ουσιαστική ιδιομορφία πολλών από αυτές τις χώρες είναι η μεγάλη αστικοποίηση τους, δηλαδή η υπερβολική αύξηση του πληθυσμού των πόλεων (σε σύγκριση με τις δυνατότητες απασχόλησης) με την εισροή στις πόλεις αγροτικού πληθυσμού. Το φαινόμενο αυτό συνδυάζεται συνήθως με την ύπαρξη αγροτικού υπερπληθυσμού. Η νίκη του σοσιαλισμού οδηγεί στην εξάλειψη της αντίθεσης ανάμεσα στην πόλη και το χωριό και δημιουργεί τις συνθήκες για το ξεπέρασμα των ουσιαστικών διαφορών ανάμεσα τους. Οι διεργασίες της ολόπλευρης προσέγγισης της πόλης και του χωριού συντελούνται σ' όλες τις χώρες του παγκόσμιου σοσιαλιστικού συστήματος. Η πλουσιότερη πείρα, από την άποψη αυτή, είναι η πείρα της ΕΣΣΔ. Αρχίζοντας από το πρώτο πενταετές σχέδιο (1929 - 32), χαρακτηριστικό γνώρισμα για την ΕΣΣΔ είναι η γοργή συγκέντρωση του πληθυσμού στις πόλεις, πράγμα που συνδεόταν στενά με την εκβιομηχάνιση της χώρας. Οι ρυθμοί αυτής της συγκέντρωσης ήταν ουσιαστικά ανώτεροι από εκείνους των αναπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών χωρών. Θεμελιακή σημασία για την εξάλειψη της αντίθεσης ανάμεσα στην πόλη και το χωριό είχε η συνεταιριστικοποίηση της αγροτικής οικονομίας, που επιτάχυνε την επέκταση στο χωριό της βιομηχανικής εργασίας και των αστικών μορφών της ζωής και του πολιτισμού. Η διαδικασία αυτή διευρυνόταν συνεχώς με την εξειδίκευση και τη συγκέντρωση της αγροτικής παραγωγής, με τη συνεργασία ανάμεσα στα κολχόζ, με την προσέγγιση των δύο μορφών της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας -της κρατικής και της κολχόζνικης-συνεταιριστικής. Μεγάλα βήματα για την προσέγγιση της πόλης και του χωριού συντελέστηκαν στις δεκαετίες του 1960 και 1970. Άλλαξε η κοινωνικοταξική διάρθρωση: αυξήθηκε σημαντικά το ποσοστό των εργατών και των υπαλλήλων και μειώθηκε το ποσοστό των κολχόζνικων. Συντελέστηκε μια σημαντική προσέγγιση της κοινωνικοοικονομικής θέσης των κολχόζνικων και των εργατών. Η αμοιβή της εργασίας στα κολχόζ το 1965 αναθεωρήθηκε και το μέγεθος της πλησίασε την αμοιβή εργασίας στα σοβχόζ. Καθιερώθηκε η συνταξιοδότηση και η υγειονομική περίθαλψη των κολχόζνικων. Το χωριό πλησίασε ουσιαστικά την πόλη ως προς το μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο του πληθυσμού. Η καθιέρωση της γενικής μέσης εκπαίδευσης επέτρεψε την εξισορρόπηση του επιπέδου μόρφωσης όλης της νεολαίας της χώρας. Γίνεται μεγάλη προσπάθεια για την αναμόρφωση του οικιακού νοικοκυριού και της ζωής του αγροτικού πληθυσμού. Παρόμοιες διεργασίες συντελούνται και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες. Ωστόσο, στο σοσιαλισμό διατηρούνται ακόμα ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στην πόλη και το χωριό και η εξάλειψη τους απαιτεί μακρόχρονη περίοδο. Εκτός απ' αυτό, υπάρχουν ανάμεσα στην πόλη και το χωριό και ορισμένες διαφορές κλίματος και περιβάλλοντος (η χρησιμοποίηση της γης ως βασικού μέσου παραγωγής στην αγροτική οικονομία, η εποχιακότητα των αγροτικών εργασιών, ορισμένες ιδιομορφίες στον τρόπο ζωής κ.λπ.). Σπουδαία κοινωνικοοικονομική διαφορά του σύγχρονου σοβιετικού χωριού από την πόλη είναι η ύπαρξη στο χωριό βοηθητικού νοικοκυριού, που παίζει σημαντικό ρόλο στα έσοδα της αγροτικής οικογένειας. Προγραμματικό αίτημα, επιστημονικά θεμελιωμένο από το μαρξισμό - λενινισμό, είναι η εξάλειψη των κοινωνικοοικονομικών και πολιτισμικών βιοτικών διαφορών ανάμεσα στην πόλη και το χωριό στην πορεία της οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας. Βλ. επίσης Τάξεις.

