2003 - 01   ΟΙ ΛΥΚΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ ΕΠΙΤΙΘΕΝΤΑΙ

ή αλλιώς η βία μέσα και έξω από τα γήπεδα

 

Δευτέρα, 24 Φεβρουαρίου 2003

     

Άναυδοι παρακολουθήσαμε από τηλεοράσεως την Κυριακή το βράδυ την εξέλιξη ενός αποτρόπαιου εγκλήματος. Το έγκλημα, που εξελισσόταν σε μια κερκίδα του Νέου Σταδίου του ΓΣΠ μπροστά στα μάτια χιλιάδων «θεατών» και μπροστά στις κάμερες της τηλεόρασης θα παραμείνει για πάντα καταγεγραμμένο ως ακόμη ένα μελανό στίγμα στον πολιτισμό του λαού μας.

Το θύμα της επίθεσης των "Πράσινων

Λύκων" συνοδεύεται υπό την επίβλεψη

και προστασία ομονοιάτη φίλαθλου.

Παρόλο τούτο δέχθηκε ξανά επίθεση

και νέα γρονθοκοπήματα.

     Παρακολουθώντας την εκτέλεση αυτού του εγκλήματος δεν ήταν δυνατόν να μην έρθει στη θύμησή όλων μας ο ξυλοδαρμός του Τάσσου Ισαάκ από τους «Γκρίζους Λύκους» στη Δερύνεια.

Βλέπαμε ένα τσούρμο οπαδούς της Ομόνοιας, χρωματισμένους στα πράσινα να κτυπούν ανελέητα κάποιο νεαρό άτομο. Όπως εξήγησε ο ανταποκριτής του σταθμού, ο νεαρός αυτός ...έφερε τα χρώματα ή τη σημαία του ΑΠΟΕΛ στην κερκίδα, η οποία παρέχεται κατ’ αποκλειστικότητα προς χρήση στους οπαδούς της Ομόνοιας. Και η παρουσία και μόνο σ’ αυτή την συγκεκριμένη κερκίδα Αποελίστα, λέει η ανταπόκριση, αποτέλεσε ...πρόκληση προς τους οπαδούς της Ομόνοιας!!!

   Θα μπορούσα χωρίς δισταγμό να χαρακτηρίσω τη σκηνή που παρακολουθήσαμε, ως απόπειρα δολοφονίας ενός ανθρώπου από μιαν αγέλη εξαγριωμένων νεαρών «Πράσινων», αυτή τη φορά, «Λύκων».

      Η διαφορά ως προς τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι  Γκρίζοι και οι Πράσινοι Λύκοι έγκειται στο γεγονός ότι οι μεν πρώτοι χρησιμοποιούσαν ρόπαλα, πέτρες και άλλα αντικείμενα, ενώ οι δεύτεροι χρησιμοποιούσαν μπουνιές, κλωτσιές και κτυπούσαν το θύμα τους και με αδιευκρίνιστα αντικείμενα που πιθανώς να μην ήταν τόσο επικίνδυνα όσο τα ρόπαλα και οι πέτρες, αλλιώς σίγουρα το θύμα θα βρισκόταν ήδη στον άλλο κόσμο. Αυτό, όμως, δεν πρέπει να θεωρηθεί ελαφρυντικό, γιατί είμαι σίγουρος, πως στην εξαγριωμένη κατάσταση που βρίσκονταν οι Πράσινοι Λύκοι, αν βρίσκανε εκεί κοντά λοστούς, ρόπαλα, σιδερένιες σωλήνες ή πέτρες δεν θα δίσταζαν πάνω στην εξαγριωσύνη τους να τα χρησιμοποιήσουν.

      Η δεύτερη βασική διαφορά μεταξύ της επίθεσης των Γκρίζων και της επίθεσης Πράσινων Λύκων είναι ως προς τα ελατήρια τους. Η μεν επίθεση των Γκρίζων Λύκων οφειλόταν στον εθνικιστικό σοβινισμό και φανατισμό τους που τρέφουν προς τους Ελληνοκύπριους, ενώ η επίθεση των Πράσινων Λύκων οφειλόταν στο σωματιδιακό, ποδοσφαιρικό-αθλητικό σοβινισμό και φανατισμό που καλλιεργείται στους νέους, ως απέχθεια προς κάποια άλλη ή προς όλες τις ποδοσφαιρικές ομάδες και κατ’ επέκταση και προς τους οπαδούς τους. Μ’ άλλα λόγια οφείλονταν σε δύο διαφορετικές μορφές σοβινισμού και φανατισμού.

