Τοποθεσία: Για την Αταξική Κοινωνία και την Άμεση Δημοκρατία

Βιβλία, Άρθρα, Επιστολές, Φυλλάδια, Γνωμικά κ.ά.

 

Τα Δημοψηφίσματα ως πρακτική εκδήλωση

μιας αρχής της Άμεσης Δημοκρατίας

στο γενικό επίπεδο οργάνωσης μιας κοινωνίας

Υπάρχει δυνατότητα Αμεσοδημοκρατικής λύσης στο Κυπριακό Πρόβλημα;

Ομιλία του Χαμπή Κιατίπη

γραμμένη στις 18 Μαΐου 2009 για να διαβαστεί στη Διημερίδα Πολιτικού Στοχασμού

που έγινε στην Αθήνα 23 και 24 Μαΐου 2009

 

1. Προοίμιο

 

Από το 1571, χρονιά της κατάκτησης της Κύπρου από τους Οθωμανούς (Τούρκους) μέχρι το 1878 που η Τουρκία εκχώρησε το νησί στην Μ. Βρετανία, η Κύπρος ήταν διοικητικά επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατά τα 400 περίπου χρόνια που πέρασαν από την κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους μέχρι το 1960 που ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία είχε διαμορφωθεί στο νησί μια τουρκοκυπριακή κοινότητα που το 1960 αποτελούσε το 18% περίπου του συνολικού πληθυσμού του νησιού. Το 80% του πληθυσμού ήταν Ελληνοκύπριοι και το υπόλοιπο 2% αποτελούσαν άτομα που ανήκαν στην Αρμενική, τη Μαρωνίτικη και τη Λατινική κοινότητα.

Το 1878 η Τουρκία εκχώρησε έναντι ενοικίου την Κύπρο στη M. Βρετανία "για να την κατέχει και να τη διοικεί". Το 1914 η Βρετανία την προσάρτησε στις Βρετανικές κτήσεις και το 1925 την ανακήρυξε σε αποικία της. Οι Έλληνες της Κύπρου αν και στην αρχή χάρηκαν για την ανάληψη της διοίκησης της νήσου τους από τη Βρετανία δεν την αποδέχθηκαν ως μόνιμη κατάσταση, αλλά ως προσωρινή. Ανάμεσα τους άρχισε να αναδεικνύεται ως αποτέλεσμα της δράσης κυρίως των κληρικών και των διανοουμένων το αίτημα για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Το 1931 εξεγέρθηκαν αυθόρμητα ενάντια στην Βρετανική κατοχή και μετά από διαδηλώσεις στη Λευκωσία έφτασαν μέχρι το Κυβερνείο που βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα από τη πόλη, το οποίο και πυρπόλησαν. Ακολούθησε μια μικρή περίοδος στυγνής αποικιακής διακυβέρνησης που έμεινε γνωστή ως Παλμεροκρατία, από το όνομα του βρετανού κυβερνήτη Πάλμερ.

Μετά το Β’ Παγκ. Πόλεμο οι βρετανικές αποικιακές αρχές αναγκάστηκαν να παρακαθίσουν σε συνομιλίες με εκπροσώπους της Ελληνοκυπριακής και της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας για να βρουν μια αποδεχτή λύση απ’ όλες τις πλευρές. Η Εθναρχία και η Δεξιά παράταξη δεν θέλησαν να εκπροσωπηθούν στη σύναξη αυτή που ονομάστηκε Διασκεπτική. Η Διασκεπτική δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ γιατί δεν ήταν δυνατόν να συνεχίσει τις εργασίες της χωρίς την Εθναρχία και τη Δεξιά που τότε μαζί ήταν πανίσχυρες και κυρίαρχες  στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα και έτσι κατέρρευσε το 1948. Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων της Διασκεπτικής υπήρχε προς συζήτηση η πρόταση της Βρετανίας για εκχώρηση στην Κύπρο καθεστώς αδύνατης Αυτοκυβέρνησης.  Οι θρησκευτικοί ηγέτες και η Δεξιά απαιτούσαν Ένωση και μόνο Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Οι εκπρόσωποι της Αριστεράς με επικεφαλής το νεαρό τότε ΑΚΕΛ, είχαν αρχικά αποδεχτεί να συζητήσουν το καθεστώς αυτοκυβέρνησης που θεωρούσαν ως ένα μεταβατικό καθεστώς προς την Ένωση. Πίστευαν και διακήρυτταν ότι για να επιτευχθεί η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, έπρεπε πρώτα να εξασφαλίσουν τη συγκατάθεση μιας μεγάλης μερίδας της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και όχι παραγνωρίζοντας την και πηγαίνοντας ενάντια στη θέλησή της. Ακολούθησε μια κρίση εξουσίας στο ΑΚΕΛ, που ήταν η κύρια πολιτική δύναμη της Αριστεράς κατά την οποία άλλαξε ριζικά η ηγεσία. Η νέα ηγεσία έκανε στροφή προς την πολιτική της Ένωσης και μόνο Ένωση. Έτσι, ο Γενάρης του 1950 βρίσκει όλες τις οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις του νησιού να υποστηρίζουν την πολιτική: Ένωση και μόνο Ένωση. Η παραγνώριση και καταστρατήγηση των αισθημάτων και αιτημάτων των Τουρκοκυπρίων εκ μέρους των οργανωμένων Ελληνοκυπρίων έγινε η αιτία για την εμφάνιση του Κυπριακού προβλήματος που έκτοτε ταλανίζει το νησί.

 

2. Το «Δημοψήφισμα» του 1950

 

Στις 15 του Γενάρη του 1950, η Ηγεσία της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας της Ελληνοκυπριακής κοινότητας διοργάνωσε «Δημοψήφισμα» με τη μορφή μαζέματος υπογραφών σε δημόσιους χώρους – βασικά σε χριστιανικού ναούς. Στο «δημοψήφισμα» ο πολίτης έπρεπε να θέση την υπογραφή του κάτω από το αίτημα για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Δεν είχε δηλαδή δεύτερη επιλογή. Σκοπός της εκκλησίας ήταν να μαζέψει όσο το δυνατόν περισσότερες υπογραφές που να υποστηρίζουν την Ένωση. Πίστευε, πως μ' αυτόν τον υποτιθέμενο αμεσοδημοκρατικό τρόπο θα αποδείκνυε στην οικουμένη ότι ο Κυπριακός Ελληνικός λαός του 82%, απαιτούσε από την αποικιακή δύναμη την παραχώρηση αυτοδιάθεσης στον Κυπριακό λαό, ο οποίος επέλεγε την Ένωση του με την Ελλάδα.  Θα πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι το 1950 η μεγάλη πλειοψηφία του λαού - Ελλήνων και Τούρκων - ζούσαν στα χωριά απασχολούμενοι κυρίως με γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες. Η τεράστια πλειοψηφία δεν είχε ουσιαστικά ανάμειξη στην πολιτική και εύκολα ακολουθούσε τις αποφάσεις της θρησκευτικής ηγεσίας και των παραγόντων που συνέθεταν μαζί με τους κληρικούς το εθναρχικό συμβούλιο. Σε κάθε ενορία, λοιπόν, όπου υπήρχε και κέντρο συλλογής υπογραφών, ο καθένας γνώριζε τον άλλο και επειδή δεν είχαν και άλλη επιλογή, επειδή δεν είχε προηγηθεί μια πλατιά συζήτηση πάνω σε διαφορετικές επιλογές, ο κόσμος ένιωθε υποχρέωση να θέσει την υπογραφή του κάτω από το ένα και μοναδικό κείμενο, φοβούμενος μήπως και κατηγορηθεί αν δεν το πράξει... ως προδότης ή ως ανθέλληνας. Το Δημοψήφισμα του 1950 ήταν η πρώτη προσπάθεια ανάδειξης και εκδήλωσης της θέλησης του λαού, αλλά ο τρόπος που έγινε (φανερός, υπογραφές κ.λπ.) και το γεγονός ότι ο κόσμος είχε μια και μόνη επιλογή, το καθιστούσε πολιτικά και νομικά απαράδεκτο στον έξω κόσμο. Ουσιαστικά ήταν μια καρικατούρα αμεσοδημοκρατικής πράξης.