       Μαρξ Κ., Κεφάλαιο, τ. Ι-3.

       Μαρξ Κ. και Ένγκελς Φ., Άπαντα, τ. 23 – 25.

       Λένιν Β. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία.

       Άπαντα, τ. 3· του ίδιου.

       Σχολιασμός:  Karl Kautsky, Die Agrartrage στο ίδιο τ. 4· του ίδιου.

       Το αγροτικό ζήτημα και οι «κριτικοί του Μαρξ», στο ίδιο, τ. 5' του ίδιου.

       Νέα στοιχεία για τους νόμους ανάπτυξης του καπιταλισμού στη γεωργία, στο ίδιο τ. 27.

       Το Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ (ψηφίστηκε στο 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ), Μ. 1976.

       Υλικάτου26ου Συνεδρίουτου ΚΚΣΕ, Μ., 1981.

       Γιαχίελ Ν., Η πόλη και το χωριό, μετάφρ. από τα βουλγάρικα, Μ., 1968.

       Νάντελ Σ. Ν., Η κοινωνική δομή του σύγχρονου κεφαλαιοκρατικού χωριού, Μ., 1970.

       Αρουτιουνιάν Γιου. Β., Η κοινωνική δομή του αγροτικού πληθυσμού στην ΕΣΣΔ, Μ., 1971.

       Σεμίν Σ. Ι., Η υπερνίκηση των κοινωνικοοικονομικών διαφορών ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, Μ., 1973.

       Ρίβκινα Ρ. Β., Ο τρόπος ζωής του αγροτικού πληθυσμού. Νοβοσιμπίρσκ, 1979.

       Γιακούσοφ Α. Ι., Η υπερνίκηση των ουσιαστικών διαφορών ανάμεσα στην πόλη και το χωριό στις συνθήκες του αναπτυγμένου σοσιαλισμού, Μ., 1979.

        

Β. Ι. Περεβεντέντσεφ

Θεώρηση Β. Φίλια


 

 


 

 

Ουρμπανισμός

Ουρμπανισμός, αστυφιλία, εξαστισμός (από τη λατ. λέξη υΓβδ - πόλη, υΓβθπυδ -κάτοικος της πόλης). Ιστορική διαδικασία αύξησης του ρόλου των πόλεων στην ανάπτυξη της κοινωνίας, διαδικασία που περιλαμβάνει την κοινωνική - επαγγελματική και δημογραφική διάρθρωση του πληθυσμού, τον τρόπο ζωής του, τον πολιτισμό, την κατανομή των παραγωγικών δυνάμεων, τη στέγαση κ.λπ. Ο ουρμπανισμός επηρέασε σημαντικά την εξέλιξη των διάφορων κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών και των κρατών. (Τ αυτό βασικά επιτεύγματα του πολιτισμού συνδέονται με τις πόλεις. Από την 3η ώς την 1η χιλιετία π.Χ. εμφανίζονται πόλεις στην Αίγυπτο, στη Μεσοποταμία, στη Συρία, στην Ινδία, στην Μ. Ασία, στην Κίνα. Στον ελληνορωμαϊκό κόσμο τεράστιο ρόλο έπαιξαν η Αθήνα, η Ρώμη, η Καρχηδόνα. Στις πόλεις του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης σχηματίστηκαν τα στοιχεία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και του αστικού πολιτισμού. Το δυνάμωμα των πόλεων κατά το 19ο αιώνα προκάλεσε την αύξηση της συγκέντρωσης του πληθυσμού στις πόλεις. Αυτό έγινε δυνατό χάρη στην άνοδο της βιομηχανίας, την εντατικοποίηση της αγροτικής οικονομίας, την ανάπτυξη των μεταφορικών μέσων και των διαβιβάσεων, της ιατρικής κ.λπ. Ο Κ. Μαρξ επισήμανε το ρόλο «των αστικών σχέσεων» που η διείσδυση τους στο χωριό χαρακτηρίζει «τη νεότερη ιστορία» (βλ. Κ. Μαρξ και Φ. ' Ενγκελς, Άπαντα, τ. 46, μερ. 1, σελ. 470). Ο αστικός πληθυσμός της ΕΣΣΔ, από το 1926 ώς τις αρχές του 1982 αυξήθηκε 6,5 φορές -από 26,3 εκατομ. σε 171,7 εκατομ. άτομα. Στις αρχές του 1982 αποτελούσε το 64% του συνολικού πληθυσμού. Η αναλογία του αστικού πληθυσμού στις άλλες περιοχές του κόσμου το 1978 ήταν: στην Ευρώπη 64,6%, στην Ασία 26,9%, στην Αφρική 26,5%, στην Αμερική 66%, στην Αυστραλία και Ωκεανία 73% του συνολικού πληθυσμού. Στις διάφορες αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες η αναλογία του αστικού πληθυσμού το 1978 ήταν: στις ΗΠΑ 73,5%, στη Δυτ. Γερμανία 92% στη Μεγάλη Βρετανία 76,3%, στη Γαλλία 68,8%, στην Ιταλία 66,9%.