      Ένα άλλο αξιοσημείωτο γεγονός που κατέγραψε η κάμερα είναι ότι μεμονωμένοι αστυνομικοί που έτρεξαν και παρευρέθηκαν στην σκηνή του εγκλήματος, δεν επέδειξαν την αποφασιστικότητα που περίμενε κανείς να επιδείξουν, στο να επέμβουν δυναμικά για να σώσουν το θύμα της επίθεσης από περαιτέρω κτυπήματα, φοβούμενοι προφανώς μήπως και κινδυνεύσει η δική τους σωματική ακεραιότητα. Ένας μάλιστα αστυνομικός φαινόταν να στέκει και να παρακολουθεί τον ξυλοδαρμό από δύο τρία μέτρα μακριά χωρίς να κουνάει το δακτυλάκι του. Αυτό κι αν είναι αίσχος. Ο αστυφύλακας αυτός δεν έχει καμιά θέση στο σώμα. Ούτε για γραφειακή δουλειά δεν κάνει.

      Είναι με πόνο ψυχής που γράφω αυτό το κείμενο. Κι αυτό γιατί το 1951, που ήμουνα έντεκα χρονών, τρία δηλαδή χρόνια μετά την ίδρυση της Ομόνοιας, έγινα και παρέμεινα έκτοτε πιστός οπαδός της. Από δε το 1979 που επέστρεψα από το εξωτερικό για μόνιμη εγκατάσταση στην Κύπρο μέχρι το 1993, που οι μελέτες μου με καθήλωσαν στο σπίτι, παρακολουθούσα στα γήπεδα όλων των πόλεων όλα της τα παιχνίδια. Κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου ήμουνα επίσης καθημερινός θαμώνας στο σωματείο της. Παρόλο, όμως, ότι σταμάτησα να επισκέπτομαι το σωματείο, δεν σταμάτησα να παρακολουθώ από την τηλεόραση τα παιχνίδια της. Σαν και εμένα υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες οπαδοί σ’ ολόκληρη την Κύπρο και άλλοι τόσοι στο εξωτερικό.

      Γιατί τα γράφω όλα αυτά;

    Τα γράφω αυτά για να διακηρύξω δημόσια, ότι ως Ομονοιάτης μιαν ολόκληρη ζωή απαιτώ τη σύλληψη και την παραδειγματική τιμωρία όλων εκείνων των ατόμων, που εμφανίστηκαν ως Ομονοιάτες,  και κτυπούσαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τον οπαδό του ΑΠΟΕΛ. Είμαι απόλυτα σίγουρος δε ότι, την απαίτησή μου αυτή προσυπογράφουν όλοι οι γνήσιοι Ομονοιάτες, διότι νιώθουν ότι η πράξη των λιγοστών «Πράσινων Λύκων» σπιλώνει το όνομα όλων μας.

      Και δεν δεχόμαστε τη δικαιολογία ότι «φταίει η αστυνομία» ή ότι «ήταν νεαροί και απερίσκεπτοι», και ως εκ τούτου... συχωρεμένοι να 'ναι οι επίδοξοι δολοφόνοι. Η πράξη τους αντανακλά πάνω σε κάθε Ομονοιάτη και μειώνει την αξιοπρέπειά του, την τιμή και το ήθος του. Αυτό δεν θα πρέπει να το επιτρέψουμε σε κανένα. Ιδιαίτερα εμείς οι παλιοί Ομανοιάτες, που έχουμε πίσω μας δεκάδες χρόνια άψογης συμπεριφοράς, τόσο στα γήπεδα όσο και έξω απ’ αυτά. Η ταινίες που καταγράφουν τα έκτροπα είναι εκεί και μια προσεκτική μελέτη μπορεί να αποκαλύψει σε ποιον ανήκει κάθε χέρι και κάθε πόδι που κινήθηκε ενάντια στο απροστάτευτο θύμα.