Στο εσωτερικό ήταν γενικά παραδεκτό ότι η καταπληκτική πλειοψηφία του Ελληνοκυπριακού πληθυσμού υποστήριζε το αίτημα για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Κανείς δεν αμφέβαλλε γι’ αυτό. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι  στο «δημοψήφισμα του 50» δεν πήρα μέρος ούτε οι Τουρκοκύπριοι ούτε τα μέλη των άλλων εθνικών ομάδων. Ο τρόπος με βάση τον οποίο είχε διεξαχθεί το δημοψήφισμα καθώς και οι αποκλεισμοί των άλλων εθνικών ομάδων είχαν θεωρηθεί από τις διεθνείς δυνάμεις ότι δεν μπορούσαν να οδηγήσουν στην αποκάλυψη της πραγματικής θέλησης της πλειοψηφίας του συνόλου του Κυπριακού λαού, ήτοι των Ελληνοκυπρίων, των Τουρκοκυπρίων και των άλλων εθνικών ομάδων. Ως εκ τούτου το αποτέλεσμά του δεν αναγνωρίσθηκε και δεν απέκτησε πραγματικό βάρος στο διεθνές διπλωματικό, νομικό και πολιτικό πεδίο.

 

3. Η εμφάνιση και Δράση της ΕΟΚΑ.

 

Το 1954 η κυβέρνηση της Ελλάδας έθεσε για πρώτη φορά το Πρόβλημα της Κύπρου προς συζήτηση στον ΟΗΕ, αλλά δεν υποστήριξε με σθένος το δικαίωμα του Κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση-ένωση. Ο ΟΗΕ έβγαλε ένα αδύνατο ψήφισμα.

Στο μεταξύ δεξιές εθνικιστικές δυνάμεις στην Κύπρο και την Ελλάδα, με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο τον ΙΙΙ και τον Συνταγματάρχη Γεώργιο Γρίβα, πρώην αρχηγό της Οργάνωσης «Χ», που έδρασε κατά το τέλος της Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα ενάντια στις αντιστασιακές οργανώσεις, οργάνωναν μια μυστική οργάνωση στην Κύπρο -την ΕΟΚΑ- με σκοπό τη διεξαγωγή αντάρτικων επιχειρήσεων. Με τη μέθοδο αυτή πίστευαν ότι θα εξανάγκαζαν σε σύντομο χρονικό διάστημα τη Βρετανία να παραχωρήσει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης στον Κυπριακό λαό. Όπως ήδη αναφέραμε, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης μεταφραζόταν τότε από τους Ελληνοκύπριους και Ελλαδίτες πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες ως το δικαίωμα Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Την Ένωση υποστήριζαν και οι αριστερές πολιτικές δυνάμεις, αλλά σε αντίθεση προς την ΕΟΚΑ, αυτές υποστήριζαν τον ειρηνικό τρόπο πάλης, που μεταφραζόταν σε παλλαϊκό αγώνα ενάντια στην Αγγλική κατοχή. Υποστήριζαν ότι στον αγώνα αυτό είχαν θέση τόσο οι Έλληνες όσο και οι Τούρκοι, οι Αρμένιοι, οι Μαρωνίτες και οι Λατίνοι. Ο παλλαϊκός αγώνας ουδέποτε όμως έγινε πραγματικότητα.

Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι το δικαίωμα για αυτοδιάθεση των λαών είχε προβληθεί πλατιά πριν και μετά το Β' Παγκ. Πόλεμο και αφορούσε το αίτημα των λαών που βρίσκονται τότε υπό αποικιοκρατικό ή άλλο ζυγό για εθνική απελευθέρωση από την αποικιακή δύναμη. Η αποικιακή δύναμη ήταν υπόχρεη να παραχωρήσει αυτό το δικαίωμα με την έννοια ότι θα έπρεπε να διοργανώσει δημοκρατικά δημοψηφίσματα, ώστε να αποφανθεί ο λαός τι προτιμούσε για την χώρα του μετά την απελευθέρωσή του από τον αποικιακό ζυγό. Θεωρητικά, ο κάθε υπόδουλος λαός θα έπρεπε να έχει στο δημοψήφισμα τρεις τουλάχιστον επιλογές:

1. Να ενωθεί η χώρα του με το κράτος που το είχε μέχρι τότε υπόδουλο, ως επαρχία του;

2. Να ενωθεί με μια άλλη χώρα/κράτος;

3. Να ιδρύσει ένα ανεξάρτητο κράτος;

 

Στον Κυπριακό λαό δεν δόθηκε ποτέ το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, ώστε να επιλέξει με αμεσοδημοκρατικό τρόπο μια από τις πιο πάνω επιλογές.

Κατά τη εικοσαετία 1945-1965 παραχωρήθηκε στις περισσότερες αποικίες, κυρίως μετά από κάποια μορφή αντιαποικιακού αγώνα, κάποιο καθεστώς ανεξαρτησίας. Η παραχώρηση της ανεξαρτησίας έγινε με τέτοιο τρόπο που οδήγησε τις οργανωμένες δυνάμεις της αποικίας σε συγκρούσεις. Οι πληθυσμοί των αποικιών ήταν πολυεθνικοί και πίστευαν σε διαφορετικές θρησκείες και συνεπώς ήταν οργανωμένοι είτε με βάση εθνοτικά είτε με βάση θρησκευτικά ή ιδεολογικο-πολιτικά κριτήρια. Μέχρι να σταθεροποιηθούν οι νικητές που βγήκαν απ' αυτές τις συγκρούσεις χύθηκε πολύ ανθρώπινο αίμα και καταστράφηκαν πολλοί πολιτισμικοί θησαυροί.

Στην Κύπρο, με την έναρξη δράσης από την ΕΟΚΑ, Τουρκοκύπριοι δεξιοί εθνικιστές ίδρυσαν στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα την  οργάνωση Βολκάν. Η οργάνωση αυτή αντικαταστάθηκε αργότερα από την μυστική εθνικιστική τρομοκρατική οργάνωση ΤΜΤ, που είχε πολιτικό αρχηγό τον Ραούφ Ντενκτάς και στρατιωτικούς ηγέτες Τούρκους αξιωματικούς που πήγαν μυστικά στην Κύπρο από την Τουρκία και την οποία προμήθευαν με οπλισμό από την Τουρκία. Η ΤΜΤ είχε θέσει ως βασικό της σκοπό να εμποδίσει την Ένωση ολόκληρης της Κύπρου με την Ελλάδα, ενώ αντίθετα επεδίωκε τη διχοτόμηση της Κύπρου και τη διπλή Ένωση, δηλαδή την ένωση ενός μέρους της Κύπρου με την Ελλάδα και ενός μέρους με τη Τουρκία.

Οι Βρετανοί εκμεταλλεύθηκαν τις διαφορετικές επιδιώξεις των δύο κοινοτήτων της νήσου και εφαρμόζοντας με μαεστρία το δόγμα του «διαίρει και βασίλευε» όξυναν όλο και πιο πολύ τις διαφορές και αναμόχλευσαν συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο κοινότητες.  Η αποικιακή κυβέρνηση της Κύπρου χρησιμοποίηση Τουρκοκύπριους στον αγώνα της να αντιμετωπίσει το αντάρτικο της ΕΟΚΑ που είχε εν τω μεταξύ εξασφαλίσει την υποστήριξη της τεράστιας πλειοψηφίας των Ελληνοκυπρίων.