Η ανάπτυξη των πόλεων δημιουργεί την αντικειμενική ανάγκη της συγκέντρωσης και συσσωμάτωσης των ποικίλων μορφών και ειδών υλικής και πνευματικής δραστηριότητας και επικοινωνίας με την ενίσχυση των δεσμών ανάμεσα στις διάφορες σφαίρες της παραγωγής, της επιστήμης και της πνευματικής ζωής, γεγονός που με τη σειρά του ανεβάζει την ένταση και την αποτελεσματικότητα των κοινωνικών διαδικασιών. Περισσότερο αποτελεσματικά οι διαδικασίες αυτές προχωρούν στα μείζονα αστικά κέντρα, στις μεγάλες πόλεις, όπου είναι ιδιαίτερα γόνιμες οι αλληλεπιδράσεις των κοινωνικό -πολιτικών, των οικονομικών και επιστημονικοτεχνικών παραγόντων, των πολιτιστικών παραδόσεων των διάφορων στρωμάτων του πληθυσμού. Ακριβώς γι' αυτό στα μεγάλα αστικά κέντρα εμφανίστηκαν και συγκεντρώθηκαν προοδευτικές κοινωνικές ιδέες και κινήματα. Ο Κ. Μαρξ και ο Φ. ' Ενγκελς υπογράμμισαν το ρόλο των πόλεων στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος (βλ. στο ίδιο, τ. 2, σελ. 354 και τ. 23, σελ. 514): «Οι πρωτεύουσες και γενικά τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα... -έγραφε ο Β. Ι. Λένιν- αποφασίζουν σε μεγάλο βαθμό για την πολιτική τύχη του λαού...» (Άπαντα, τ. 40, σελ. 6 - 7). Στο σύγχρονο στάδιο της αστυφιλίας παρατηρείται η τάση για συγκέντρωση του πληθυσμού στις μεγάλες πόλεις (100 χιλ. κατοίκων και πάνω). Ιδιαίτερη θέση στη διαδικασία αυτή έχει η ανάπτυξη των «εκατομμυριούχων» πόλεων, που ο αριθμός τους σ' όλο τον κόσμο ανέρχεται στις 170 περίπου, μεταξύ των οποίων 20 στην ΕΣΣΔ (το 1981). Η εξέλιξη του εξαστισμού έχει δύο πλευρές ή φάσεις. Στην πρώτη φάση συντελείται η συγκέντρωση και η συσσώρευση του οικονομικού και πολιτιστικού δυναμικού της κοινωνίας στα μεγάλα αστικά κέντρα, πράγμα που δημιουργεί τις συνθήκες για ανώτερα επιτεύγματα και πρότυπα υλικής και πνευματικής δραστηριότητας. Στη δεύτερη φάση, τα επιτεύγματα τούτα αφομοιώνονται από άλλες μη κεντρικές πόλεις και από αγροτικές περιοχές, γεγονός που δίνει, με τη σειρά του, νέα ώθηση για την αύξηση του δυναμικού των βασικών κέντρων. Η αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του δυαδικού αυτού μηχανισμού εξαρτάται από την κοινωνικοοικονομική φύση της κοινωνίας. Στον καπιταλισμό η αλληλεπίδραση των δύο τούτων πλευρών του εξαστισμού είναι διαταραγμένη· η κοινωνική απομόνωση αντιτίθεται στην ενοποιητική φύση του εξαστισμού, η σύγκρουση των ανταγωνιστικών συμφερόντων των τάξεων και των κοινωνικών ομάδων, η ατομική ιδιοκτησία της γης, η αντίθεση κέντρων και περιφέρειας γεννούν την κρίση των πόλεων. Η εξέλιξη του εξαστισμού έχει αυθόρμητο χαρακτήρα. Στις μεγάλες πόλεις των καπιταλιστικών χωρών παρουσιάζουν ιδιαίτερη οξύτητα τα προβλήματα της ανεργίας και της εγκληματικότητας, σχηματίζονται γειτονιές τρωγλοδυτών, αναπτύσσεται ο εθνικός και φυλετικός χωρισμός: τα γκέττο, κ.λπ. Σε συνάφεια με τα παραπάνω, στην αστική κοινωνία δυναμώνουν οι διαθέσεις του κόσμου κατά των πόλεων (π.χ., η «αντιαστυφιλία» στις ΗΠΑ). Σημαντικό ρόλο παίζει η εξέλιξη της αστυφιλίας στις αναπτυσσόμενες χώρες. Παρά την πολυπλοκότητα και τη νοσηρότητα αυτής της εξέλιξης (ταχύρρυθμη συγκέντρωση στις πόλεις ενός απροετοίμαστου για εργασία στην πόλη αγροτικού πληθυσμού, πενιχρότητα των υλικών πόρων, κ.λπ.), ευνοεί τη γένεση της σύγχρονης οικονομίας, το ξεπέρασμα της καθυστέρησης και των πολλών τρόπων ζωής, την εθνική σταθεροποίηση, την ανάπτυξη της κοινωνικοπολιτιστικής δομής της κοινωνίας.