      Ας μη νομίσει, όμως, κανείς ότι απαιτούμε μόνο την τιμωρία των «Πράσινων Λύκων». Το βράδυ του περασμένου Σαββάτου, σύμφωνα πάλι με ανταπόκριση της τηλεόρασης Πορτοκαλί οπαδοί του ΑΠΟΕΛ, σταμάτησαν το λεωφορείο που τους μετέφερε στη Λευκωσία μετά το πέρας του ποδοσφαιρικού αγώνα με τον Απόλλωνα, κατέβηκαν και επιτέθηκαν εναντίον οπαδών του Απόλλωνα και σε υποστατικά και προσπάθησαν να πυρπολήσουν με βενζίνη ένα άτομο, χωρίς όμως να προλάβουν να αποτελειώσουν το τρομερό τους έγκλημα λόγω της επέμβασης τρίτων.

      Απαιτώ, λοιπόν, τη σύλληψη και αυτών των «Πορτοκαλί Λύκων» και την παραδειγματική τους τιμωρία. Πριν μερικούς μήνες οπαδοί Λεμεσιανών ομάδων έστησαν καρτέρι σε οπαδούς του ΑΠΟΕΛ που μετέβαιναν από την Πάφο στη Λευκωσία μέσω Λεμεσού και τους πετροβόλησαν. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα των αστυνομικών ανακρίσεων; Γιατί δεν τιμωρήθηκε κανείς γι’ αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα; Απαιτώ, λοιπόν, και τη σύλληψη και παραδειγματική τιμωρία των Γαλάζιων και Κίτρινων Λύκων των Λεμεσιανών ομάδων.

      Είναι γνωστό σε όλους ότι κατά καιρούς γίνονται βίαιες επιθέσεις και συγκρούσεις ανάμεσα σε οπαδούς των διαφόρων ποδοσφαιρικών σωματείων τόσο μέσα όσο και έξω από τα γήπεδα. Επιθέσεις και συγκρούσεις που ξεσπούν αυθόρμητα λόγω τρεχουσών εξελίξεων στα γήπεδα, όσο και επιθέσεις και συγκρούσεις προμελετημένες και οργανωμένες μέσα και έξω και μακριά ακόμη, από τα γήπεδα.  Θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάθε σωματείο έχει αποκτήσει και αναθρέψει τους δικούς του Λύκους, πους οποίους μπορεί κανείς να διακρίνει εύκολα γιατί ντύνονται με ρούχα που φέρουν το χρώμα ή τα χρώματα του σωματείου τους.

      Αυτά τα γεγονότα δεν αφορούν μόνο τα σωματεία και τους οπαδούς τους. Αφορούν ολόκληρη τη κοινωνία μας. Αποτελούν κοινωνικά φαινόμενα, τόσο εδώ στην Κύπρο, όσο και στις άλλες χώρες, που σχετίζονται τόσο με τις σύγχρονες «αθλητικές δραστηριότητες», όσο και με τες οικονομικές, δημοσιογραφικές και άλλες δραστηριότητες  που συνδέονται με το σύγχρονο επαγγελματικό αθλητισμό γενικά και το επαγγελματικό ποδόσφαιρο ειδικά. Η βία μέσα και έξω από τα γήπεδα δεν είναι αποκλειστικό «προνόμιο» των κυπρίων «φιλάθλων». Είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο.

      Ποιοι οι λόγοι, ποιες είναι οι αιτίες που φτάσαμε κι εμείς σαν κοινωνία σ’ αυτή την άθλια πολιτισμική κατάσταση;

      Οι απαντήσεις που ακούω σ’ αυτά τα ερωτήματα, δίδονται συνήθως από ανθρώπους που βλέπουν τα πράγματα επιφανειακά, χωρίς να είναι σε θέση να εμβαθύνουν στα προβλήματα.