 

4. Περίοδος διακυβέρνησης από τον Στρατάρχη Χάρτινγκ

 

Ο νέος κυβερνήτης Στρατάρχης Χάρτινγκ είχε προτείνει το 1956 στον Αρχιεπίσκοπο της Κύπρου Μακάριο- που είχε γίνει αποδεκτός από την αποικιοκρατική δύναμη ως ο αρχηγός της Ελληνοκυπριακής κοινότητας χωρίς βέβαια καμιά δημοκρατική διαδικασία - χωρίς έστω και με μια απλή ψηφοφορία - καθεστώς Αυτοκυβέρνησης. Κατ' αρχή ο Αρχιεπίσκοπος στάθηκε ευνοϊκά ως προς αυτή την πρόταση υποστηρίζοντάς την μπροστά σε 400 περίπου προσκεκλημένους του που κάλεσε για να συζητήσουν αυτή την πρόταση και να πάρουν αποφάσεις. Παρόλο που η μεγάλη πλειοψηφία των παρευρισκομένων τάχθηκε υπέρ της αποδοχής του καθεστώτος Αυτοκυβέρνησης, στο τέλος ο Αρχιεπίσκοπος το απέρριψε ως μη ικανοποιόν τους εθνικούς πόθους του Κυπριακού λαού. Μετά την άρνηση του Μακαρίου να αποδεχτεί το Σχέδιο Χάρτινγκ, συνελήφθη και μαζί με μερικούς άλλους θρησκευτικούς και πολιτικούς ηγέτες εξορίστηκε στις Σεϋχέλλες.  Η Ελληνοκυπριακή κοινότητα έμεινε χωρίς πολιτικό αρχηγό, γιατί κανείς άλλος δεν ήταν αρκετά δημοφιλής και δεν είχε τη δύναμη να αντικαταστήσει τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Ο Γρίβας διακήρυξε την υποστήριξη του προς τον Μακάριο και ότι δεν θα αναγνώριζε κανένα άλλο ως πολιτικό αρχηγό. Παρέμεινε στην Κύπρο και καθοδηγούσε τις αντάρτικες ομάδες που δρούσαν αποσπασματικά εκδηλώνοντας διάφορες ένοπλες συγκρούσεις με τις αποικιακές στρατιωτικές δυνάμεις που τις καταδίωκαν για να τις εξολοθρεύσουν. Ο Γρίβας απέκτησε μεγάλο σεβασμό και πολλούς υποστηρικτές ανάμεσα στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα, ιδιαίτερα ανάμεσα στους μαθητές και τους νέους εργαζόμενους.

Για να κάνουν γνωστή την ύπαρξή τους και τα αιτήματά τους, μια ομάδα Τουρκοκύπριων - μέλη της ΤΜΤ, - εκδήλωσαν το 1958 εκτεταμένη βίαιη δράση ενάντια σε συμφέροντα Ελληνοκυπρίων. Πυρπόλησαν Ελληνοκυπριακές περιουσίες στο κέντρο της παλαιάς Λευκωσία και διέσπειραν τον τρόμο στους Ελληνοκύπριους που διέμεναν ή εργάζονταν στις εν λόγω περιοχές και οι οποίοι εξαναγκάσθηκαν να τις εγκαταλείψουν, αφήνοντας πίσω τους τα σπίτια και άλλες περιουσίες.

Οι πυρπολήσεις Ελληνοκυπριακών περιουσιών στη Λευκωσία ήταν η πρώτη μαζική επίθεση των Τουρκοκυπριακών εθνικιστικών δυνάμεων ενάντια στους Ελληνοκύπριους. Οι Βρετανοί αποικιοκράτες προχώρησαν στη δημιουργία της λεγόμενης Πράσινης Γραμμής, δηλαδή μιας νοητικής διαχωριστικής γραμμής κατά μήκος βασικών εμπορικών οδών, που ως σύνορα πλέον διαχώριζαν και εδαφικά την Τουρκοκυπριακή από την Ελληνοκυπριακή συνοικία στη Λευκωσία. Έτσι δημιουργείται στο βόρειο τμήμα της Λευκωσίας μια απομονωμένη από το υπόλοιπο τμήμα Τουρκοκυπριακή συνοικία που αργότερα απέκτησε και τις δικές της δημοτικές αρχές. Αυτό ήταν το πρώτο σπέρμα γεωγραφικού διαχωρισμού του Κυπριακού λαού.

 

5. Περίοδος Διακυβέρνησης από τον Σερ Χιου Φουτ

 

Η κατάσταση στην Κύπρο περιπλέχθηκε τόσο πολύ που φαινόταν αδύνατον να ικανοποιηθούν είτε τα Ελληνοκυπριακά είτε τα Τουρκοκυπριακά αιτήματα: των Ελληνοκυπρίων για Ένωση, των Τουρκοκυπρίων για Διχοτόμηση και των Βρετανών για Αυτοκυβέρνηση. Η πιθανότητα παραχώρησης κάποιας μορφής Ανεξαρτησίας άρχισε να συζητιέται και να φαίνεται πως είχε πιο πολλές πιθανότητες να γίνει αποδεχτή από τις αντιμαχόμενες πλευρές παρά μια από τις άλλες επιλογές. Όταν διαφάνηκε ότι ήταν δυνατή λύση Ανεξαρτησίας οι Βρετανοί άφησαν ελεύθερους τους εξορισμένους με την προϋπόθεση να μην επιστρέψουν στην Κύπρο. Οι εξόριστοι Κύπριοι ιεράρχες μετέβησαν και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα όπου είχαν τη δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας και συνεργασίας με την Ελληνική πολιτική ηγεσία, και κυρίως με την Ελληνική Κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και υπουργό εξωτερικών τον Ευάγγελο Τοσίτσα-Αβέρωφ. Η ελληνοκυπριακή και ελληνική πλευρά είχαν πλέον πειστεί  πως ο ένοπλος αγώνας για Ένωση δεν είχε δυνατότητα επιτυχίας και έτσι άρχισα να συζητούν με τους Τούρκους για λύση Ανεξαρτησίας.

Οι Βρετανοί πείστηκαν ότι ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ έβαινε προς το τέλος του και γι’ αυτό αντικατέστησαν τον στρατιωτικό διοικητή Χάρτινγκ με το διπλωμάτη-πολιτικό Σερ Χιου Φουτ, ο οποίος και θα αναλάμβανε να κυβερνήσει μια μεταβατική περίοδο μέχρι να μεταφερθούν οι κρατικές εξουσίες από τα Βρετανικά στα Κυπριακά χέρια. Ο Γρίβας για να βοηθήσει στην διεξαγωγή των συνομιλιών για εξεύρεση λύσης Ανεξαρτησίας διέταξε ανακωχή.

Το 1959, μετά από τέσσερα χρόνια δράσης της ΕΟΚΑ και της ΤΜΤ, και μετά από συνομιλίες ανάμεσα σε εκπροσώπους της Ελληνικής και της Τουρκικής Δημοκρατίας αποφασίστηκε όπως η Βρετανική αποικία της Κύπρου μετατραπεί σε ένα ιδιότυπο «ανεξάρτητο» Κράτος, που ονομάστηκε Κυπριακή Δημοκρατία. Οι συμφωνίες για την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, έγιναν γνωστές ως συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου. Οι εκπρόσωποι των δύο κυπριακών κοινοτήτων δεν είχαν σημαντική συμβολή στη συνομολόγηση των Συμφωνιών αυτών και απλώς καλέστηκαν στο Λονδίνο να τες υπογράψουν. Οι συμφωνίες αυτές προνοούσαν την εγγύηση της διατήρησης αυτού που θα ιδρυόταν από τη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία. Κάθε χώρα ξεχωριστά ή όλες ή δύο μαζί είχαν το δικαίωμα να επέμβουν για να επαναφέρουν τον νόμο και την τάξη στη βάση των συμφωνιών και του συντάγματος της Κυπριακή Δημοκρατίας. Αυτός ο όρος φάνηκε αργότερα πολύ χρήσιμος για την Τουρκία.

 

6. Τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας

 

Το νεοσύστατο κυπριακό κράτος ουσιαστικά απέκτησε από την αρχή δικοινοτικό χαρακτήρα. Αναγνωριζόταν συνταγματικά πως στην Κύπρο ζούσαν δύο κοινότητες - η Ελληνοκυπριακή και η Τουρκοκυπριακή - και κάθε άλλος κάτοικος έπρεπε να επιλέξει εθελοντικά να ενταχθεί σε μια από τις δύο κοινότητες.  Ο χαρακτήρας του δικοινοτικού κράτους εκφραζόταν με πολλούς και διάφορους τρόπους.  Κάθε κοινότητα π.χ. αποκτούσε μια Κοινοτική Συνέλευση (κοινοτική βουλή), η οποία είχε όχι μόνο νομοθετικές αλλά και εκτελεστικές εξουσίες σε εκπαιδευτικά, θρησκευτικά, οικογενειακά κι πολιτισμικά ζητήματα. Οι αποφάσεις της κάθε Κοινοτικής Συνέλευσης εφαρμόζονταν μόνο στη κοινότητα που εκπροσωπούσε. Είχε επίσης δικαίωμα επιβολής φορολογίας στη κοινότητα της.