Στο σοσιαλισμό δημιουργούνται οι πραγματικές προϋποθέσεις για την ορθολογική ρύθμιση της αστυφιλίας, για την αρμονική αλληλεπίδραση των δύο πλευρών της. Οι θετικές νομοτέλειες της εξέλιξης των πόλεων, οι συνενωτικές τάσεις της αστυφιλίας βρίσκουν μιαν ευνοϊκή βάση στο σύστημα των κοινωνικών σχέσεων της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Οι μεγάλες πόλεις παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στο δυνάμωμα της ομοιογένειας της σοσιαλιστικής κοινωνίας, στη διάδοση της προοδευτικής ηθικής, στο ξεπέρασμα των πατριαρχικών επιβιώσεων κ.λπ. Η αντικειμενική ανισομερή ανάπτυξη των πόλεων δημιουργεί τις διαφορές στη συ

 γκέντρωση του πληθυσμού, στην κατανομή του δυναμικού των διαφόρων πόλεων, την ανισότητα της επίδρασης που δέχεται το φυσικό περιβάλλον στους μεγάλους και στους μικρούς οικισμούς, καθώς και στις άλλες εσωτερικές αντιφάσεις και πολυπλοκότητες του εξαστισμού (προβλήματα μεταφορών, θορύβου, πυκνή ανέγερση οικοδομών κ.ά.), όλα τούτα ξεπερνιόνται με τη βοήθεια της εθνικής οικονομίας και του κοινωνικού σχεδιασμού στη βάση του διαρκούς βαθέματος της αλληλεπίδρασης κέντρου και περιφέρειας, που ρυθμίζει την ισόρροπη ανάπτυξη όλων των κατοικημένων περιοχών. Απλώνεται η διαδικασία αφομοίωσης απ' όλα τα μέλη της κοινωνίας, απ' όλες τις περιοχές της χώρας, των ανώτερων υλικών και πνευματικών αξιών που έχουν συσσωρευτεί στα μεγαλύτερα οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα.' Ετσι, δημιουργείται η δυνατότητα ν" απολαμβάνει ο καθένας τα πλεονεκτήματα του εξαστισμού, ενώ ταυτόχρονα εξουδετερώνονται οι αρνητικές του συνέπειες. Στο σύγχρονο στάδιο του εξαστισμού αλλάζει ο χαρακτήρας της συγκέντρωσης του πληθυσμού και η οξύτατη μορφή της παραχωρεί τη θέση της στη δημιουργία συνοικισμών στα προάστεια. Γύρω από τις μεγάλες πόλεις αναπτύσσονται ορμητικά ολόκληρα συστήματα οικισμών, προσελκύοντας όλο και νέες συνοικίες στην τροχιά της άμεσης επιρροής των μεγάλων οικονομικών και πολιτιστικών κέντρων της χώρας. Οι «σχέσεις μέσα στις πόλεις» δυναμώνουν τις πολιτιστικές διαδικασίες και παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας στην αναπτυγμένη σοσιαλιστική κοινωνία. Στη σύγχρονη περίοδο, στην εποχή της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης, με την άνοδο του ρόλου της πολύμορφης κοινωνικής πληροφόρησης, σπουδαιότατο τμήμα του πολιτισμού των αστικών κέντρων γίνεται