      Και ξέρετε γιατί; Διότι όλοι αυτοί που ασχολούνται άμεσα ή έμμεσα με τα αθλητικά γενικά και με το ποδόσφαιρο ειδικά, αποτελούν και οι ίδιοι, ως ο υποκειμενικός παράγοντας, μέρος του προβλήματος, αν όχι οι βασικοί δημιουργοί και αναθρεπτές του. Παράγοντες σωματείων, κομματικοί ηγέτες, δημοσιογράφοι, αθλητικογράφοι, διαιτητές, δικηγόροι, αστυνομία, διαφημιστές, καναλάρχες, «αθλητικοί παράγοντες όλων των ειδών», αρχοντοχωριάτες που πλούτισαν ξαφνικά από ύποπτες δοσοληψίες στο ΧΑΚ την γνωστή περίοδο, όλοι για τον ένα ή τον άλλο λόγο αποτελούν μέρος του προβλήματος. Ως εκ τούτου είναι αδύνατο όλοι αυτοί να δώσουν σωστές ερμηνείες και να λύσουν το πρόβλημα.

      Κατ’ αρχήν όλοι οι πιο πάνω θεωρούν, a priori ότι, το όλο σύστημα άθλησης, σπορ και παιχνιδιών, λειτουργεί φυσιολογικά, αν βέβαια το κρίνει κανείς με εκείνο άλλων χωρών, όπως γενικά συνηθίζουν να κάνουν οι πιο πάνω παράγοντες. Σ’ αυτό έχουν δίκιο. Όπως έχουμε αναφέρει το πρόβλημα βασανίζει όλες σχεδόν τις χώρες. Βγαίνουν, λοιπόν, στα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις μαζί με τους επαγγελματίες «αθλητικογράφους» ή πηγαίνουν στα σωματεία και στα καφενεία και αποδίδουν τις  απαράδεκτες αυτές πράξεις βίας σε δευτερεύουσες και πολλές φορές σε άσχετες αιτίες κι ο καθένας προσπαθεί να προστατεύσει τους δικούς του και το δικό του όνομα.

      Επαναλαμβάνω: Όλοι όσοι ασχολούνται με τα σύγχρονα επαγγελματικά αθλήματα, τα σπορ και τα παιχνίδια, δεν είναι σε θέση να ερμηνεύσουν σωστά τα όσα συμβαίνουν και να βρουν ριζικές λύσεις, ώστε να θεραπευθούν τα καρκινώματα τόσο της βίας, όσο και όλων όσων απαράδεκτων συμβαίνουν στα αθλητικά πράγματα της κοινωνίας μας.

      Η αδυναμία τους αυτή οφείλεται στην εκ μέρους τους φιλοσοφική προσέγγιση του θέματος. Θεωρούν ότι το σύστημα άθλησης, σπορ και παιχνιδιού όπως έχει εξελιχθεί τις τελευταίες δεκαετίες στις αναπτυγμένες αρχικά ευρωπαϊκές χώρες και μετά στις υπό ανάπτυξη χώρες, όπως είναι η Κύπρος, ήταν και παραμένει φυσιολογικό αποτέλεσμα της πορείας ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας και ότι ανταποκρίνεται προς τις πολιτισμικές και ψυχαγωγικές ανάγκες των σύγχρονων ανθρώπων. Με το πρώτο σκέλος της πιο πάνω απόφανσης συμφωνώ πλήρως. Αντίθετα διαφωνώ πλήρως με το δεύτερο σκέλος της.

      Και ποιο είναι αυτό το σύστημα παρακαλώ;