Οι συναφθείσες συμφωνίες προνοούσαν επίσης ανάμεσα σ’ άλλα, όπως ο κρατικός μηχανισμός της Κυπριακής Δημοκρατίας θα στελεχωνόταν με βάση εθνοτικά κριτήρια, δηλαδή η στελέχωση όλων των κρατικών οργάνων έπρεπε να ακολουθεί την αναλογία: 70% Ελληνοκύπριοι και 30% Τουρκοκύπριοι (60% και 40% αντίστοιχα στο στρατό). Η διάταξη αυτή δεν εξασφάλιζε πλήρη αξιοκρατία και ομαλή επικοινωνία ανάμεσα στους δημόσιους υπαλλήλους.

Το σύνταγμα που συνομολόγησαν εκπρόσωποι από τις πιο πάνω εθνικές οντότητες περιέχει διάφορες πρόνοιες που έχουν επίσης ρατσιστικό-εθνικιστικό χαρακτήρα, καθώς και τα σπέρματα περαιτέρω διακοινοτικών συγκρούσεων.  Υπήρξε επίσης και μερικός εδαφικός διαχωρισμός σε δημαρχιακό επίπεδο με την παραχώρηση στους Τουρκοκύπριους το δικαίωμα να ιδρύσουν ξεχωριστά δημαρχεία στις 5 μεγάλες πόλεις, όπου οι Τουρκοκύπριοι ζούσαν συγκεντρωμένοι σε μια και την ίδια συνοικία.

Η Κυπριακή Δημοκρατία έκανε αίτηση και έγινε δεχτή ως πλήρες μέλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

Μετά την ανεξαρτησία έγινε φανερό ότι είχε δημιουργηθεί ένα δυσλειτουργικό κράτος, κυρίως λόγω του τρόπου διαμοιρασμού των εξουσιών ανάμεσα στις δύο κυπριακές κοινότητες. Μετά από τρία χρόνια δύσκολης λειτουργίας του νέου κράτους, η ηγεσία της Ελληνοκυπριακής κοινότητας με επικεφαλής τον Μακάριο αποφάνθηκε ότι το Σύνταγμα έχριζε αλλαγής σε 13 σημεία, ώστε να γίνει πιο λειτουργικό. Οι αλλαγές όμως αυτές υπονόμευαν ορισμένα βασικά προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα και που αποσκοπούσαν στην υποβάθμιση της Τουρκοκυπριακής κοινότητας σε μια κοινότητα με μειονοτικά δικαιώματα. Δηλαδή θα την έθετε υπό την κυριαρχία της Ελληνοκυπριακής κοινότητας.

Η Τουρκοκυπριακή ηγεσία αρνήθηκε τις προτεινόμενες αλλαγές στο Σύνταγμα και αποχώρησε από τις θέσεις που κατείχε στη Κυπριακή Δημοκρατία. Επίσης οι Τουρκοκύπριοι δημόσιοι αξιωματούχοι και υπάλληλοι απεχώρησαν από την «κοινή δημόσια υπηρεσία» (ή εξαναγκάσθηκαν από την ηγεσία της κοινότητάς τους να εγκαταλείψουν τις δουλείες τους, λένε μερικοί) και η Τουρκοκυπριακή κοινότητα άρχισε να δημιουργεί τις δικές της, υποτυπώδεις αρχικά κρατικές δομές που με την πάροδο του χρόνου αναπτύσσονταν σε οργανωμένο κρατικό μηχανισμό που έλεγχε ορισμένες περιοχές στις οποίες υπήρχε αμιγής τουρκοκυπριακός πληθυσμός. Το Δεκέμβρη του 1963 άρχισαν ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο κυπριακές κοινότητες που συνεχίστηκαν και τους πρώτους μήνες του 1964. Το 1964 Τούρκικα αεροπλάνα βομβάρδισαν ορισμένες περιοχές στο βόρειο τμήμα του νησιού. Η Τούρκικη επέμβαση σταμάτησε γρήγορα μετά από παρέμβαση του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Lyndon B. Johnson και άλλων δυνάμεων.

Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι πριν το 1960 τόσο οι Ελληνοκύπριοι όσο και οι Τουρκοκύπριοι ζούσαν σε χωριά και σε πόλεις που βρίσκονταν διάσπαρτα σε όλη την κυπριακή επικράτεια. (Βλέπε Χάρτη στο τέλος) Στα περισσότερα χωριά ζούσαν είτε μόνο Ελληνοκύπριοι είτε μόνο Τουρκοκύπριοι. Υπήρχαν, όμως, και πολλά μεικτά χωριά στα οποία ζούσαν πολίτες που ανήκαν και στις δύο κοινότητες. Όπως έχουμε αναφέρει στις πόλεις η πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων και η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων ζούσαν σε ξεχωριστές συνοικίες.

Το 1964 άρχισε και ο σκόπιμος και εν πολλοίς εξαναγκασμένος εθνικός διαχωρισμός. Οι τουρκοκυπριακές διοικητικές αρχές που είχαν στο μεταξύ ιδρυθεί, υποχρέωσαν ή ενθάρρυναν Τουρκοκύπριους να μετακινηθούν σε ορισμένες περιοχές που κατοικούνταν κυρίως από μέλη της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και τα οποία έλεγχαν οι τουρκοκυπριακές αρχές. Οι περιοχές αυτές επειδή περικυκλώνονταν από τις περιοχές τις οποίες έλεγχε η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας ονομάστηκαν "Τουρκοκυπριακοί Θύλακες" (enclaves). Αυτές οι περίκλειστες περιοχές θεωρήθηκαν από τους Τουρκοκύπριους ως «κυρίαρχες Τουρκοκυπριακές περιοχές». Τις περιοχές αυτές διοικούσαν οι «διοικητικές αρχές» της κοινότητάς τους. Οι Τουρκοκυπριακές «διοικητικές αρχές» έλεγχαν λ.χ. το βόρειο τμήμα της Λευκωσίας, στο οποίο άρχισε να διοικείται από Τουρκοκυπριακές δημοτικές αρχές, τις οποίες προηγουμένως ο Μακάριος αρνήθηκε να εγκαθιδρύσει με βάση τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Οι Τουρκοκυπριακές κυβερνητικές αρχές έλεγχαν το δρόμο που ένωνε τη Λευκωσία με την Κερύνεια. Για την αποφυγή περαιτέρω ενόπλων συγκρούσεων συμφωνήθηκε όπως οργανωθεί από τα Ηνωμένα Έθνη ειρηνευτική αστυνομική δύναμη (UNFICYP) που θα εγκαθίστατο σε περιοχές ανάμεσα στις δύο κοινότητες.

Για να πάνε οι Ελληνοκύπριοι από τη Λευκωσία στην Κερύνεια έπρεπε είτε να ακολουθήσουν άλλη, πιο μακρινή διαδρομή, είτε να μαζευτούν στη λεωφόρο Δημοκρατίας στον Άγιο Δομέτιο, προάστιο της Λευκωσίας, και απ’ εκεί ως ένα «κομβόι» και με συνοδεία ένοπλων ανδρών της Ειρηνευτικής Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών να πάνε στην Κερύνεια. Το ίδιο ίσχυε και για τους ταξιδιώτες από την Κερύνεια προς στη Λευκωσία.

Ο Μακάριος δέχτηκε και κάλεσε τον Γρίβα να επιστρέψει στην Κύπρο και να αναλάβει την νεοϊδρυθείσα Εθνική Φρουρά. Την Εθνική Φρουρά ενίσχυσε με οπλισμό και με άνδρες - με μια μεραρχία- η Ελληνική κυβέρνηση. Μετά που ο Γρίβας εξαπόλυσε το 1957 σφοδρή επίθεση ενάντια στο Τουρκοκυπριακό χωριό Κοφίνου και κατάσφαξε μερικούς Τουρκοκύπριους εξαναγκάστηκε να αποχωρήσει από την Κύπρο. Το ίδιο έγινε και με την Ελληνική μεραρχία.