ο τρόπος ζωής στις πόλεις. Η μεγάλη ποικιλία των κοινωνικών επαφών, η ανάπτυξη της επικοινωνίας μέσα ατο κορεσμένο περιβάλλον της πόλης, βοηθάει την κοινωνική - πολιτιστική προσέγγιση ανάμεσα στα διάφορα στρώματα και ομάδες της σοσιαλιστικής κοινωνίας, τη διεύρυνση του ορίζοντα, την ανύψωση του επιπέδου πληροφόρησης, της εκπαίδευσης της γενικής παιδείας κ.λπ. Ο πολιτισμός των πόλεων γίνεται η βάση για το ξεπέρασμα των ουσιαστικών διαφορών ανάμεσα στην πόλη και το χωριό. ' Ενα από τα σημαντικότερα γνωρίσματα του τρόπου ζωής των πόλεων είναι η επιδίωξη του ανθρώπου για μια διαρκή ανανέωση της πληροφόρησης και των επαφών στις σφαίρες της επαγγελματικής δραστηριότητας, του πολιτισμού, της προσωπικής επικοινωνίας κ.λπ. Η ανάπτυξη και η εξειδίκευση των κοινωνικών αναγκών και η κινητικότητα του πληθυσμού στο χώρο ενισχύουν τις υπερτοπικές τάσεις της κουλτούρας των πόλεων. Μειώνεται η σημασία της τοπικής δραστηριότητας στην πόλη και των γειτονικών επαφών. Ανεβαίνει ο ρόλος των κέντρων των μεγάλων πόλεων και συνοικισμών, που είναι ο κόμβος συγκέντρωσης της κοινωνικής δραστηριότητας. Οι κεντρόφυγες τάσεις γίνονται ένας από τους βασικούς συντελεστές της ολοκλήρωσης του κοινωνικού - χωρικού οργανισμού της πόλης. Στις συνθήκες της σοσιαλιστικής κοινωνίας πραγματώνεται η δυνατότητα για μια πληρέστερη ένταξη του ανθρώπου (δίπλα στις οικογενειακές, τις παραγωγικές και άλλες ομάδες) σε μια ενιαία κοινότητα της πόλης. Ιδιαίτερο ρόλο στη διεύρυνση της σφαίρας δράσης του πολιτισμού των πόλεων παίζουν τα μεταφορικά μέσα, οι διαβιβάσεις και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας (ο τύπος, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση), που φέρνουν σε επαφή τους κάτοικους των περιφερειακών συνοικιών,  των μικρών πόλεων και των χωριών με τις αξίες που υπάρχουν στις μεγάλες πόλεις και αλλάζουν τον πολιτιστικό προσανατολισμό τους. Πληθαίνουν οι κάθε λογής μετατοπίσεις του πληθυσμού στην περιφέρεια των μεγάλων αστικών κέντρων, δυναμώνει η συγκέντρωση του πληθυσμού σε νέους συνοικισμούς. Στο σοσιαλισμό, στην περιφέρεια των μεγάλων πόλεων και στους νέους συνοικισμούς, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα της περιορισμένης χρήσης του φυσικού περιβάλλοντος. Η φύση γίνεται συστατικό στοιχείο του πολιτισμού των πόλεων, αποκαθίσταται η αρμονία της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στις κοινωνικές και τις καθαρά φυσικές διαδικασίες. Για να λυθούν τα οικολογικά, τα κοινωνικά - πολιτιστικά, τα πολεοδομικά και άλλα προβλήματα, που αναφύονται κατά την ανάπτυξη των πόλεων, χρειάζεται συνεχής τελειοποίηση της διεύθυνσης αυτής της διαδικασίας. Βλ. επίσης Οικολογία κοινωνική.