      Η φιλοσοφική ερμηνεία του θέματος είναι ότι οι άνθρωποι πέραν από την άσκηση μιας αναγκαίας βιοποριστικής εργασίας στην ταξική κοινωνία, έχουν αποκτήσει και την ανάγκη να ξεκουράζονται και/ ή να περνούν ευχάριστα μερικές ώρες τη μέρα, που λέγονται κατά κανόνα ελεύθερες ώρες. Έχουν επίσης ανάγκη να διατηρούν σε καλή κατάσταση την υγεία τους. Νους υγιής εν σώματι υγιή, λέει το αρχαίο σοφό ρητό. Για να ικανοποιήσουν, λοιπόν, τις ανάγκες τους για ευχάριστη δράση κατά τις ελεύθερες τους ώρες και για να διατηρηθούν σε καλή φυσική κατάσταση, επινόησαν τα διάφορα αθλήματα, διάφορα σπορ, διάφορα ατομικά και ομαδικά παιχνίδια. Στις περιπτώσεις εκείνες που βιοποριστικές ασχολίες έχαναν την αποδοτικότητά τους, όπως λ.χ. το κυνήγι με τόξο και βέλος ή με πυροβόλο όπλο, η κωπηλασία για μεταφορές ανθρώπων και προϊόντων ή για ψάρεμα, μετατράπηκαν σε αθλήματα: της τοξοβολίας, της σκοποβολής, της κωπηλασίας σύγχρονων κανό και άλλων βαρκών. Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει δεκάδες τέτοιες περιπτώσεις. Παρόλο που η ενασχόληση με τα αθλήματα, τα σπορ και τα παιχνίδια ήταν σε πολλές περιπτώσεις προνόμιο των ατόμων που ανήκαν στις εύπορες τάξεις, εντούτοις τα παιδιά των εργαζόμενων τάξεων είχαν τη δυνατότητα να ασχοληθούν μ’ αυτά μέχρι να αρχίσουν να ασκούν κάποιο βιοποριστικό επάγγελμα, οπότε η απασχόλησή τους με αθλήματα, με σπορ και με ατομικά ή ομαδικά παιχνίδια, όλο και ελαττωνόταν μέχρι που έφτανε σε ολική εγκατάλειψη. Ενώ μέχρι τον 20ο αιώνα κύριο χαρακτηριστικό της ανάπτυξης ήταν η μετατροπή βιοποριστικών επαγγελμάτων ή εργασιών σε αθλήματα, σπορ και παιχνίδια, μετά τον Β’ Παγκ. Πόλεμο αρχίζει η ραγδαία μετατροπή των διαφόρων αγωνισμάτων και παιχνιδιών σε βιοποριστικά επαγγέλματα. Με την εξάπλωση του κινηματογράφου και του ραδιοφώνου αρχικά και της τηλεόρασης αργότερα, οπόταν κάθε άθλημα ή παιχνίδι μπορούσαν να το παρακολουθήσουν εκατομμύρια αρχικά και δισεκατομμύρια θεατές αργότερα, το ένα μετά το άλλο τα αθλήματα και τα παιχνίδια μετατρέπονταν σε επαγγελματικά. Αυτό σήμαινε ότι από τη μια όλο και λιγότερα άτομα μπορούσαν να ασχολούνται μ’ αυτά και από την άλλη όλο και περισσότερα άτομα μετατρέπονταν σε απλούς θεατές των επαγγελματικών αθλημάτων και των παιχνιδιών. Ο λεγόμενος ερασιτεχνικός αθλητισμός και τα ερασιτεχνικά παιχνίδια άρχισαν να περιορίζονται όλο και πιο πολύ. Αρχίζοντας με την γενέτειρα του ποδοσφαίρου, την Μεγάλη Βρετανία, οι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές εκεί που έπαιρναν ένα κανονικό μεροκάματο, όπως και οι άλλοι επαγγελματίες εργαζόμενοι στην παραγωγή και τις κοινωνικά αναγκαίες υπηρεσίες, αρχίζουν μετά τον Β’ Παγκ. Πόλεμο να πληρώνονται δεκάδες χιλιάδες στερλίνες το χρόνο, μέχρι που σήμερα μερικοί δεν αρκούνται με μερικά εκατομμύρια. Η μετατροπή των αθλημάτων και παιχνιδιών σε βιοποριστικά επαγγέλματα απαιτεί τις δικές της λογικές αντιλήψεις και σε τελική ανάλυση μπορεί να βρει κανείς ότι αποστερεί απ’ όλο τον υπόλοιπο πληθυσμό τη δυνατότητα της άθλησης και του παιχνιδιού και το μετατρέπει σε θεατές και ακροατές και ως πηγή πλούτου για τους παράγοντες, τους αθλητές ή καλύτερα τους πρωταθλητές και τους παίχτες ή καλύτερα τα αστέρια του ποδοσφαίρου, του μπάσκετ, του τένις, του γκολφ και άλλων παιχνιδιών. Διαθέτω στον υπολογιστή μου ένα κατάλογο με τους πιο ακριβοπληρωμένους αθλητές και παίκτες. Μιλούμε για δεκάδες εκατομμύρια δολάρια εισοδήματα το χρόνο. Το βασικό, όμως, θέμα δεν είναι τα εισοδήματα των πρωταθλητών και των κάθε λογής αστέρων.