Το 1968, με την ενθάρρυνση των οργάνων του ΟΗΕ, άρχισαν συνομιλίες ανάμεσα σε εκπροσώπους των δύο κυπριακών κοινοτήτων για εξεύρεση λύσης στο πρόβλημα που δημιουργήθηκε. Λέγεται ότι στην τελική φάση των συνομιλιών επέκειτο πλήρης συμφωνία για λύση του διακοινοτικού προβλήματος. Μετά από μερικά χρόνια επέστρεψε μυστικά από την Ελλάδα στην Κύπρο ο Γρίβας και ίδρυσε την ΕΟΚΑ Β' που άρχισε ένοπλες επιθέσεις ενάντια σε κρατικά όργανα και ιδρύματα σε μια προσπάθεια να εξαναγκάσει τον Μακάριο σε παραίτηση και να αναλάβει εκείνος την εξουσία με σκοπό να προωθήσει την Ένωση. Σκόπευε να επιβάλει την Ένωση με το έτσι θέλω, δηλαδή χωρίς την έγκριση των Τουρκοκυπρίων και των Βρετανών που είχαν εξασφαλίσει για τον εαυτό τους με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου δύο τεράστιες στρατιωτικές βάσεις και άλλες διευκολύνσεις. 

Παρενθετικά, θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι τον Απρίλη του 1967 έγινε στην Ελλάδα στρατιωτικό, φασιστικό πραξικόπημα από ορισμένους συνταγματάρχες οργανωμένους στην στρατιωτική οργάνωση ΙΔΕΑ.

Αντί να βρεθεί λύση στο κρατικό και κοινωνικό-οικονομικό πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι της Κύπρου, που ανήκαν σε διάφορες εθνικές ομάδες, με την έναρξη δράσης από την ΕΟΚΑ Β' τα πράγματα χειροτέρευσαν. Με την συγκατάθεση της πολιτικής ηγεσίας των Ελληνοκυπρίων η Χούντα των Αθηνών έλεγχε την Εθνική Φρουρά της Κύπρου και αναμειγνυόταν στις εσωτερικές υποθέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, προσπαθώντας να επιβάλει την πολιτική της. Ο Πρόεδρος Μακάριος αντιστάθηκε σθεναρά στις προσπάθειες αυτές και έφτασε στο σημείο να ζητήσει από την Χούντα να αποσύρει όλους τους Έλληνες αξιωματικούς και στρατιώτες καθώς και άλλους που λειτουργούσαν με πολιτική περιβολή.

Τον Ιούλιο του 1974 η διοικούμενη από Χουντικούς Αξιωματικούς Εθνική Φρουρά υποβοηθούμενη από την ΕΟΚΑ Β' διενήργησε πραξικόπημα ενάντια στον Μακάριο, ο οποίος κατόρθωσε να διαφύγει και να σωθεί από τις στρατιωτικές επιθέσεις που διεξάγονταν ενάντια στο Προεδρικό Μέγαρο. Σκοπός του πραξικοπήματος της στρατιωτικής χούντας της Ελλάδας και ΕΟΚΑ Β' ήταν να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους με σκοπό να καταλύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία και να ενώσουν την Κύπρο ολόκληρη με την Ελλάδα. Η ενέργειά τους αυτή προκάλεσε, όπως προειδοποιούσαν πολλές πολιτικές δυνάμεις στην Κύπρο, την Ελλάδα και αλλού, την στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας για να εμποδίσει την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού. Η Τουρκική εισβολή και κατοχή του 37% του κυπριακού εδάφους οδήγησε σε πλήρη εθνικό και εδαφικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων, δηλαδή στη διχοτόμηση της Κύπρου, η οποία διατηρείται έκτοτε μέχρι σήμερα (2009) με την παρουσία στο νησί μιας ισχυρής τουρκικής στρατιωτικής δύναμης.

 

7. Η μετά το 1974 εποχή.

 

Το 1976 άρχισαν ξανά συνομιλίες ανάμεσα σε εκπροσώπους των δύο κοινοτήτων και συνεχίστηκαν κατά διαστήματα μέχρι το 2003. Πέρασαν δηλαδή 39 τόσα χρόνια από την έναρξη των διακοινοτικών συγκρούσεων και μετά από πολύχρονες συνομιλίες ανάμεσα σε διάφορους ηγέτες των Ελληνοκυπρίων και εκείνων των Τουρκοκυπρίων δεν έγινε δυνατόν να φτάσουν σε κοινά αποδεχτή συμφωνία, που να εξασφαλίζει στις δύο κοινότητες μακροχρόνιες συνθήκες αγαστής ειρηνικής συμβίωσης και συνεργασίας για πρόοδο και ευημερία όλων των Κυπρίων, ανεξάρτητα εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας και πολιτισμικής ιδιαιτερότητας.

Το 1983 ο Ρ. Ντενκτάς ανακήρυξε τα κατεχόμενα από τις Τούρκικες δυνάμεις ως ανεξάρτητο κράτος με την ονομασία «Τούρκικη Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» -ΤΔΒΚ. Την ΤΔΒΚ δεν αναγνώρισε από τότε μέχρι σήμερα κανένα κράτος, εκτός από την Τουρκία. Διεξήχθηκαν προεδρικές εκλογές τις οποίες κέρδισε ο Ρ. Ντενκτάς. Το πολιτειακό σύστημα της ΤΔΒΚ είναι κοινοβουλευτικό και όχι προεδρικό όπως στην Κυπριακή Δημοκρατία. Η κυβέρνηση με επικεφαλής πρωθυπουργό έχει δικαιοδοσία διακυβέρνησης των εσωτερικών κυρίως υποθέσεων. Υπεύθυνος για το Κυπριακό είναι ο εκάστοτε Πρόεδρος της ΤΔΒΚ, που συνεργάζεται στενότατα με την εκάστοτε Τούρκικη Κυβέρνηση και στρατιωτική ηγεσία.

Όλες οι συνομιλίες για εξεύρεση ειρηνικής λύσης στο Κυπριακό πρόβλημα διεξάγονταν υπό την αιγίδα του εκάστοτε Γ.Γ. των Η.Ε. Ουσιαστικά οι άμεσα ενδιαφερόμενες δυνάμεις Βρετανία και ΗΠΑ ήταν αυτές που κυριαρχούσαν στον ΟΗΕ και επηρέαζαν τις αποφάσεις του. Τα διάφορα Σχέδια Λύσης που είχαν κατά καιρούς προταθεί είχαν την σφραγίδα αυτών των δύο δυνάμεων. Όλα τα Σχέδια λύσεις που είχαν προτείνει τα Η.Ε. απερρίφθησαν από τον Ραούφ Ντενκτάς, ηγέτη της Τουρκοκυπριακής κοινότητας μέχρι το 2004 και από τους εκάστοτε Προέδρους της Ελληνοκυπριακής κοινότητας, εκτός από μια περίπτωση: Ο Πρόεδρος Γιώργος Βασιλείου (1988-2003) αποδέχθηκε το σχέδιο γνωστό ως Ιδέες Γκάλι, αλλά δυστυχώς το απέρριψε ο Ντενκτάς και τα κόμματα της Δεξιάς στους Ελληνοκύπριους.

Μέχρι τότε η εξεύρεση και υιοθέτηση μιας λύσης στο Κυπριακό πρόβλημα εναποτίθετο στις ευθύνες της πολιτικής ηγεσίας στις δύο κοινότητες με κάποιες διαφοροποιήσεις. Όσον αφορά την Ελληνοκυπριακή κοινότητα ο Πρόεδρος είχε, με την ανοχή της πολιτικής ηγεσίας και του λαού, την εξουσία διαπραγμάτευσης και σύναψης συμφωνίας. Η Ελληνική κυβέρνηση συμπαρίστατο στις προσπάθειες του Κύπριου Προέδρου. Στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα  τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα. Η Τουρκία διατηρούσε μεγάλη στρατιωτική παρουσία με άμεση σύνδεση και σχέση με το λεγόμενο βαθύ κράτος της Τουρκίας, που είχε ουσιαστικά τον πρώτο λόγο ως προς την αποδοχή ή όχι μιας προτεινόμενης λύσης, έστω κι αν η λύση ήταν το αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις δύο κοινότητες, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ.

 

8. Η εισαγωγή Αμεσοδημοκρατικού τρόπου έγκρισης μιας προτεινόμενης λύσης.