Δυναμική του αστικού πληθυσμού του κόσμου στα 1800 - 1978

1800 - 1978

Χρόνος

Όλος ο πληθυσμός του κόσμου σε εκατ. άτομα

Ο αστικός πληθυσμός σε εκατομ. άτομα

Η εκατοστιαία αναλογία σε όλο τον πληθυσμό του κόσμου

1800

906

29,3

3,0

1850

1.171

80,3

6,4

1900

1.608

224,4

13,6

1950

2.400

706,4

28,2

1970

3.628

1399,0

38,6

1978

4.260

1652,0

39,0


       Μαρξ Κ. και Ένγκελς Φ., Η γερμανική ιδεολογία, ελλ. μετφ. Γκούτενμπεργκ, 1979.

       Μαρξ Κ., Οικονομικά χειρόγραφα 1857 -1859.

       Άπαντα, τ. 46, μερ. 1 - 2' του ίδιου.

       Οικονομικά χειρόγραφα 1861 -1863, στο ίδιο, τ. 47.

       Ένγκελς Φ., Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, στο ίδιο, τ. 2.

       Λένιν Β. Ι., Το αγροτικό ζήτημα και η «κριτική του Μαρξ».

       Άπαντα, τ. 5· του ιδίου.

       Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία, στο ίδιο, τ. 3· του ίδιου.

       Οι εκλογές στη Συντακτική Συνέλευση και η δικτατορία του προλεταριάτου, στο ίδιο, τ. 40.

       Μποζέ - Γκαρνιέ Ζ., Σαμπό Ζ., Δοκίμια γεωγραφίας των πόλεων, μετφ., από τα γαλ., Μ., 1967.

       Επιστημονικές προγνώσεις ανάπτυξης και διαμόρφωσης των σοβιετικών πόλεων στη βάση της κοινωνικής και επιστημονικοτεχνικής προόδου, τ. 1 - 3, Μ., 1968 - 69.

       Προβλήματα αστυφιλίας στην ΕΣΣΔ, Συλλογή άρθρων., Μ., 1971.

       Αστυφιλία, επιστημονικό-τεχνική επανάσταση και εργατική τάξη, Μ., 1972.

       Η αστυφιλία στον κόσμο, Μ., 1974.

       Χόρεφ Β. Σ., Προβλήματα των πόλεων, Μ. 1975,

       Γιάντσκι Ο.Ι., Η αστυφιλία και οι κοινωνικές αντιφάσεις του καπιταλισμού, Μ., 1975.

       Σταροβέροφ Β.Ι., Κοινωνικά – δημογραφικά προβλήματα του χωριού, Μ., 1975.

       Ποξισέφσκι Β.Β., Πληθυσμός και γεωγραφία, Μ., 1978.

       Οζέροβα Γ.Μ., Ποξισέφσκι Β.Β., Γεωγραφία της παγκόσμιας εξέλιξης της αστυφιλίας, Μ. 1981.

 

Π. Μπ. Κόγκαν,

Β.Β. Ποξισέφσκι

Θεώρηση Γιαν. Κρητικού



[1]           Πηγή: Λ.Φ. Ηλίτσεφ – Π.Η. Φεντοσεγιεφ: «Φιλοσοφικό Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό», Εκδόσεις Κ. Καπόπουλος, Τόμος Πρώτος, Αθήνα 1985.

[2]           Πηγή: Λ.Φ. Ηλίτσεφ – Π.Η. Φεντοσεγιεφ: «Φιλοσοφικό Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό», Εκδόσεις Κ. Καπόπουλος, Τόμος Πρώτος, Αθήνα 1985.