       Το βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε για να βρούμε την άκρη του νήματος στο πρόβλημα που μας απασχολεί εδώ είναι το ακόλουθο:

      Θεωρούμε την άθληση και το παιχνίδι ως ένα αναγκαίο ανθρώπινο, κοινωνικό και ατομικό αγαθό, ως ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα του καθενός, ή θεωρούμε ότι έχουν δικαίωμα να ασχολούνται μ’ αυτά μόνο εκείνοι που αποφασίζουν να ασχοληθούν αποκλειστικά μ’ αυτά ως επαγγελματίες;

      Αν, συνεπώς, σε μια κοινωνία που υπάρχουν λ.χ. 100000 νέοι που ουσιαστικά δεν ασχολούνται με κουραστικές χειρωνακτικές εργασίες και έχουν όλο το σφρίγος της ηλικίας τους, οι 1000 απ’ αυτούς ασχολούνται επαγγελματικά με αθλήματα και με παιχνίδια, ενώ οι υπόλοιπες 99000 των νέων αποτελούν τους θεατές τους, τότε η κοινωνία θα έχει σίγουρα πρόβλημα. Αυτοί νέοι,  99000 χιλιάδες το όλο έχουν κι αυτοί ανάγκη να περάσουν τις ελεύθερές τους ώρες με κάποια ενεργητική απασχόληση.  Τι δυνατότητες, τι ευκαιρίες τους προσφέρει το σύγχρονο κοινωνικό κράτος, η σύγχρονη ταξική κοινωνία;  Πολύ λίγες!

      Για τους παράγοντες στα αθλητικά πράγματα του τόπου γίνεται δεκτό χωρίς καμιά επιφύλαξη ότι, η κοινωνία θα πρέπει να παράγει «αστέρια» «πρωταγωνιστές», «πρωταθλητές» για κάθε αγώνισμα, για κάθε άθλημα, για κάθε είδους παιχνιδιού. Απ’ ότι γνωρίζω μόνο τα σκατούλλικα δεν έχουν μετατραπεί σε επαγγελματικό παιχνίδι. Πόσοι όμως ασχολούνται μ’ αυτά τώρα!

      Όλο το θέμα είναι να αποκτήσουν αστέρια και να προσφέρουν θέαμα. Αν δεν υπάρχουν ντόπια αστέρια, πρωταγωνιστές, πρωταθλητές και εκπαιδευτές θα πρέπει να τους εισαγάγουν από άλλες χώρες, όπως εισαγάγουν και οι προαγωγοί τις «αρτίστες» για να τις μετατρέψουν σε πόρνες στα καμπαρέ και στ’ άλλα νυκτερινά στέκια προς τέρψη των ντόπιων αποστερημένων σεξουαλικά αντρών. Εισάγουν υποτιθέμενα αστέρια και πρωταθλητές και τους χρυσώνουν με ντόπιο ή και με ξένα νομίσματα αξίας δεκάδων χιλιάδων λιρών το χρόνο τον καθένα, ώστε να παρουσιάζουν θέαμα προς όλους τους άλλους «βλάκες», που το κοινωνικό σύστημα τους ένταξε στην κατηγορία των «θεατών», επειδή αποφάσισαν να ασχοληθούν αποκλειστικά με κάποια παραγωγική εργασία ή με κάποια αναγκαία κοινωνικά υπηρεσία.