 

Κατά τη δεύτερη θητεία του Προέδρου Κληρίδη (1988-2003) εισήχθη ένας νέος όρος στις προσπάθειες λύσης του Κυπριακού. Ο όρος που λέει ότι η οποιαδήποτε πρόταση λύσης για να αποκτήσει νομική ισχύ, αναγνωρισμένη από τη διεθνή κοινότητα θα έπρεπε να επικυρωθεί με ξεχωριστά δημοψηφίσματα και από τις δύο κοινότητες. Επίσης ο Κληρίδης προέβαλε το αίτημα για πλήρη αποστρατικοποίηση της Κύπρου, με την αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων, χωρίς βέβαια να διευκρινίζεται αν συμπεριλαμβάνονταν και τα Βρετανικά στρατεύματα που εδρεύουν στις κυρίαρχες βρετανικές βάσεις.

Κάποιος πιθανώς να θεωρεί ότι η απόφαση για διεξαγωγή δημοψηφισμάτων προς έγκριση μιας απόφασης δίνει στη διαδικασία τελικής επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος χαρακτήρα αμεσοδημοκρατικό. Για να αποκτήσει όμως ένα τέτοιο χαρακτήρα θα πρέπει να εκπληρωθούν ορισμένοι όροι, να διεξαχθεί το δημοψήφισμα μέσα σε ορισμένες δημοκρατικές συνθήκες και να δοθεί σε όλες τις αντικρουόμενες θέσεις και αιτήματα ίσες ευκαιρίες προβολής. Αυτό σήμαινε πως μέχρι να φτάσει στο λαό μια πρόταση λύσης αυτή θα έπρεπε να διαμορφωθεί ύστερα από διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους δύο ηγέτες των δύο κυπριακών κοινοτήτων  που διεξάγονταν υπό την αιγίδα των Η.Ε. και συγκεκριμένα του Γ. Γ. και αυτή η τελική πρόταση λύσης να συζητηθεί λεπτομερώς ώστε οι ψηφοφόροι να είναι απόλυτα σίγουροι ότι κατανοούν τις διάφορες πλευρές της συμφωνίας και να επιλέξουν συνειδητά ελεύθερα.

Κατά τη συγκεκριμένη περίπτωση έγιναν πολλές προσπάθειες από τον κ. Γλ. Κληρίδη και τον Ρ. Ντενκτάς εντός και εκτός Κύπρου τόσο υπό την αιγίδα του τότε Γ.Γ. των Η.Ε. κ. Κόφι Αναν, όσο και σε κατ' ιδίαν διαπραγματεύσεις ή σε μυστικές συναντήσεις εκπροσώπων τους. Δυστυχώς οι διαπραγματεύσεις δεν οδηγούσαν σε κανένα αμοιβαία αποδεκτό αποτέλεσμα διότι ήταν αδύνατον να γεφυρωθούν οι απαιτήσεις των δύο πλευρών. Η μεν Ελληνοκυπριακή πλευρά ζητούσε λύση διζωνική δικοινοτικής ομοσπονδίας η δε Τουρκοκυπριακή πλευρά συζητούσε στη βάση λύσης δύο ξεχωριστών κρατών που θα σύναπταν μεταξύ τους μια συμφωνία με βάση μιας χαλαρής Συνομοσπονδίας δύο ισότιμων ανεξάρτητων κρατών.

Στο μεταξύ η Κυπριακή Δημοκρατία, που ουσιαστικά εκπροσωπούσε μόνο την Ελληνοκυπριακή κοινότητα και όμως αναγνωριζόταν από όλα τα κράτη του κόσμου, εκτός από την Τουρκία, ως ανεξάρτητο κράτος, είχε κάνει αίτηση να ενταχθεί ως πλήρες μέλος στη Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία και έγινε αποδεχτή. Αποφασίστηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο όπως ενταχθεί μαζί με άλλες εννέα χώρες τον Μάιο του 2004. Το γεγονός αυτό υπήρξε καθοριστικό για την περαιτέρω στάση τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων στο θέμα επίλυσης του Κυπριακού. Οι μεν Τουρκοκύπριοι επείγονταν να λυθεί το Κυπριακό ούτως ώστε να ενταχθεί ολόκληρος η Κύπρος στην Ε.Ε. Η μόνο αρνητική δύναμη ήταν ο Ρ. Ντενκτάς και οι συνοδοιπόροι του. Οι Τουρκοκύπριοι εξεγέρθηκαν και με τεράστιες κινητοποιήσεις εξεδήλωσαν τη θέλησή τους να συγκατανεύσουν σε μια λύση ομοσπονδίας, ώστε να ενταχθούν στην Ε.Ε.  Στις βουλευτικές που διεξήχθησαν το 2003 ανάδειξαν ως πρώτο κόμμα το Ρεπουμπλικανικό Τούρκικο Κόμμα με ηγέτη τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ. Το κόμμα αυτό πρωταγωνιστούσε στις κινητοποιήσεις για σύντομη λύση. Ο Ταλάτ έγινε πρωθυπουργός και όταν έγιναν οι Προεδρικές εκλογές εκλέγεται Πρόεδρος της ΤΔΒΚ αντικαθιστώντας των Ρ. Ντενκτάς, που τέθηκε στο περιθώριο.

Στο μεταξύ το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης της Τουρκίας με ηγέτη τον Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε κερδίσει τις εκλογές του 2002 στην Τουρκία και σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση. Η νέα τουρκική ηγεσία απέρριψε τα σλόγκαν του βαθέως κράτους και των κυβερνήσεων του ότι «Η μη λύση είναι λύση» ή «η λύση βρέθηκε με τα όπλα το 1974»με το σύνθημα «Η μη λύση δεν είναι λύση» και ότι έπρεπε να γίνουν προσπάθειες για να εξευρεθεί λύση στο Κυπριακό πρόβλημα, προβάλλοντας μάλιστα το δόγμα ότι η Τουρκία θα βρίσκεται πάντοτε ένα βήμα πιο μπροστά από την Ελληνική πλευρά στην πορεία προς εξεύρεση λύσης.

Λίγο πριν τις προεδρικές εκλογές του 2003 στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, ο Κληρίδης έχασε τις προεδρικές εκλογές στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα, τις οποίες κέρδισε ο Τ. Παπαδόπουλος. Ο Τ. Παπαδόπουλος ήταν παλαιός πολιτευτής από την εποχή της ΕΟΚΑ και μέλος της ομάδας που διαμόρφωσε το σύνταγμα της κυπριακής δημοκρατίας. Ο Μακάριος τον διόρισε σε διάφορα υπουργικά πόστα στις πρώτες κυβερνήσεις του. Μετά το 1974 απεδείχθη ως απορριπτικός, με την έννοια ότι απέρριπτε όλα τα σχέδια λύσης που προτείνονταν στον Κυπριακό λαό. Δεχόταν τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία με το σωστό περιεχόμενο, όπως έλεγε, που δεν θα εξασφάλιζε όμως στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα εγγυημένη πλειοψηφία στο δικό της συνιστών κρατίδιο και πολιτική ισότητα όπως αυτή καθοριζόταν από τα σχετικά ψηφίσματα των Η.Ε. Με τον όρο αυτό πρόσβλεπε σε βαθμιαία επικράτηση των Ελληνοκυπρίων στο Τουρκοκυπριακό συνιστών κρατίδιο. Ενόσω ακόμη στην Προεδρία της ΤΔΒΚ ήταν πρόεδρος ο επίσης απορριπτικός Ντενκτάς, ο Παπαδόπουλος ζήτησε από τον Γ.Γ. των Η.Ε. Κόφι Ανάν να καλέσει τα δύο μέρη σε νέες διαπραγματεύσεις. Ο Κόφιν Ανάν διεμήνυσε στους δύο ηγέτες ότι θα δεχόταν να θέσει νέες διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του υπό τρεις βασικές προϋποθέσεις:

1. Ότι θα υπάρξουν αποδεχτά χρονοδιαγράματα μέσα στα πλαίσια των οποίων οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να ολοκληρωθούν και να συνομολογηθεί ένα περιεκτικό σχέδιο λύσης.

2. Ότι στην περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις δεν καλύψουν όλα τα θέματα και συνεπώς δεν επιτευχθεί συμφωνία σε όλα, τότε οι υπηρεσίες του ΟΗΕ θα έχουν το δικαίωμα να συμπληρώσουν τα κενά με πρόνοιες που θα θεωρούσαν δίκαιες για τις δύο πλευρές, ώστε να γίνει το νέο κράτος λειτουργικό και βιώσιμο.