      Το επόμενο βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί σχετίζεται με τα οικονομικά θέματα. Φτάσαμε στο σημείο να θεωρούνται όλοι όσοι ασχολούνται λ.χ. με το κλώτσιμα ή το κτύπημα ή το πέταγμα μιας μπάλας, ως υπεράνθρωποι. Φτάσαμε στο σημείο να θεωρούνται οι ομάδες-πρωταθλήτριες ως θρησκείες, ως ανεπανάληπτοι θρύλοι, ως η πρώτη μας οικογένεια. Φτάσαμε στο σημείο να πληρώνονται υπέρογκα ποσά όσοι ασχολούνται με τα ομαδικά και ατομικά παιχνίδια και τα αθλήματα και να διαθέτουν οι θεατές, ιδιαίτερα οι νέοι, ένα σεβαστό μέρος από τα εισοδήματά τους για να ενισχύουν χρηματικά και άλλως πως την αγαπημένη τους ομάδα. Φτάσαμε στο σημείο εκατομμύρια λίρες που στοιχίζει η λειτουργία των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών καναλιών να πηγαίνουν σε αθλητικά λεγόμενα προγράμματα, όπου όχι μόνο παρουσιάζονται τα διάφορα αθλήματα και παιχνίδια, κυρίως τα ποδοσφαιρικά παιχνίδια, αλλά και που συναθροίζονται παράγοντες και παίχτες για να κρίνουν, να κατακρίνουν και να προπαγανδίσουν. Μετατρέψανε τα σωματεία σε εμπορικές επιχειρήσεις και ως εκ τούτου μπήκανε στην αγορά όπου κυριαρχούν νόμοι που δεν έχουν καμιά σχέση με την άθληση και το παιχνίδι όπως τα γνωρίζαμε παλιά που ήταν ερασιτεχνικά. Το βασικό εμπόρευμα προς πώληση είναι μια καλή φάση ή ένα γκολ ή ένα δύποντο ή τρίποντο. Γι' αυτό και μας φλομώνουν επαναληπτικά με φάσεις και γκολ.

Ένας παράγοντας λογαριάζει λ.χ. ότι 20000 θεατές σε κάθε αγώνα προς 10 λίρες ο καθένας κάνουν 2 εκατομμύρια λίρες. 100 παιχνίδια το χρόνο φέρνουν εισόδημα 200 εκατ. λίρες. Αν πληρώσει μέσο όρο ένα εκατομμύριο λίρες το χρόνο για κάθε παίχτη και άλλα τόσα για τ’ άλλα αναγκαία έξοδα, θα του μείνουν μερικές δεκάδες εκατομμύρια λίρες στην τσέπη. Υποθέτω τέτοιους υπολογισμούς έχουν κάνει μερικοί εκατομμυριούχοι που βιάστηκαν να αναλάβουν τη διοίκηση ορισμένων σωματίων και μετά από λίγο χρόνο τα βρόντηξαν και εγκατέλειψαν το «αγαπημένο τους άθλημα», δηλαδή την μεγάλη κερδοσκοπία, γιατί κατάλαβαν ότι δεν λειτουργεί έτσι το ποδόσφαιρο στη Κύπρο, όπως φαντάστηκαν ότι λειτουργεί πιθανώς αλλού.

      Για να καταλάβετε το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα μας είναι ενδεικτικό το παρακάτω γεγονός. Πριν λίγο καιρό μια ανταπόκριση από το στάδιο του χωριού Άχνα, μας έλεγε ότι οι θεατές ήταν λιγότεροι από τους παίχτες και τους παράγοντες των σωματείων. Θα πρέπει, όμως, να παραδεχθούμε ότι στα περισσότερα παιχνίδια οι θεατές είναι κάτι παραπάνω από τους παίχτες και τους παράγοντες των σωματείων. Παρ’ όλα αυτά οι προπονητές και οι παίχτες αμείβονται με δεκάδες χιλιάδες λίρες και με διάφορα έξτρα, ενώ οι περισσότεροι θεατές που πληρώνουν και παρακολουθούν τα παιχνίδια αμείβονται από τη δουλειά τους στην παραγωγή ή τις υπηρεσίες, όπου παράγεται ο πλούτος της κοινωνίας, με μόνο μερικές χιλιάδες λίρες το χρόνο.

      Δεν παραξενεύει, λοιπόν, κανένα το γεγονός ότι τα σωματεία χρωστάνε είκοσι και πλέον εκατομμύρια λίρες και ότι δεν έχουν τις δυνατότητες να τα ξοφλήσουν εξ ιδίων με οποιονδήποτε τρόπο είτε στο εγγύς είτε στο απώτερο μέλλον. Ως εκ τούτου, απαιτούν, όχι ζητούν παρακαλώ, από το Κράτος να τους δώσει τουλάχιστον για τις τρέχουσες υποχρεώσεις τους (και μετά βλέπουμε) πέντε εκατομμύρια λίρες. Απαιτούν, δηλαδή, όπως ο κάθε φορολογούμενος Κύπριος, είτε βλέπει είτε δεν βλέπει ποδόσφαιρο, να συνεισφέρει από την τσέπη του για να πληρώνουν με αμύθητα ποσά τους προπονητές, τους παίχτες και τους κάθε λογής «παράγοντες».

      Θα πρέπει να πληρώσουμε όλοι, έστω κι αν δεν πηγαίνουμε στα γήπεδα, γιατί ...θα έχουμε την ευκαιρία στο τέλος κάθε παιχνιδιού να παρακολουθούμε, ως επιδόρπιο, και κάποια δολοφονική επίθεση, όπως αυτές που είχαμε δει το περασμένο Σαββατοκύριακο. Συνεπώς, δεν θα χρειάζεται να χάνουμε το καιρό μας παρακολουθώντας εξεζητημένες αμερικάνικες αστυνομικές ή εγκληματικές ταινίες στην τηλεόραση ή στα σινεμά. Τις έχουμε βαρεθεί εδώ και καιρό. Άλλη χάρη έχει το φτιαχτό και άλλη το πραγματικό.

      Μόλις και άγγιξα το θέμα. Είμαι της γνώμης ότι ο νέος Υπουργός αρμόδιος για τον αθλητισμό και τα σπορ θα πρέπει να δημιουργήσει μιαν ad hoc επιτροπή (όχι από τους πιο πάνω αναφερθέντες παράγοντες), στην οποία να δοθεί η εντολή να εξετάσει σε βάθος και σε πλάτος το όλο θέμα (αθλητισμός, άτομο και κοινωνία) και να εισηγηθεί ριζικές λύσεις, αν βρει βέβαια, στο όλο πρόβλημα. Φοβάμαι, όμως, ότι η ασθένεια έχει προχωρήσει τόσο πολύ ώστε η δυνατότητα να εξευρεθεί μόνιμος θεραπεία είναι υπό τις συνθήκες αδύνατη. Μόνο μπαλώματα, δηλαδή προσωρινές θεραπείες μπορεί να βρεθούν, έτσι που να απαλύνουν τους φοβερούς πόνους, που θα αρχίσουν να γίνονται ανυπόφοροι αν και όταν γίνουμε μάρτυρες τετελεσμένης ανθρωποκτονίας ή δολοφονίας ενός ή περισσότερων φιλάθλων ή παιχτών ή παραγόντων. Ριζική θεραπεία θα βρεθεί μόνο όταν δημιουργηθούν οι αντικειμενικές και υποκειμενικές εκείνες συνθήκες εκείνες που θα επιτρέπουν να γίνει πραγματικότητα η αρχή που λέει: 

      Αθλητισμός, σπορ και παιχνίδια για όλους και όχι μόνο για μερικούς επαγγελματίες;

Και αυτές οι κοινωνικές αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες δεν είναι άλλες από εκείνες μιας αταξικής κοινωνίας που θα λειτουργεί με βάση τις αρχές της άμεσης και καθολικής δημοκρατίας. Αμήν και πότε.

     

Χαμπής (Μπάμπης) Κιατίπης


Το κείμενο αυτό απεστάλη με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο στο αρμόδιο για τα αθλητικά θέματα Υπουργείο της Κύπρου, σε μερικές εφημερίδες της Κύπρου, της Ελλάδας και της αλλοδαπής, καθώς και σε μερικούς φίλους.

Δημοσιεύεται εδώ με λίγες, ανεπαίσθητες αλλαγές.