3. Ότι μετά τη λήξη των διαπραγματεύσεων και την συμπλήρωση των κενών θα διεξάγονταν δύο ξεχωριστά δημοψηφίσματα, ένα σε κάθε κοινότητα, για να αποφανθούν οι δύο κοινότητες αν δέχονται η όχι το Σχέδιο Λύσης που θα τεθεί μπροστά τους.

 

Ο Τ. Παπαδόπουλος δέχθηκε τους όρους του Γ.Γ. των Η.Ε. προσδοκώντας ότι θα τους απέρριπτε ο πάντοτε απορριπτικός Ντενκτάς και συνεπώς τα Η.Ε. θα επέρριπταν την ευθύνη στον Ντενκτάς. Δεν λογάριασε όμως σωστά. Δεν είχε λάβει υπόψη του ότι στην Τουρκία σχηματίστηκε κυβέρνηση από ένα άγνωστο μέχρι τότε πολιτικό κόμμα. Ο Ντενκτάς, λοιπόν, αποδέχτηκε την πρόταση και άρχισαν νέες διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα του Γ. Γ. του ΟΗΕ ή του αντιπροσώπου του Ντε Σόττο, αρχικά στη Νέα Υόρκη, μετά στην Κύπρο και αργότερα στο Μπούργκενστοκ της Ελβετίας. Στην πραγματικότητα δεν διεξήχθησαν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους δύο ηγέτες. Ο κάθε ηγέτης κατάθετε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τις δικές του θέσεις και δεν διεξαγόταν πραγματική συζήτηση και διαπραγμάτευση προς εξεύρεση κοινά αποδεχτών προτάσεων που θα οδηγούσαν στην συνομολόγηση μιας ολικής και περιεκτικής λύσης στο Κυπριακό Πρόβλημα. Τις εκατέρωθεν προτάσεις επεξεργάζονταν οι υπηρεσίες των ΗΕ και προσπαθούσαν να τις συμβιβάσουν. Πράγμα πολύ δύσκολο αν όχι αδύνατο. Τα περισσότερα θέματα έμειναν κενά και ανάλαβαν τα  Η.Ε. να τα συμπληρώσουν.

Την 31 Μαρτίου 2004, στη διεθνή διάσκεψη που έγινε στο Μπούργκενστοκ για το Κυπριακό, παρουσιάστηκε στους εκπροσώπους των δύο κοινοτήτων, στους πρωθυπουργούς της Ελλάδας και της Τουρκίας το τελικό σχέδιο λύσης, που έμεινε γνωστό ως Σχέδιο Ανάν αριθμός πέντε, με 9000 περίπου σελίδες. Τόσο η Ελληνοκυπριακή ηγεσία όσο και η Ελληνική αποφάνθηκαν ότι ήταν ετεροβαρές και ότι δεν ήταν το αποτέλεσμα αμοιβαίας συμφωνίας. Υποστήριξαν ότι ικανοποιήθηκαν σχεδόν όλες οι απαιτήσεις της Τουρκίας ενώ ελάχιστες απαιτήσεις της Ελληνοκυπριακή πλευράς ικανοποιήθηκαν. Σ’ αντίθεση προς τη Ελληνική πλευρά ο Ερντογάν δήλωσε ότι ήταν ικανοποιημένος από το Σχέδιο Λύσης που πρότειναν τα Ηνωμένα Έθνη.

Σύμφωνα με τη διαδικασία των χρονοδιαγραμμάτων που όρισαν τα Η.Ε. το Σχέδιο Ανάν 5 έπρεπε να τεθεί σε ξεχωριστά δημοψηφίσματα στις δύο κοινότητες στις 24 Απριλίου 2004, δηλαδή μέσα σε 24 μέρες. Ο λόγος που επείγονταν να γίνουν τα δημοψηφίσματα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα ήταν το γεγονός πως την 1η Μαΐου του ίδιου χρόνου η Κύπρος ή η Κυπριακή Δημοκρατία θα εντασσόταν ως πλήρες μέλος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι ιθύνοντες των Η. Ε. πίστευαν ότι στα δημοψηφίσματα οι δύο κοινότητες θα ενέκριναν το Σχέδιο Λύσης του προβλήματος και θα ιδρυόταν ένα ομοσπονδιακό κράτος μιας ενωμένης Κύπρου και έτσι θα εντασσόταν στην Ε.Ε. και οι δύο κοινότητες. Οι σκοπιμότητες όμως δούλεψαν ενάντια στη λύση.

Θα πρέπει να ειπωθεί ότι στην Κύπρο είχε αρχίσει ήδη από το 2002, ενόσω ακόμη διαπραγματευτής ήταν ο Γλ. Κληρίδης, μια απορριπτική καμπάνια που όλο και φούντωνε και αποσκοπούσε στην απόρριψη οποιουδήποτε σχεδίου λύσης θα ετίθετο ενώπιον της Ελληνοκυπριακής κοινότητας σε δημοψήφισμα. Την καμπάνια αυτή είχε ξεκινήσει και καθοδηγούσε ένα απορριπτικό κίνημα που συστάθηκε αυθόρμητα από διάφορους παράγοντες. Επικεφαλής του κινήματος αυτού, παρόλο που δεν φαινόταν στα φανερά, τέθηκε ο Πρόεδρος Τ. Παπαδόπουλο και το κόμμα του το ΔΗΚΟ. Ισχυροί συνοδοιπόροι ήταν η ΕΔΕΚ, οι Οικολόγοι, ορισμένα στελέχη του δεξιού ΔΗΣΥ και του αριστερού ΑΚΕΛ καθώς και διάφοροι οικονομικοί, εκκλησιαστικοί, πνευματικοί, δημοτικοί και άλλοι παράγοντες. Το απορριπτικό κίνημα αποκτούσε όσο περνούσε ο καιρός όλο και περισσότερη ισχύ και δύναμη, υποβάλλοντας στον Ελληνοκυπριακό λαό την αντίληψη πως όποιος θα δεχόταν το Σχέδιο Ανάν θα θεωρείτο ουσιαστικά προδότης. Είχε με άλλα λόγια διαμορφωθεί μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα κατά την οποία ήταν αδύνατο να διεξαχθεί μια ορθολογική συζήτηση, στην οποία θα ήταν δυνατόν να εντοπιστούν τα θετικά και τα αρνητικά του Σχεδίου λύσης. Η απορριπτική καμπάνια των οπαδών του ΟΧΙ έφτασε στο αποκορύφωμά της μετά την εξαγγελία και δημοσίευση του Σχεδίου Ανάν 5. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιρρέουσας ατμόσφαιρας βγήκε και ο Τ. Παπαδόπουλος στο προσκήνιο ως φανερός πλέον πολέμιος του Σχεδίου Ανάν 5 και με μια τηλεοπτική ομιλία γεμάτη συναίσθημα κάλεσε το λαό να απορρίψει το Σχέδιο προτάσσοντας κατά τη ψηφοφορία στο δημοψήφισμα  ένα δυνατό ΟΧΙ.

Φανεροί υποστηρικτές του Σχεδίου Ανάν 5 ήταν η ηγεσία του ΔΗΣΥ και των ΕΔΗ ενώ η ηγεσία του ΑΚΕΛ δεν είχε πάρει οριστική απόφαση, περιμένοντας να ολοκληρωθεί το Σχέδιο. Οι υποστηρικτές της λύσης δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας έπρεπε να περιμένουν μέχρι την ολοκλήρωση Σχεδίου λύσης για να αρχίσουν τη δική τους καμπάνια προς υποστήριξη του και είχαν ν’ αντιμετωπίσουν την καμπάνια των απορριπτικών που όπως ελέχθη είχε ξεκινήσει δύο χρόνια πριν και είχε ως βασική της ταχτική να σκορπίσει το φόβο ανάμεσα στο λαό, για τις κακές πρόνοιες της πιθανής λύσης που ετοίμαζαν οι σύμμαχοι της Τουρκίας - Βρετανία και ΗΠΑ μαζί με την Τουρκία. Ήταν αδύνατον να γίνουν σοβαρές και δημοκρατικές συζητήσεις πάνω στο Σχέδιο Λύσης ώστε να πληροφορηθεί ο λαός καθαρά και ξάστερα ώστε να διαμορφώσει ιδίαν αντίληψη για το Σχέδιο Λύσης. Το ΑΚΕΛ συνειδητοποιώντας τις συνθήκες μέσα στις οποίες θα διεξαγόταν το δημοψήφισμα, τις οποίες και δεν ενέκρινε, ζήτησε από τα ΗΕ να αναβληθεί το δημοψήφισμα για μερικούς μήνες και να δοθεί η ευκαιρία στις δύο πλευρές να διαπραγματευτούν ελεύθερα ορισμένες πτυχές του θέματος που θεωρούσε ως τις βασικές αιτίες για τις οποίες διαφαινόταν ότι ο λαός θα απέρριπτε το Σχέδιο Ανάν 5, με μεγάλη μάλιστα πλειοψηφία.

Τα ΗΕ δεν αποδέχθηκαν το αίτημα του ΑΚΕΛ και επέμεναν να διεξαχθεί το δημοψήφισμα ως είχε οριστεί. Τότε το ΑΚΕΛ αποφάσισε να ζητήσει από τα μέλη και τους οπαδούς του να απορρίψουν το Σχέδιο. Έτσι, το σχέδιο απορρίφθηκε με μεγάλη πλειοψηφία 76% έναντι 24% του ΝΑΙ. Αντίθετα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα το Σχέδιο εγκρίθηκε με πλειοψηφία 75% έναντι 25% του ΟΧΙ.

 Ορισμένες απαραίτητες προϋποθέσεις για διεξαγωγή αμεσοδημοκρατικού δημοψηφίσματος είχαν ικανοποιηθεί, όπως π.χ. η μυστική ψηφοφορία, πολλές άλλες όχι. Θα έπρεπε να υπάρχει μια Ανεξάρτητη Αρχή Διεξαγωγής Δημοψηφισμάτων, η οποία θα έπρεπε να έχει όλες τις αναγκαίες εξουσίες, πόρους και μέσα που να διασφαλίζουν συνθήκες ελεύθερης σκέψης και έκφρασης, νηφάλιες συζητήσεις χωρίς φόβο και πάθος, ελεύθερη και χωρίς κόστος πρόσβαση όλων στα ΜΜΕ. Χρειαζόταν μια ικανοποιητική περίοδος κατά την οποία όλοι θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις τους επί των πτυχών της προτεινόμενης λύσης και να ακουστούν τόσο από τις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα όσο και μέσω του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου και σε ανοιχτές αν χρειαζόταν συγκεντρώσεις. Δηλαδή η Αρχή θα έπρεπε να εξασφαλίσει τις απαραίτητες εκείνες συνθήκες πληροφόρησης του κοινού με όλα τα μέσα και επίσης να δοθεί η δυνατότητα στο κοινό να εκφράσει ελεύθερα τις θέσεις του. Τίποτ’ απ’ όλα αυτά δεν έγινε. Ακόμη και το τυπωμένο από την κυβέρνηση συνοπτικό κείμενο λύσης είχε χωνιαστεί σε ένα δωμάτιο του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών και μόνο με βασανιστική ταλαιπωρία θα μπορούσε κάποιος να το προμηθευτεί για να το μελετήσει. Είμαι σίγουρος ότι πολύ λίγοι πολίτες είχαν τη δυνατότητα να διαβάσουν και μελετήσουν το Σχέδιο Ανάν 5. Η κυβέρνηση έκανε ότι ήταν δυνατόν να μείνει ο λαός στο σκοτάδι, ώστε να τον οδηγήσει εκεί που ήθελε αυτή. Αυτό δεν σημαίνει ότι υποστηρίζω ή απορρίπτω το Σχέδιο. Απλά κατακρίνω τους τρόπους με τους οποίους το Κυπριακό Κράτος και ειδικά ο Πρόεδρος Τ. Παπαδόπουλος, χειρίστηκε το Δημοψήφισμα. Θα πει κανείς ότι ήταν το πρώτο δημοψήφισμα και δεν είχαν προηγούμενες εμπειρίες. Αυτό δεν είναι δικαιολογία.

Ολοκληρώνοντας θα πρέπει να πούμε ότι το Δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004 δεν έγινε μέσα στις απαραίτητες ελεύθερες και δημοκρατικές συνθήκες ώστε να επιτρέπεται σε κάποιο να αποφανθεί ότι το αποτέλεσμά του ήταν μιας αμεσοδημοκρατικής διαδικασίας. Ελπίζουμε ότι την επόμενη φορά - πιθανώς αρχές του 2010- που θα καλεστεί ο λαός να ψηφίσει ξανά σε ξεχωριστά δημοψηφίσματα να του δοθεί ο απαραίτητος χρόνος και να εξασφαλιστούν όλες οι απαραίτητες συνθήκες μέσα στις οποίες ελεύθερα και δημοκρατικά να αποφασίσει για το μέλλον της πατρίδας του. Φοβούμαι όμως ότι τέτοιες συνθήκες είναι πολύ δύσκολο να εξασφαλιστούν καθότι ήδη οι απορριπτικές δυνάμεις που εναντιώνονται σε λύση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας καιροφυλακτούν και προετοιμάζουν, κρυφά προς το παρόν, την επίθεσή τους. Οι διαθέσεις των απορριπτικών δυνάμεων φάνηκαν την 5η επέτειο του δημοψηφίσματος που έγινε στη Λευκωσία στις 24 Απριλίου 2009.

Από την άλλη οι υποστηρικτές της εν λόγω μορφής λύσης, απαιτούν από τώρα διαφάνεια και πληροφόρηση ώστε να γνωρίζει ο λαός για την πρόοδο που γίνεται στις διεξαγόμενες από το Μάρτη του 2008 ενδοκυπριακές συνομιλίες ανάμεσα στον Πρόεδρο Χριστόφια και τον ηγέτη της Τουρκοκυπριακή κοινότητας Μ. Αλί Ταλάτ ώστε να μην περιμένει την τελευταία στιγμή να μάθει.

Συμπερασματικά θα πρέπει να πούμε ότι μέσα στις γενικότερες συνθήκες ύπαρξης της κοινωνίας είναι αδύνατο να υπάρξει μια πραγματική αμεσοδημοκρατική διαδικασία στην οποία θα λάβει μέρος στην ετοιμασία ενός σχεδίου λύσης όποιος επιθυμεί. Εδώ αναγκαία δύο άτομα - οι δύο ηγέτες των δύο κοινοτήτων -αποφασίζουν και την απόφασή τους θα καλεστεί να επικυρώσει ή να απορρίψει ο λαός, που ουσιαστικά δεν λαμβάνει κανένα μέρος στην όλη διαδικασία.

Εύχομαι κάθε επιτυχία στο έργο της διημερίδας πολιτικού στοχασμού και εις ανώτερα.

 

 Χαμπής (Μπάμπης) Κιατίπης

19 Μαΐου  2009

 

  Άλλα άρθρα μου για το ίδιο περίπου θέμα

 

Άρθρο 1996- 7: Για τους Τρόπους Λύσης του Κυπριακού Προβλήματος

 

Άρθρο 1996- 9: Για το Δημοψήφισμα του Κληρίδη

 

1998-10 Για ένα Κίνημα για την Αταξική Κοινωνία και την Άμεση Δημοκρατία.

 

Χάρτες της Κύπρου διαφόρων σύγχρονων περιόδων

1. Διοικητικός χάρτης της Κύπρου του 1960, στον οποίο φαίνονται οι περιοχές στις οποίες ζούσαν Ελληνοκύπριοι (μπλε χρώμα), Τουρκοκύπριοι (κόκκινο) και μικτοί πληθυσμοί με πλειοψηφία Ελληνοκυπρίων (ελαφρύ μπλε) και με πλειοψηφία Τουρκοκυπρίων (ελαφρύ κόκκινο χρώμα)

2. Χάρτης που ετοίμασε και έκδωσε η CIA το 1993

3. Χάρτης της Κύπρου όπως διαμορφώθηκε μετά την Τούρκικη εισβολή και την κατοχή του βόρειου τμήματος του νησιού. Η παχιά γραμμή από Ανατολικά προς Δυτικά με μαύρο χρώμα δείχνει τη νεκρή ζώνη.